«Με το ‘να χέρι κρατάω το παιδί μου, με το άλλο μια σκούπα. Με το ‘να χέρι μαγειρεύω, με το άλλο μαχαιρώνομαι. Τι ωραίο που έχουμε δύο χέρια. Τι πρακτικό.»
Χαρά Πρωτόπαπα
«Στις σκέψεις του ήρθε και κάθισε η παράνοια. Δεν ήταν αυτός που είχε διαλέξει τη λίμνη Σε-ριονγκ. Η λίμνη ήταν εκείνη που τον είχε καλέσει κοντά της.»
«Όχι, δεν σε μισώ. Σε λυπάμαι, όπως σε λυπόμουν πάντα. Γιατί οι τύψεις είναι απλώς άλλη μία εκδοχή του θανάτου- το πιο φρικτό, το πιο βασανιστικό είδος θανάτου.»
Μπορούμε, άραγε, να απαλλαγούμε ποτέ από το παρελθόν μας;
«Αυτή ήταν η αίσθηση της Ιστορίας; Η Γερμανία θα εισέβαλλε στην Τσεχοσλοβακία. Η Γαλλία θα κήρυσσε πόλεμο στη Γερμανία. Η Βρετανία θα στήριζε τη Γαλλία. Τα παιδιά του θα φορούσαν μάσκες αερίων.»
«Η πόλη ήξερε για το σκοτάδι. Ήξερε για το σκοτάδι που πέφτει στη γη όταν η περιστροφή την κρύβει από τον ήλιο, και για το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής».
Ο Stephen King επιστρέφει δυναμικά με το «Μόνο αν μυρίζει αίμα», μία συλλογή από τέσσερις ανέκδοτες νουβέλες που θα γοητεύσουν κάθε πιστό αναγνώστη αλλά και θα κερδίσουν τις εντυπώσεις όσων πρωτοξεκινούν το ταξίδι τους στον μαγικό κόσμο του Βασιλιά. «Αν υπάρχουν πράγματι φαντάσματα», είπε η κυρία Χάργκενσεν, «στοίχημα ότι δεν είναι όλα άγια».
«Με λένε Κανένα και δεν νιώθω Τίποτα».
«Ο διάβολος είναι εδώ» είπε χτυπώντας το στήθος του «επωάζεται μέσα μας. Είναι αυτό που είμαστε, άμα μας απογυμνώσεις από τις στολές, τους βαθμούς και τους τίτλους».
«Ο πόνος μου είναι συνεχής και κοφτερός και δεν εύχομαι έναν καλύτερο κόσμο για κανέναν. Στην πραγματικότητα, θέλω ο πόνος μου να περάσει και στους άλλους. Δε θέλω κανένας να ξεφύγει.»
«Καμιά φορά τους χειμώνες όταν η θάλασσα έμοιαζε να βαθαίνει και να σκοτεινιάζει, κυκλοφορούσαν φήμες για άλλες κραυγές. Κραυγές που ακούγονταν από τη θάλασσα, κραυγές παιχνιδιάρικες και δελεαστικές. Αν και μπορεί να ήταν απλώς λόγια. Μπορεί να ήταν απλώς ο άνεμος που φυσούσε».