Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Μπασκέτες στο πανί, καλάθια στη σκοτεινή αίθουσα και ο προπονητής της χρονιάς στο Artcore Magazine!

feature_img__mpasketes-sto-pani-kalathia-sti-skoteini-aithousa-kai-o-proponitis-tis-xronias-sto-artcore-magazine
It’s the Final Countdown, που έλεγε και το τραγούδι που θα συνοδεύει δια παντός τον ελληνικό μπασκετικό θρίαμβο του ’87 και το Artcore Magazine σας παρουσιάζει ένα top-5 γεμάτο σκριν, ραβέρσες, μπασίματα, μπακ ντορς κι άλλα πολλά μπασκετικά. Οι πέντε καλύτερες μπασκετικές ταινίες στην οθόνη σας αμέσως τώρα. Με αξιολογική και ιεραρχική διαβάθμιση, straight to number 1. Και επειδή βλέποντας αυτές τις ταινίες, ενδέχεται να παρεξηγήσετε το επάγγελμα του προπονητή, με τόσους ιδιόρρυθμους και λοξούς coaches που παρελαύνουν, εμείς θα φροντίσουμε να αποκαταστήσουμε κάθε υποψία προκατάληψης. Πώς; Μα, με μία συνέντευξη με τον καλύτερο προπονητή μπάσκετ της περσινής χρονιάς στην Ελλάδα, τον Σούλη Μαρκόπουλο.

Hoosiers (Πάθος για μπάσκετ) του Ντέιβιντ Άνσπο, 1986.

Δεσμεύομαι πως δεν θα σταματήσω ποτέ να αναζητώ τον υπεύθυνο για αυτή την άνευρη και άψυχη μετάφραση του original τίτλου. Οι ένοχοι πρέπει επιτέλους να πληρώσουν σε αυτήν τη χώρα. Αν αναρωτιέστε πάντως τι σημαίνει αυτό το “Hoosiers”, πρόκειται για το επίθετο που χαρακτηρίζει όποιον κατάγεται από την πολιτεία της Ιντιάνα, στις ΗΠΑ. Η ταινία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Γυμνασίου Milan, το οποίο, αν και παντελώς άσημο, κατόρθωσε να κατακτήσει το 1954 το πολιτειακό πρωτάθλημα, εκπλήσσοντας τους πάντες. Αυτό που σίγουρα δεν αποτυπώνεται στην ταινία είναι το ακραιφνές ρατσιστικό κλίμα της εποχής, καθώς οι Αφροαμερικάνοι δεν τύγχαναν σε καμία περίπτωση της φιλικής και ισότιμης αντιμετώπισης που απεικονίζεται επί της οθόνης. Η ταινία πάντως δεν στερείται πάθους και έντασης, ιδίως για όσους γνωρίζουν από μπάσκετ και αγαπούν το άθλημα. Στη φαρέτρα της ταινίας και ένα all-star καστ, με πρωταγωνιστή τον Τζιν Χάκμαν που ενσαρκώνει τον (ως αναμένετο) ιδιόρρυθμο προπονητή της ομάδας, αλλά και τον Ντένις Χόπερ, στον ρόλο ενός αλκοολικού loser μπασκετόφιλου, ο οποίος του απέφερε μάλιστα και οσκαρική υποψηφιότητα. 

Blue Chips (Οι Αχτύπητοι) του Γουίλιαμ Φρίντκιν, 1994.

Οι απειλές που εκτόξευσα για τον προηγούμενο μεταφραστή, ισχύουν αυτούσιες, ενώ και σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται μία μικρή εξήγηση για τον original τίτλο. Ο όρος “blue chip” είναι οικονομικός – χρηματιστηριακός, αναφέρεται σε μια μετοχή που θεωρείται υπεράνω πάσης αμφιβολίας επικερδής και είθισται να μεταφράζεται ως «σίγουρο χαρτί». Η αρχική πάντως προέλευση του όρου είναι από το πόκερ, με τις μπλε μάρκες (chips) να είναι οι πιο «βαρβάτες» σε σχέση με τις λευκές και τις κόκκινες. Προχωρώντας στα της ταινίας, αν το όνομα του σκηνοθέτη σας θυμίζει κάτι, καλώς σας το θυμίζει. Ναι, ναι, είναι ο Γουίλιαμ Φρίντκιν που έχει σκηνοθετήσει το διάσημο θρίλερ «Ο εξορκιστής» (1973), καθώς και την εμβληματική αστυνομική περιπέτεια «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία» (1971). Πρωταγωνιστική φιγούρα και πάλι ένας προπονητής, ο Νικ Νόλτε, ο οποίος μπλέκει σε μία δίνη αμφιβολιών και εσωτερικής πάλης, όταν καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην επιτυχία και την τήρηση των ηθικών κανόνων. Στους ρόλους των αθλητών το τότε φοβερό δίδυμο της ομάδας των Orlando Magic, ο θηριώδης Σακίλ Ο’ Νιλ και ο rookie Άνφερνι «Πένι» Χάρνταγουεϊ. Ο Ο’ Νιλ περεμπιπτόντως, κέρδισε στο ερμηνευτικό του ντεμπούτο και μία υποψηφιότητα στα Χρυσά Βατόμουρα, εσείς όμως μην πτοηθείτε. Η ταινία βλέπεται ανετότατα, όπως κάθε ταινία στην οποία ακούς τη φωνή του Νικ Νόλτε.

The Basketball Diaries (Το τέλος της αθωότητας) του Σκοτ Κάλβερτ, 1995.

Η ταινία είναι βασισμένη στο ομότιτλο αυτό-βιογραφικό έργο του ποιητή, συγγραφέα και μουσικού Τζιμ Κάρολ και η αλήθεια είναι πως είναι πως ο καμβάς στον οποίο ξεδιπλώνεται είναι αρκετά πιο ευρύς από ένα μπασκετικό παρκέ. Ή μάλλον για να το θέσουμε πιο σωστά, το μπασκετικό παρκέ γίνεται η αφορμή για να θιχτούν πολλά και διάφορα ζητήματα, μεγαλύτερης σπουδαιότητας. Η περιρρέουσα πνιγηρή ατμόσφαιρα του Ψυχρού Πολέμου, τα ναρκωτικά που από παράδεισος μετατρέπονται σε μέγγενη, το ξέσπασμα της εναλλακτικής κουλτούρας στην Αμερική, οι πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες, οι απογοητεύσεις και οι διαψεύσεις των νεανικών προσδοκιών. Την κινηματογραφική βερσιόν του Κάρολ ερμηνεύει ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, σε μία από τις πρώτες του εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη, ενώ συμπρωταγωνιστεί ο Μάρκ Γουόλμπεργκ. Μία coming of age κινηματογραφική ιστορία, στην οποία το μπάσκετ κάθεται στη θέση του οδηγού – ξεναγού. 

White Men Can’t Jump (Οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν) του Ρον Σέλτον, 1992.

Μπορεί να το τοποθετώ στο νούμερο 2, αλλά αν είχα να διαλέξω μία μπασκετική ταινία που θα έβλεπα ξανά και ξανά με ευχαρίστηση, θα ήταν το αδιαφιλονίκητο νούμερο 1. Ο κυριότερος λόγος είναι απλός και προφανής. Η αδιανόητη χημεία μεταξύ Γουέσλεϊ Σνάιπς και Γούντι Χάρελσον, οι οποίοι βρίσκονται στα τυφλά μεταξύ τους λίγο πιο εύκολα από τους Τζον Στόκτον και Κάρλ Μαλόουν, όταν αυτοί έστηναν το pick ‘n’ roll στις επιθέσεις των Utah Jazz. Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί ένα άγραφο ύμνο στους ιερούς ναούς των ανοιχτών αμερικάνικων γηπέδων, τα οποία έχουν τους δικούς τους κανόνες. Με χιούμορ, αλλά και μεγάλη αγάπη για το άθλημα, η ταινία σε μπάζει ευθύς εξαρχής στο σύμπαν της και σου φωνάζει να το μην το πολυσκεφτείς και να το απολαύσεις. (Χώρια που παίζεται και αρκετά καλό μπασκετάκι, στις σκηνές των διάφορων αγώνων.) Τα gossips της ταινίας υποστηρίζουν πως ενώ ο Γούντι έπαιζε μια χαρά, ο Σνάιπς ήταν παντελώς ανίδεος με το άθλημα και χρειάστηκε να καλύψει πολύ έδαφος προκειμένου να φαίνεται παίκτης του μπάσκετ και μάλιστα καλός. 

He Got Game (Man to Man) του Σπάικ Λι, 1998

Φτάσαμε λοιπόν στην κορυφή μας, στην οποία δεσπόζει ο κουλ και υπέροχος Σπάικ Λι, σκηνοθέτης των καταπληκτικών “Do the Right Thing” και “The Summer of Sam”, φανατικός μπασκετόφιλος, και άρρωστος οπαδός της ομάδας της πόλης του, των New York Knicks. Πρωταγωνιστικό δίδυμο ο Ντένζελ Ουάσινγκτον στον ρόλο του δεσποτικού και σκληρού πατέρα και ο Ρέι Άλεν, ο παίκτης με τα περισσότερα τρίποντα στην ιστορία του NBA δηλαδή, στον ρόλο του γιου που πασχίζει να συγχωρέσει και να κατανοήσει. Φιλτραρισμένη μέσα από μία θυελλώδη ιστορία πατέρα – γιου, η ταινία βυθομετρά την προσπάθεια δύο αντιθετικών πόλων να ξορκίσουν τους προσωπικούς τους δαίμονες. Ένας νεαρός και ανερχόμενος σταρ, που έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του, ένας πατέρας που κατά βάθος τον έκανε αυτό που είναι, αλλά και που του στέρησε πολλά πολύ πιο σημαντικά. Είναι η κορυφαία ταινία του Σπάικ Λι; Σε καμία των περιπτώσεων. Αλλά έχει πάθος και καρδιά που δεν μπορούν να προσπεραστούν έτσι εύκολα. 

Συνέντευξη από τον Σούλη Μαρκόπουλο

Πως ξεκίνησε η επαφή σας με το μπάσκετ; Γιατί μπάσκετ και όχι ποδόσφαιρο;

Έπαιζα ποδόσφαιρο αλλά δεν με άφηναν οι γονείς μου να παίζω και κάποια στιγμή στράφηκα στο μπάσκετ, χωρίς να το γνωρίζουν. Κάπως έτσι, σιγά σιγά, με τράβηξε αυτό το άθλημα. Είναι ένα άθλημα που ενθουσιάζει οποιονδήποτε ασχολείται μαζί του. Είναι πάρα πολύ θεαματικό, πάρα πολύ συναρπαστικό. Ένα άθλημα, στο οποίο σε κλάσματα του δευτερολέπτου πρέπει να πάρεις αποφάσεις, στο οποίο πρέπει να χρησιμοποιήσεις το κορμί σου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να θέσεις εκτός μάχης τους αντιπάλους σου. Είναι ένα άθλημα στο οποίο χρειάζεται να κάνεις πολλά για να ανταποκριθείς στις ανάγκες και στις περιστάσεις της στιγμής, όπως λέμε. Το μπάσκετ έχει πάρα πολλές κρίσιμες και διαφορετικές μεταξύ τους στιγμές στη διάρκεια ενός αγώνα.

Ποια είναι η άποψή σας για το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο μονοπωλεί τα βλέμματα στη χώρα μας περισσότερο από το μπάσκετ;

Πάντα το ποδόσφαιρό ήταν πιο δημοφιλές, είναι ένα άθλημα που μάλλον αντιπροσωπεύει κι εκφράζει πάρα πολύ τον ελληνικό λαό. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι υστερούμε σε σχέση με το ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ευρώπη, ενώ στον αντίποδα οι ελληνικές μπασκετικές ομάδες έχουν πολλές φορές βρεθεί ανάμεσα στις κορυφαίες της Ευρώπης. Ο κόσμος όμως δεν έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με το μπάσκετ, όσο το έχει πράξει τουλάχιστον με το ποδόσφαιρο. Το ελληνικό μπάσκετ, με τόσες πολλές επιτυχίες σε ομαδικό και εθνικό επίπεδο, θα μπορούσε να είχε περισσότερο κόσμο αν υπήρχε μεγαλύτερη προσήλωση στις μικρές ηλικίες, ώστε να δημιουργηθεί σταδιακά ένα σταθερό φίλαθλο κοινό.

Σε περίπτωση κάποιας μελλοντικής πρότασης, θα προπονούσατε την εθνική ομάδα;

Πιστεύω ότι οποιοσδήποτε προπονητής θα ήθελε δυνητικά να πάει στην εθνική ομάδα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι είναι ντε και καλά διακαής πόθος οποιουδήποτε προπονητή να γίνει προπονητής της εθνικής ομάδας. Πιστεύω ότι οι Έλληνες προπονητές που έχουν θητεύσει στην εθνική ομάδα τα τελευταία χρόνια είναι πάρα πολύ καλοί προπονητές, ενώ και το τωρινό staff παλεύει για το καλύτερο της εθνικής.

Ποια είναι αλήθεια η άποψή σας για την πορεία της Εθνικής στο πρόσφατο παγκόσμιο πρωτάθλημα;

Πιστεύω ότι η εθνική ομάδα έδειξε μια πάρα πολύ καλή εικόνα συνολικά, αλλά στο πρώτο κρίσιμο παιχνίδι που έπαιξε κόντρα σε μία ομάδα που αποδείχτηκε στην πορεία πολύ δυνατή, δεν τα κατάφερε. Να ξέρετε ότι οι νοκ άουτ αγώνες σε αυτά τα τουρνουά είναι πολλές φορές και θέμα τύχης, με ποιόν δηλαδή θα βρεθείς στην διασταύρωση και σε ποιο σημείο. Πιστεύω ότι η ελληνική ομάδα έπαιξε αρκετά καλό μπάσκετ, μέχρι και πολύ καλό, μπορώ να πω. Ίσως θα μπορούσε να παίξει και καλύτερα αν ήταν πλήρης γιατί είχαμε αρκετές απουσίες, κάποιες μάλιστα εξ αυτών πολύ κρίσιμες και σημαντικές.

Πως νιώθετε που δουλεύετε σε ένα πρωτάθλημα, όπου τα σκήπτρα αλλάζουν χέρια ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες;

Σίγουρο δεν είναι και το καλύτερο για το ελληνικό πρωτάθλημα να κρατούν τα σκήπτρα του μόνο δύο ομάδες τα τελευταία χρόνια, χωρίς να μπορεί κάποια άλλη ομάδα, λόγω οικονομικών δυσχερειών, να τις ανταγωνιστεί. Θα ήταν πολύ καλύτερο και ανταγωνιστικότερο το πρωτάθλημα εάν υπήρχαν τουλάχιστον 5-6 ομάδες, οι οποίες να διεκδικούν την κορυφή ή έστω να έχουν τα απαραίτητα προσόντα ώστε να μπορέσουν κάπως να κοντράρουν αυτές τις δύο ομάδες. Αυτό είναι το ένα σκέλος. Από την άλλη πλευρά, ο προπονητής δεν έχει κατά νου μονάχα να είναι στον πάγκο κάποιας ομάδος που διεκδικεί τίτλους, αλλά να είναι σε μια ομάδα που να του δίνει την ευκαιρία να παραγάγει έργο, να βγάζει νέους παίκτες και να προσφέρει στο άθλημα, γιατί πάνω απ’ όλα κι όλους μας, είναι το άθλημα.

Πότε πιστεύετε ότι ο ΠΑΟΚ θα εξυγιανθεί οριστικά και θα είναι ανταγωνιστικός απέναντι στις δύο αυτές ομάδες;

Αυτό μπορούν να το ξέρουν αυτοί που διοικούν την ομάδα και διαχειρίζονται τα οικονομικά μεγέθη. Βέβαια, ο ΠΑΟΚ αυτή την περίοδο κι όλα αυτά τα τελευταία χρόνια κουβαλά βάρη από προηγούμενες χρονιές, κάτι που τον εμποδίζει να μεγαλώσει το budget του. Όταν θα φύγει αυτό το βάρος και εφόσον υπάρξει μια σταθερή ροή εσόδων είτε από τους φιλάθλους είτε από χορηγούς, τότε θα μπορέσει να φτιάξει μία τελείως διαφορετική ομάδα. Βέβαια, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός είναι πολύ μπροστά, αλλά κάποια στιγμή δεν θα είναι στην ίδια κατάσταση που είναι σήμερα.

Και γιατί ο ΠΑΟΚ είναι σε οικονομική δυσχέρεια;

Γιατί τα προηγούμενα χρόνια υπήρξαν ανοίγματα στον προϋπολογισμό του, κάτι που άφησε χρέη τόσο προς το δημόσιο όσο και προς διάφορους πιστωτές και σήμερα καλείται να πληρώσει όλα αυτά τα χρέη των προηγούμενων ετών σε βάθος χρόνου, μέσα από διακανονισμούς. Αυτό όμως δημιουργεί πρόβλημα γιατί τα χρήματα βγαίνουν από το budget της επόμενης ή της τρέχουσας χρονιάς, οπότε προσπαθούμε να φτιάξουμε μια ομάδα με πολύ μικρότερο budget απ’ αυτό που θα επιθυμούσαμε.

Πως αισθάνεστε που είστε θρύλος στην ιστορία του συλλόγου, όντας ο προπονητής με τις περισσότερες νίκες στην ιστορία όλων των αθλημάτων;

Δεν νομίζω πως είμαι θρύλος, κανείς δεν είναι θρύλος. Θρύλος είναι πάντα η ομάδα. Αν δεν υπήρχαν οι ομάδες, δεν θα υπήρχαν ούτε προπονητές, ούτε παίκτες, ακόμη και οι φίλαθλοι. Η ομάδα είναι αυτή που τους συσπειρώνει όλους και αυτήν την ομάδα πρέπει να υποστηρίζουμε όλοι. Τώρα, το ότι έχω περάσει τόσα χρόνια στην ομάδα αυτή είναι μια μεγάλη χαρά για μένα. Ο ΠΑΟΚ με έχει τιμήσει και μου έχει δώσει το δικαίωμα να κοουτσάρω την ομάδα του και να έχω τις περισσότερες συμμετοχές από οποιονδήποτε άλλον προπονητή σε αυτήν την ομάδα.

Ψηφιστήκατε προπονητής της χρονιάς, πώς σας έκανε να νιώσετε αυτή η τιμή;

Κοιτάξτε, όταν ασχολείσαι όλη σου τη ζωή με ένα άθλημα, το οποίο ξεκίνησες στην αρχή από χόμπι και αυτό μετά, σιγά σιγά, μετετράπη σε εργασία χωρίς όμως ποτέ να πάψει να σε εξιτάρει και κάποια στιγμή αναγνωρίζεται η προσπάθειά σου από το σύνολο του αθλητικού κόσμου, είναι μια μεγάλη τιμή. Είναι κάτι το συγκινητικό, γιατί αναλογίζεσαι πόσο δούλεψες όλα αυτά τα χρόνια και χαίρεσαι στην ιδέα ότι το μπάσκετ που παρουσίασε η ομάδα σου ήταν ο λόγος για αυτήν την τιμητική διάκριση. Η οποία διάκριση δεν αφορά μόνο τον προπονητή αλλά και όλους τους παράγοντες κι ακόμη περισσότερο τους παίκτες, οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτήν την ομάδα και την έφεραν σε αυτό το σημείο.

Πιστεύετε ότι τα εγγυημένα συμβόλαια στη Euroleague ήταν η απαρχή της πτώσης της δημοφιλίας του μπάσκετ σε όλη την Ευρώπη;

Ναι, νομίζω ότι αυτό ήταν μεγάλο λάθος γιατί με αυτόν τον τρόπο απώλεσαν τη δυναμική τους τα εθνικά πρωταθλήματα σε κάθε χώρα. Όταν ξέρουν δύο ή τρεις ομάδες ότι θα είναι βρέξει χιονίσει στη Euroleague, ο ανταγωνισμός ατονεί. Καθώς περνούν τα χρόνια, οι ομάδες αυτές έχουν περισσότερα εφόδια για να φτιάξουν καλύτερη ομάδα από τους αντιπάλους τους. Έτσι στο εκάστοτε εθνικό πρωτάθλημα, οι ανισότητες καταλήγουν να είναι πιο μεγάλες και αυτό να αποδυναμώνει την ισχύ του πρωταθλήματος. Αυτή η κατάσταση συνιστά ένα βασικό παράγοντα που εξηγεί τη μειωμένη προσέλευση του κόσμου τα τελευταία χρόνια γιατί δεν υπάρχει ο συναγωνισμός και το απρόοπτο.

Θεωρείτε ότι η κορυφαία στιγμή στην καριέρα σας ήταν το Korać Cup το 1994;

Ναι, γιατί ήταν κάτι το φοβερά ιδιαίτερο. Κάτι το οποίο σε στιγματίζει για την υπόλοιπή σου καριέρα.

Κάνοντας έναν απολογισμό της καριέρας σας ως τώρα πως την αξιολογείτε; Περιμένατε τέτοια αναγνώριση;

Όταν κάνεις αυτό το οποίο σε ευχαριστεί και το κάνεις με μεράκι και με μεγάλο πάθος, σίγουρα θα έρθουν και αποτελέσματα. Ο κόσμος εννοείται πως πάντα θέλει τα αποτελέσματα, αλλά εκτιμά και την προσπάθεια. Νομίζω πάντως ότι υπάρχει μια αλυσίδα μεταξύ κόσμου παικτών και προπονητή και αυτό το στοιχείο είναι νομίζω το πιο ευχάριστο και το πιο θετικό.

Ποια είναι τα σχέδια της ομάδας σας για το άμεσο μέλλον;

Πρωταρχικός στόχος είναι να μειώσει τα ελλείμματα, να πετύχει στο μέτρο του δυνατού μια οικονομική ανάκαμψη και από εκεί και πέρα, σίγουρα μπορεί να θέσει άλλους στόχους. Είναι μια μεγάλη ομάδα, έχει πλατύ κοινό και θα μπορούσε κάλλιστα να πρωταγωνιστεί στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά και στις διοργανώσεις της Ευρώπης. Πιστεύω ότι ο στόχος του ΠΑΟΚ πρέπει να είναι η διεκδίκηση τίτλων στην Ελλάδα αλλά και το πώς θα μπορέσει να φανεί ξανά στην Ευρώπη, για να διεκδικήσει τίτλους όπως παλιότερα.

 

Αφιέρωμα: Aureliano Buendia

Συνέντευξη: Aureliano Buendia, Eleni Mark

1
Μοιράσου το