Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 18 Φεβρουαρίου του 1974 (45χρονη λοιπόν) πανέμορφη Λιβανέζα Nadine Labaki, η οποία είναι και ηθοποιός και σεναριογράφος. Προηγήθηκαν οι ταινίες: "Caramel" ("Sukkar banat", 2007) και «Όταν θέλουν οι γυναίκες» ("Et maintenant on va où?/ Where Do We Go Now?/" 2011).
Ταινιοθήκη
Ένας πολύχρωμος αισθησιακός χορός, σαν ένα πουλί που στροβιλίζεται αρμονικά όχι στους ουρανούς, αλλά σε απόσταση εκατοστών από το έδαφος. Ένα προαιώνιο κάλεσμα για ζευγάρωμα, ένα τελετουργικό διαιώνισης. Ο άνθρωπος παλεύει με τον Χρόνο και θριαμβεύει χάνοντας, ιδίως όταν δεν αντιλαμβάνεται τον θάνατο ως ένα περιοριστικό φινάλε. Εκ πρώτης όψεως, βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά. Σε ένα άνυδρο κρατήρα που έχει στραγγίξει κάθε ίχνος ζωής ώς εκεί που φτάνει το μάτι. Σκόνη, ξεραϊλα, μια Γη χαρακωμένη κι αυλακωμένη. Το γοερό κλάμα του ανέμου η μόνη απόδειξη κίνησης. Αυτό που φαντάζει, όμως, στη δική μας κοσμοθεωρία ως η απόλυτη ερημιά, για τη φυλή των Γουάγιου, στη Βόρεια Κολομβία, είναι ο ομφαλός του κόσμου.
Με 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου, το enfant terrible του ελληνικού weird cinema φαίνεται να εγκαθιδρύει για τα καλά το σκηνοθετικό ονομά του στην παγκόσμια καλλιτεχνική κοινότητα, σε ένα ανοιχτό στο κοινό και την κριτική ταξίδι ενηλικίωσης, από τις άδειες αίθουσες του Ολύμπιον στα μισά της Κινέττας το μακρινό 2005, στις κατάμεστες αίθουσες του Φεστιβάλ Βενετίας το 2018, όπου ο Γιώργος Λάνθιμος και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίες καταχειροκροτήθηκαν για την «Ευνοούμενη».
Άγρια αχλαδιά, άγριο και συναρπαστικό σινεμά από τον Nuri Bilge Ceylan («Κάποτε στην Ανατόλια» 2011, «Χειμερία Νάρκη» 2014), τον δεξιοτέχνη του τουρκικού νεορεαλισμού και καλλιτεχνικό επίγονο του –επίσης βραβευμένου στις Κάννες- Yılmaz Güney («Ο Δρόμος» 1982, «Η Ελπίδα» 1970), που έφερε μια νέα πνοή στο νέο τουρκικό αφηγηματικό σινεμά.
Η ταινία «Η Ντιλιλί στο Παρίσι» (Dilili à Paris) είναι η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Michel Ocelot, μετά τις εξής: «Ο Κιρικού και η μάγισσα» ("Kirikou et la sorcière", 1998 – μαζί με τον Raymond Burlet), «Πρίγκιπες και πριγκίπισσες» ("Princes et princesses", 2000), «Ο Κιρικού και τα άγρια θηρία» ("Kirikou et les bêtes sauvages", 2005 – μαζί με την Bénédicte Galup), «Ιστορίες της νύχτας» ("Les contes de la nuit", 2011), «Ο Κιρικού και οι άνδρες και οι γυναίκες» ("Kirikou et les hommes et les femmes", 2012) και "Ivan Tsarévitch et la princesse changeante" (2016).
Στην ανδροκρατούμενη Βρετανία του 16ου αιώνα, ήταν η διαμάχη μεταξύ δύο γυναικών που καθόρισε της τύχες των λαών. Από τη μία μεριά η προτεστάντισσα Ελισάβετ η Α’, Βασίλισσα των Άγγλων, περιέργως μακροημερεύσασα για την εποχή και απολύτως εμβληματική φιγούρα της αγγλικής ιστορίας. Από την άλλη, η συγγενής της καθολική Μαρία της Σκωτίας, φέρουσα το βαρύ επώνυμο «Στιούαρτ» και νόμιμη κληρονόμος του θρόνου τόσο της Αγγλίας όσο και της Σκωτίας. Τα έργα και της ημέρες της τελευταίας επισκέπτεται η Josie Rourke στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο, ενώ το σενάριο υπογράφει ο υπηρέτης της δραματοποιημένης πολιτικής ίντριγκας Beau Willimon των "House of Cards" και "The Ides Of March".
Το “Glass” αποτελεί μία συνάντηση, μία συνένωση χαρακτήρων που είχαμε γνωρίσει σε δύο προηγούμενες ταινίες του M. Night Shyamalan (“Unbreakable”, 2000 και “Split”, 2016). Ο σκηνοθέτης κατασκευάζει το δικό του πολυεπίπεδο και αντισυμβατικό σύμπαν (αντι)ηρώων, στο οποίο ενσωματώνει τους David Dunn (Bruce Willis), Kevin Wendell Crumb (James McAvoy) και Elijah Price (Samuel L. Jackson), με σκοπό να γράψει τον πολυαναμενόμενο επίλογο μιας τριλογίας.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (που προφέρεται κανονικά Φαν Χοχ), το 1888, βρισκόταν ήδη σε ένα βαθύ ψυχολογικό τέλμα, ασφυκτιώντας μετά από 2 χρόνια παραμονής στο πολύβουο Παρίσι, με τον κανιβαλιστικό καλλιτεχνικό ανταγωνισμό και τις μηδαμινές διεξόδους για πλήρη απομόνωση. Το Παρίσι, για τον μεγάλο ζωγράφο -που ήδη προσπαθούσε να ενσωματώσει, μέσα από το δικό του πρίσμα, τις διδαχές των Ιμπρεσιονιστών στον καμβά του- «δεν διέθετε το κατάλληλο φως», το φως που θα διέλυε τα δαιδαλώδη σκοτάδια που φώλιαζαν στο μυαλό του.
«Πέρασαν χρόνια και κατάλαβα τι φταίει, που όλοι δειλιάζουμε μπροστά στην ομορφιά» γράφει σ’ ένα από τα πιο θαυμαστά κομμάτια της δισκογραφίας του ο Γιάννης Αγγελάκας. Και το εμβληματικό κινηματογραφικό κομψοτέχνημα που συνέθεσε ο ευφυής Κορεάτης Chang-dong Lee και για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα, αποτελεί την καλύτερη δυνατή οπτικοποίηση του ανθρωπιστικού βάθους μιας τέτοιας διατύπωσης. Προερχόμενη στην πραγματικότητα από ένα ολιγόλογο διήγημα του Ιάπωνα θρύλου (σύγχρονου hype) Χαρούκι Μουρακάμι, η εν λόγω φεστιβαλικών προδιαγραφών ταινία έρχεται ύστερα από μια οχτάχρονη απουσία του δημιουργού και κλέβει την παράσταση αυτών των ημερών έχοντας ήδη συναρπάσει κοινό και κριτικούς στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών.
Τo "Der Hauptmann" (ε.τ. «Η Στολή του Λοχαγού») χρησιμοποιεί δομή (κατάμαυρης) φάρσας παρεξηγήσεων (με αφορμή μια πλαστοπροσωπία) και ύφος …"Kill Bill", για να αφηγηθεί μια (εφιαλτικά) απάνθρωπη ιστορία. Υπερβολικά σκοτεινό για να γελάσεις, υπερβολικά γκροτέσκο για να το πάρεις (εκ προοιμίου) σοβαρά. Το ότι βασίζεται σε πραγματικό γεγονός (απίστευτο κι όμως αληθινό, που λένε) απλά ενισχύει – με τον πιο άβολο τρόπο – τον παραλογισμό του. Σάμπως όμως και η εποχή στην οποία αναφέρεται δεν υπήρξε περίοδος γνήσιας παραφροσύνης; Απρίλιος ’45, μερικοί μήνες χωρίζουν την ανθρωπότητα απ’ το τέλος του πιο αδυσώπητου πολέμου, όταν οι (ψυχικά και σωματικά) αποκαμωμένοι Γερμανοί στρατιώτες εγκαταλείπουν κατά κύματα ένα μέτωπο που καταρρέει.

