Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Δευτέρα πρωί

feature_img__deutera-proi
Δευτέρα πρωί, μόλις έχω φτάσει στη δουλειά. Βρέχει. Κάνει κρύο, πολύ κρύο. Δεν προλαβαίνω να ανοίξω τον υπολογιστή, και χτυπάει το κουδούνι. Μέχρι να πατήσω το κουμπί ν’ ανοίξει η πόρτα, έχει χτυπήσει άλλες δύο φορές. Τροχαίο, σκέφτηκα. Μια κοπέλα μπαίνει αναστατωμένη, μ’ ένα κουτάβι στην αγκαλιά. «Πετάχτηκε ξαφνικά» μουρμουράει, το βλέμμα της χαμένο. Το αφήνει διστακτικά στα χέρια μου.

Πηγαίνουμε στο εξεταστήριο. Εγώ μπροστά, εκείνη ακολουθεί. Το κουτάβι είναι χτυπημένο στο μουσούδι, αιμορραγεί απ’ τη μύτη και δεν μπορεί να κουνήσει το πίσω πόδι. Μοιάζει με σπασμένη κούκλα. Όσο το εξετάζω τόσο η κοπέλα δείχνει να πονάει η ίδια περισσότερο απ’ αυτό. Το κουτάβι υποφέρει στωικά. Εκείνη όλο δαγκώνει τα χείλη της.

«Θα ζήσει;»

«Δεν μπορώ να ξέρω. Χρειάζονται περισσότερες εξετάσεις. Έπειτα θα έχουμε καλύτερη εικόνα. Προς το παρόν, φαίνεται να πονάει. Έχει σπάσει το σαγόνι και τη λεκάνη του, όμως δεν φαίνεται να διατρέχει άμεσο κίνδυνο. Είναι απαραίτητα τουλάχιστον μία ακτινογραφία και εξετάσεις αίματος».

«Να ρωτήσω κάτι; Θ’ αργήσουμε;»

Η γνωστή ερώτηση… Όλοι θέλουν να πάνε κάπου και, στο μεταξύ, να έχει γίνει το ζώο τους καλά.

«Οι εξετάσεις χρειάζονται τουλάχιστον ένα μισάωρο, και σίγουρα δεν μπορείτε να το πάρετε μαζί σας σήμερα. Θα χρειαστεί μια μέρα νοσηλείας».

Με την άκρη του ματιού της κοιτάζει συνέχεια το ρολόι.

«Αν βιάζεστε πολύ, μπορείτε να το αφήσετε εδώ, και να μιλήσουμε αργότερα. Να κρατήσω μόνο τα στοιχεία σας».

«Ναι, θα με βόλευε», μου λέει, και ακούγεται το τηλέφωνο της. Κοιτάει με τρόμο την οθόνη σαν να γράφει κάτι κακό.

«Καλημέρα κ. Τάσο», λέει όσο πιο χαρούμενα μπορεί. «Ναι, ναι, ξεμπέρδεψα με το κουτάβι, στο δρόμο είμαι, ε, ε, έχει κίν…», μένει να κοιτάει το τηλέφωνο βουβή.

«Το αφεντικό μου ήταν», απολογείται. Μου έδωσε τα στοιχεία της βιαστικά. «Τι να έκανα;» μονολογεί, «να το άφηνα; Δεν γίνεται. Ορίστε, μια προκαταβολή». Μου αφήνει όπως όπως τα χρήματα και φεύγει αλαφιασμένη.

Οι εξετάσεις έδειξαν αυτό που φοβόμουν: κάταγμα μηριαίου πέρα από το σπάσιμο στο σαγόνι. Βάζω το κουτάβι στον όρο και τοποθετώ στο πόδι του έναν πρόχειρο νάρθηκα. Προσπαθώ να πάρω τηλέφωνο την κοπέλα για τη διάγνωση, αλλά δεν απαντά. Κλασική περίπτωση, σκέφτηκα, το έφερε και το παράτησε και δεν πρόκειται να ξανάρθει. Άλλη μια φορά που μας ξεμένει ζώο άρρωστο. Επειδή όμως η κατάστασή του είναι σταθερή, το χειρουργείο στο πόδι του μπορεί να περιμένει λίγες μέρες. Ίσως και να εμφανιστεί μέχρι τότε.

Χτυπάει το κουδούνι ξανά. Είναι ο κ. Μανώλης. Έχει στην αγκαλιά του ένα σιχ τσου. Το ύφος του είναι, ως συνήθως, εκείνο της καταστροφής.

«Γεια σααααας…»

Τραβάει πάντα όλα τα φωνήεντα, παρατείνοντας τον χρόνο καθώς περιμένεις ν’ ακούσεις από τι βασανίζεται πάλι το σκυλί του. Κρατούσε το ζώο στο παχύ χέρι του σαν αξεσουάρ.

«Να σας ρωτήηηησω κάααατι;»

«Τι έγινε πάλι;»

«Ε, ναααα, άλλαξααα την τροφή χτέεεεεεεες, και από χτέεεες ο σκύλος δεν θέλει να φάαααει. Λέτε να μην του αρέσει η τροφήηηηηηη;»

«Δοκίμασες να του δώσεις κάνα ζαμπονάκι να δεις τι θα γίνει; Διάθεση γενικά έχει;»

«Ναι, διάθεση έχειιιιιιι. Δεν σκέφτηκα το ζαμπονάκι. Ευχαριστώωω, θα το δοκιμάαασω».

Όπως ήρθε ο κ. Μανώλης έτσι έφυγε. Έχει πλέον βραδιάσει. Ο αέρας είναι ακόμη πιο δυνατός. Το κρύο χειρότερο. Το επόμενο περιστατικό είναι σοβαρό. Ένα σκυλί που έχει φάει φόλα. Δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα, για την ακρίβεια. Έχει σπασμούς, σάλια, διάρροια, είναι μεγαλόσωμο. Δύσκολο να το κουμαντάρω για να του βάλω φλεβοκαθετήρα. Ο ιδιοκτήτης, όμως, ψύχραιμος και συνεργάσιμος. Λίγη ώρα μετά τα κατάλληλα φάρμακα, ο σκύλος φαίνεται να έχει διαφύγει τον κίνδυνο. Ο ιδιοκτήτης φεύγει ανακουφισμένος και ταυτόχρονα τσατισμένος.

Η πρωινή κοπέλα δεν εμφανίστηκε την υπόλοιπη μέρα. Το κουτάβι σταμάτησε να γκρινιάζει, παρότι δεν μπορούσε να φάει. Δείχνει τρομαγμένο, αλλά κατά κάποιο τρόπο και ανακουφισμένο. Είναι ένα σεττεράκι. Κάποιος θα το πέταξε στον δρόμο, επειδή έχει κροτοφοβία. Εκπέμπει αυτή τη γνωστή αξιαγάπητη χαζομάρα που έχουν τα σέττερ, ούτε τριών μηνών ύπαρξη. Τελικά, λίγο πριν το κλείσιμο, έρχεται η κοπέλα.

«Πώς είναι;» ρωτάει, έτοιμη να βουρκώσει. Νομίζω ότι θέλει να βάλει τα κλάματα, ακόμη κι αν δεν με ρωτάει τίποτα.

«Θα χρειαστεί χειρουργείο στο πόδι» λέω, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. «Το σαγόνι θέλει μια μικροεπέμβαση για να μείνει στη θέση του. Κατά τ’ άλλα είναι καλά, δεν έχει κάτι που να απειλεί τη ζωή του».

«Ωραία!» Για μια μικρή στιγμή δείχνει να χαίρεται, αλλά αμέσως μετά ξεσπάει σε λυγμούς.

«Πόσο θα κοστίσουν όλα αυτά;»

Της λέω το ποσό, και το κλάμα της συνεχίζεται.

«Και αν το πάρω τώρα, τι θα γίνει;»

«Δεν μπορεί να μείνει έτσι» εξηγώ, «δεν θα μπορεί ούτε να φάει ούτε να περπατήσει, ακόμα και να θέλετε να το αφήσετε εκεί που το βρήκατε. Φυσικά και μπορείτε να το πάτε σε κάποιον άλλο συνάδελφο αν επιθυμείτε, άλλα αυτά πρέπει να γίνουν».

«Μπορώ να σας πληρώσω και να πάρω το κουτάβι;» 

Της δίνω το κουτάβι με τον νάρθηκα, και με πληρώνει χωρίς πολλά πολλά. Καταβάλλει προσπάθεια να μην κλάψει. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα, σκεπάζει το κουτάβι με την κουβέρτα του, προσέχοντας να μην το κουνήσει και πονέσει. Το κρατάει στοργικά στην αγκαλιά της.

«Ξέρετε», μου λέει, «δεν είναι ότι δεν θέλω να το αφήσω. Όμως σήμερα απολύθηκα, γιατί άργησα να πάω στη δουλειά».

Την κοιτάζω για λίγο χωρίς να μπορώ να πω κάτι. Αλήθεια, έτσι εύκολα χάνει ο κόσμος τη δουλειά του;

«Ε, τότε, αφήστε το εδώ και σήμερα. Αύριο, βλέπουμε τι θα κάνουμε».

Δεν σκέφτηκα κάτι καλύτερο. Με ευχαρίστησε κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι. Πήρα το κουτάβι αγκαλιά και το πήγα πάλι στο κλουβί του να κοιμηθεί. Έξω μαίνεται καταιγίδα. Έκλεισα το κτηνιατρείο κι έφυγα.

1
Μοιράσου το