Three Days, του Šarūnas Bartas
Στο βιβλίο του «Walden», ο Henry David Thoreau, θέλοντας να δώσει έμφαση στην απλότητα μέσω της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί τη ζεστασία μιας εσωτερικής πληρότητας, αναφέρει: «Στο σπίτι μου είχα τρεις καρέκλες: μια για τη μοναξία, δύο για τη φιλία, τρεις για τη συντροφία.» Ωστόσο, ακόμη και αυτός ο ασκητικός σχεδόν τρόπος ύπαρξης και αλληλεπίδρασης με τον κόσμο φαίνεται εντελώς απρόσιτος στους χαρακτήρες της ταινίας του Šarūnas Bartas με τίτλο «Τρεις ημέρες».
Γυρισμένη το 1991, ένα μόλις χρόνο μετά την ανεξαρτητοποίηση της Λιθουανίας από τη Σοβιετική Ένωση και σχεδόν ταυτόχρονα με τη διάλυση της τελευταίας, η ιστορία – που πρόκειται περισσότερο για καταγραφή συναισθημάτων και εσωτερικών καταστάσεων παρά για αλληλουχία συγκεκριμένων γεγονότων- διαδραματίζεται στο Καλίνινγκραντ, όπου δύο νεαροί Λιθουανοί, έχοντας εγκαταλέιψει την εξοχή, γνωρίζουν δύο κοπέλες ρωσικής καταγωγής, και οι τέσσερίς τους ξεκινούν μια αγωνιώδη προσπάθεια να ξαναβρούν το ανθρώπινο ον μέσα τους. Δεν φαίνεται να ψάχνουν ούτε τη φιλία ούτε τον έρωτα με τη συμβατική έννοια. Αυτό που αναζητούν είναι η εύρεση του ίδιου τους του εαυτού μέσω της ανθρώπινης επαφής, μια επιβεβαίωση, ίσως, πως είναι ζωντανοί. Δεν γνωρίζουμε και ούτε μαθαίνουμε τίποτα, κατά τη διάρκεια της ταινίας, για το παρελθόν των τεσσάρων αυτών μορφών που κινούνται στην οθόνη. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί οι μυστήριοι και ξένοι, τόσο ο ένας για τον άλλον όσο και για το θεατή, άνθρωποι. Ξέρουμε όμως πολύ καλά τι είναι.
Η ερειπωμένη πόλη, τα άγρια χτυπήματα των κυμάτων στο λιμάνι, οι κουρασμένοι από τη ζωή άνθρωποι που περισσότερο θυμίζουν φαντάσματα, και τα περιφερόμενα παιδιά με το ήδη ζαρωμένο πρόσωπο, είναι αρκετά για να μας δείξουν πως αυτοί οι τέσσερις νέοι δεν είναι παρά τα προσωποποιημένα σύμβολα ενός κόσμου, που έχει πλέον καταρρεύσει, έχοντας συμπαρασύρει στην πτώση του τα όνειρα και τις ελπίδες εκατομμυρίων ατόμων που με τα κατατσακισμένα τους κορμιά, τον στήριζαν στους ώμους τους. Οι χαρακτήρες του Šarūnas Bartas, θύματα ενός τεχνητού διαχωρισμού του κόσμου σε δυο στρατόπεδα, δεν ξέρουν πως να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξή τους στα απομεινάρια μιας ζωής που δεν στερείτο καταπίεσης, αδικίας και σκληρότητας αλλά και ενός διαφορετικού πλέον μέλλοντος που όμως δεν φαίνεται να υπόσχεται πολλά. Δυστυχώς, η απόρριψη μιας μορφής καταπίεσης δεν συνεπάγεται πάντα τη διαδοχή της από μια νεογέννητη αγνή ελευθερία.
Το στοιχείο του διαλόγου στο έργο είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Οι περίεργες και αδέξιες κινήσεις, οι αλλόκοτες συναισθηματικές εξάρσεις των χαρακτήρων και τα μεγάλα, γεμάτα διαψευσμένες προσδοκίες, μάτια της Yekaterina Golubeva αρκούν, προκειμένου να μας μεταδώσουν το απελπισμένο εσωτερικό κυνήγι για ανθρωπιά. Κάποια στιγμή στην ταινία, ένας ηλικιωμένος άντρας υποστηρίζει πως μετά το αναπόφευκτο τέλος της ζωής, ακολουθεί το φώς και αμέσως μετά ακούγεται η φράση «H ψυχή τιμωρεί τον εαυτό της. Όχι ο Θεός, μα η ίδια η ψυχή…». Και πράγματι, μετά από την τιμωρία, δεν έρχεται η λύτρωση, όπως μπορεί να έχουμε συνηθίσει σε άλλες περιπτώσεις, αλλά η κάθαρση που ίσως είναι και η μόνη που έχει πραγματικά σημασία. Τα πυκνά δάκρυα που κυλούν, τη στγμή που δύο από τους χαρακτήρες αγκαλιάζονται, εξαγνίζουν τους πάντες και τα πάντα. Τα δάκρυα αυτά είναι πολύτιμα. Ευτυχώς που κύλησαν. Παρότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στις αντικειμενικές εξωτερικές συνθήκες, οι σταγόνες αυτές αποδεικνύουν πως η αποξένωση δεν έχει οδηγήσει ακόμη στην αποκτήνωση. Μόνο όσο οι άνθρωποι είναι ικανοί να αισθάνονται παραμένουν άνθρωποι. Η θλίψη είναι πάντα καλύτερη από το κενό. Εφόσον οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες καταφέρνουν να παραμείνουν ζωντανοί οργανισμοί, τολμώ να πω πως ίσως να υπάρχει ελπίδα και για εμάς.
Τριάντα δύο χρόνια μετά, αυτές οι «Τρεις ημέρες» θα μπορούσαν να ανήκαν στον καθένα μας, σε μια εποχή όπου οι όροι «δύση» και «ανατολή», αντί για προσδιορισμούς που γιορτάζουν την ομορφία της ακόρεστης ποικιλίας και του πλούτο των ανθρώπινων μορφών και τρόπων έκφρασης, συνεχίζουν να αποτελούν όρους διαχωρισμού σε κατηγορίες-φυλακές και συμβάσεις που μας εμποδίζουν να κάνουμε αυτό ακριβώς που καταφέρνουν τελικά τα πρόσωπα του έργου. Να αγκαλιαστούμε και να κλάψουμε μαζί, είτε από χαρά είτε από θλίψη, αυτό δεν έχει σημασία. Ο τίτλος της ταινίας μπορεί να κάνει λόγο για «Τρεις ημέρες», η διάρκεια όμως των στοχαστικών πλάνων του Šarūnas Bartas, ενώ κάνει την παρουσία του χρόνου απόλυτα αισθητή και αναδεικνύει την αναπόδραστη για τον άνθρωπο φύση του, καθιστά το έργο άχρονο, αιώνιο και έτσι σύγχρονο. Στις ρεαλιστικές εικόνες της διαδοχής των εποχών που μας χαρίζει ο σκηνοθέτης, ενυπάρχει η εγγενής ποιητικότητα της φύσης, καθώς και η πολύτιμη υπενθύμιση πως ακόμη και όταν είναι καλυμμένη από το χιόνι του παγερού χειμώνα, αποτελεί σπίτι πάντοτε πιο ζεστό και πιο φιλόξενο από οποιαδήποτε πόλη προδομένων ονείρων.
Three Days, του Šarūnas Bartas
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: ’76