Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The French Dispatch, του Wes Anderson

feature_img__the-french-dispatch-tou-wes-anderson
Το σύμπαν του Wes Anderson, τόσο ως αισθητική όσο και ως ιδιοσυγκρασία, είναι αναγνωρίσιμο από μακρινούς γαλαξίες. Ένας κόσμος φτιαγμένος από ντελικάτες συμμετρίες, γεωμετρικά κεντραρίσματα, παστέλ αποχρώσεις, οικογενειακές πληγές, απορυθμισμένο χιούμορ. Πάνω απ’ όλα ένας κόσμος που κατοικείται από ήρωες που ψάχνουν την αγάπη δίχως να το φωνάζουν, που στέκονται αμήχανοι μπροστά στο θαύμα της επαφής, που επιζητούν με μανία μια παιδικότητα εξ ορισμού ανέφικτη. Διότι αυτό που λαχταρούν κατά βάση οι ήρωες του Wes είναι να ανακαλύψουν μια συναισθηματική ουτοπία, όπου το παιδικό γούρλωμα και η ενήλικη μελαγχολία μπορούν να συνυπάρξουν. Το πρώτο σκίρτημα της νοσταλγίας σκοτώνει μια για πάντα την παιδικότητα και ο Wes ξορκίζει ξανά και ξανά το ίδιο τραύμα, επινοώντας μια συνθήκη που συνδυάζει τον ενθουσιασμό με τη συγκράτηση.

Παρόλα αυτά, οι έννοιες και οι θεματικές που διατρέχουν το έργο του Wes δεν είναι στατικές. Αντιθέτως, εξελίσσονται ταινία με την ταινία, εμπλουτίζονται, γίνονται πιο πολύπλοκες, πιο διεισδυτικές. Ήδη από το “The Grand Budapest Hotel”, η παιδικότητα που αναζητεί ο Wes δεν εξαντλείται στο προσωπικό, αλλά εξυψώνεται στο πανανθρώπινο: ένα ταξίδι που επαναδιατυπώνει τις αξίες και τις αρετές που αξίζει να κληροδοτηθούν στην επόμενη γενιά. Και στο τεφτέρι του Wes, η ευγένεια, η καλλιέργεια, οι ραφινάτοι τρόποι είναι τα πλούτη για τα οποία αξίζει κανείς να παλέψει και να θυσιαστεί.

Στο “The French Dispatch”, ο Wes έχει πλέον βρει για τα καλά τη δική του προσωπική πατρίδα, αποτυπώνοντας μια ενηλικίωση κατασταλαγμένη, γεμάτη αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Κατά πάσα πιθανότητα, η δέκατη ταινία της καριέρας του είναι η λιγότερο προσιτή για το κοινό. Αυτό όμως δεν αναιρεί πως πρόκειται για την πιο σύνθετη, πιο τολμηρή, πιο εσωτερική, πιο «δύσκολη» ταινία που έχει γυρίσει μέχρι σήμερα. Ξέχειλη από αναφορές που ανατρέχουν στα άπαντα του γαλλικού σινεμά, αλλά και σε ιστορικά γεγονότα που συντάραξαν τον κόσμο. Με καταιγιστικό ρυθμό σε διαλόγους και πληροφορίες, με απολαυστικό χιούμορ, που είναι όμως αποφασισμένο να παραμείνει υποδόριο και να μην γίνει ποτέ προφανές. Με μηνύματα σε διπλωμένα χαρτάκια, κρυμμένα σε φόδρες και τακούνια, που περιμένουν υπομονετικά πότε θα τα ξετρυπώσεις.

Η πλοκή εκτυλίσσεται στην επινοημένη πολη Ennui-sur-Blasé, η οποία παραπέμπει ευθέως στο Παρίσι, και έχει στο επίκεντρό της το τελευταίο άρθρο του -επίσης επινοημένου- περιοδικού “The French Dispatch”, το οποίο παραπέμπει -εξίσου ευθέως- στο θρυλικό περιοδικό New Yorker. (Μικρή παρένθεση: το όνομα της πόλης είναι εμφανώς περιπαικτικό. Η λέξη “Ennui” μεταφράζεται ως ανία ή πλήξη, ενώ το “Blasé” αναφέρεται στη γνωστή μας μπλαζέ απάθεια). Ευθύς εξαρχής, λοιπόν, έχουμε τους δύο βασικούς φόρους τιμής που αποτίνει η ταινία. Αρχικά, στις χίλιες και μία όψεις της γοητείας που συνοδεύουν το Παρίσι και συνολικά τη γαλλική κουλτούρα, σε ένα ραβασάκι στο οποίο συμπλέουν η υποδόρια ειρωνεία και ο ειλικρινής θαυμασμός. Έπειτα, στην old school δημοσιογραφία, όχι ακριβώς ως ύμνος στην ιερότητα της ελευθεροτυπίας (αυτή και αν είναι ντεμοντέ, στην εποχή μας), αλλά ως έκφραση δέους για μια νοοτροπία και ένα modus operandi που έχει πλέον εκλείψει σε κάθε κρίκο της αλυσίδας (διευθυντές, δημοσιογράφους, αναγνωστικό κοινό).

Ξεκινώντας αρχικά ως το πέρα για πέρα παράταιρο παράρτημα μιας επαρχιακής εφημερίδας του Κάνσας (αλλά και ως καπρίτσιο ενός μποέμ νεαρού Αμερικανού προκειμένου να ξεφύγει από την οικογενειακή μέγγενη) το “French Dispatch” κατέληξε να γίνει συνώνυμο της δημιουργικής έκφρασης και της κοσμοπολίτικης αύρας, χάρη στον απαράβατο κώδικα αξιών που τηρούσε ο ιδρυτής του. Πένες ασυμβίβαστες και ταλαντούχες, προσωπικότητες πληθωρικές και ανυποχώρητες, ένας διευθυντής που δεν υπέκυπτε ποτέ στους πειρασμούς της λογοκρισίας και της έκπτωσης, αλλά και μια εποχή τόσο ζουμερή από γεγονότα, τόσο ξέχειλη από πάθος, τόσο πρόθυμη να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις της ιστορίας και του χρόνου.

Ίσως, λοιπόν, να υπήρξε κάποτε μια εποχή, όπου τα ταξιδιωτικά ημερολόγια απευθύνονταν σε ταξιδιώτες και όχι καταναλωτές τουρισμού. Όπου τα αφιερώματα σε καλλιτέχνες μετατρέπονταν σε αλληγορίες για την ίδια τη ζωή. Όπου τα ρεπορτάζ στην πρώτη γραμμή των γεγονότων κουβαλούσαν μέσα τους την οδύνη, την εμπλοκή και το πάθος του αληθινού βιώματος. Όπου ακόμη κι ένας οδηγός γαστρονομίας μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αστυνομικό νουάρ, με πολιτικές και κοινωνικές αιχμές. Ο Wes μπλέκει το πολυτονικό ασπρόμαυρο, την εκρηκτική πολυχρωμία και το ευφάνταστο animation, παιχνιδίζει με τα μεγέθη του κινηματογραφικού κάδρου, αφήνεται ολόψυχα σε ένα καταιγιστικό voice over που δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις ούτε λεπτό, μα πάνω απ’ όλα, βρίσκει τον τρόπο και τον χρόνο να υπαινιχθεί τα πάντα, χωρίς να μιλήσει ευθαρσώς για τίποτα.

Η τέχνη, ως μια δύναμη ανεξήγητη και αρχέγονη, που φωλιάζει στα πιο ανύποπτα σκοτάδια και στις πιο ανεξήγητες συνθήκες. Η τέχνη που γίνεται αντικείμενο συναλλαγής και εκπόρνευσης, που μισεί και λατρεύει τους μαικήνες της, που μας ανασταίνει από όλους τους μικρούς θανάτους που βιώνουμε μέρα με τη μέρα. Η ρήξη που πάει χεράκι χεράκι με τη νιότη, που είναι καταδικασμένη σε μια αταίριαστη φωτογένεια, που δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από τη δίψα για μια βαθύτερη αλήθεια, πέρα από τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Και μέσα σε όλα αυτά, φυσικά, ο έρωτας. Που ξεσπά χωρίς προειδοποίηση και δεν υπόκειται σε κανόνες. Που άλλοτε πλημμυρίζει τον καμβά και τους τοίχους, άλλοτε κρύβεται σε μια μικρή υποσημείωση, στο περιθώριο των σελίδων μιας ολόκληρης ζωής.

Ποιο είναι, όμως, το τελικό απόσταγμα του “The French Dispatch”; Έχουμε να κάνουμε μια ερωτική επιστολή, με ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα ή έναν επικήδειο λόγο; Το στερνό τεύχος του περιοδικού ισοδυναμεί άραγε με ομολογία ήττας για μια κοσμοθεωρία (και για έναν κινηματογράφο, αν θέλετε να το επεκτείνουμε) που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί; Σε καμία μα καμία περίπτωση, είναι η απάντηση. Και ξάφνου, η δρακόντεια εντολή “no crying”, που απηύθυνε συνεχώς στους υπαλλήλους του ο διευθυντής του περιοδικού (και η οποία επανέρχεται πολλές φορές στην ταινία) αποκτά το αληθινό της περιεχόμενο.

Σε αυτό τον κόσμο, απαγορεύονται τα δάκρυα όχι επειδή δεν υπάρχει συναίσθημα, αλλά επειδή πρέπει να συνεχίσουν άπαντες τον τίμιο αγώνα, χωρίς να μεμψιμοιρούν για τις απώλειες ή τις αλλαγές. Σε ένα φινάλε που γίνεται συγκινητικό με τον πιο λιτό και αβίαστο τρόπο, η φλόγα μένει ζωντανή για το μέλλον, την ίδια στιγμή που το ένδοξο παρελθόν παρελαύνει στους τίτλους τέλους. Τα πάντα έχουν συνέχεια, τα πάντα μπορούν να φυτρώσουν ξανά, αρκεί να το πιστέψουμε και να το κυνηγήσουμε με πάθος, μοιάζει να μας λέει ο Wes. Κι εμείς, τουλάχιστον, δεν πρόκειται να του πάμε κόντρα.

The French Dispatch, του Wes Anderson
Διάρκεια: 103'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το