Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Τα χρόνια, της Annie Ernaux

cover-ta-xronia-tis-annie-ernaux

Σκόνη στον άνεμο

Διαβάζοντας το εξαιρετικό αυτό βιβλίο της Annie Ernaux νιώθεις σαν να ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, ασπρόμαυρες και ελαφρώς θολές στην αρχή μα που κατόπιν αποκτούν χρώμα, σαν τις αυτόματες πολαρόιντ των 70s που απαθανάτιζαν τα ενσταντανέ των σχολικών εκδρομών, μέχρι τις ψηφιακές με την υψηλή ανάλυση και τα ολοζώντανα χρώματα. Ένα φωτογραφικό άλμπουμ που διανθίζεται από περιγραφές, σχόλια, αναφορές σε βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες, προσωπικές αναμνήσεις, σκέψεις και ιδέες, διαψεύσεις ονείρων και προσδοκιών, φαντασιώσεις, απομυθοποιήσεις, με τρόπο ωστόσο που το προσωπικό βίωμα «χάνεται μέσα σε μια απροσδιόριστη ολότητα» και γίνεται συλλογικό: Κάθε βιωμένη εποχή αποτυπώνεται μέσα από ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές συμπεριφορές, όχι σαν αντίκτυπος των εποχών πάνω στη ζωή της αφηγήτριας, όχι σαν μυθιστορηματική μυθοπλασία του είδους στο οποίο εντάσσονται τα βιβλία του Eduard Louis αλλά μέσα από ένα υβριδικό αφηγηματικό είδος που η ίδια η συγγραφέας ονομάζει απρόσωπη αυτοβιογραφία (autobiographie impersonnelle). Οι πληροφορίες που προσλαμβάνει για τα γεγονότα στον κόσμο διαθλώνται μέσα της σε αισθήσεις, συναισθήματα και εικόνες.

Θαρρείς κι ένα βιβλίο γράφεται από μόνο του πίσω της κι αυτή το μόνο που έχει να κάνει είναι να ζει.

Τη θέση του πρώτου προσώπου παίρνει το τρίτο, είτε σε ενικό αριθμό, (αυτή) είτε σε πρώτο πληθυντικό, ένα συμπεριληπτικό εμείς που μετατρέπει την προσωπική σε συλλογική μνήμη, συμπαρασύροντας τον αναγνώστη στην αφήγηση η οποία ξεκινάει από το 1940, ημέρα γέννησης της Ernaux και φτάνει ως το 2008 οπότε και εκδίδεται το βιβλίο της, καλύπτοντας έτσι τον μισό 20ο αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου. Όπως αναφέρει, ωστόσο, στο επίμετρο ο Ν.Μπακουνάκης, «Τα Χρόνια» δεν είναι ένα κοινωνιολογικό δοκίμιο αλλά καθαρή, απολαυστική λογοτεχνία, χωρίς βιβλιογραφία και παραπομπές. Είναι η σύνοψη μιας ζωής, η ανάγνωση της οποίας μας ταξιδεύει στο χρόνο και τη νεότερη ιστορία της Ευρώπης, αφήνοντας στο τέλος την αίσθηση που η 82χρονη σήμερα συγγραφέας παραδέχεται πως φιλοδοξούσε να αφήσει μ’ αυτό το βιβλίο, πριν ακόμα το γράψει: Την ίδια που είχε νιώσει η Ernaux όταν σε ηλικία 12 ετών διάβασε το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», αργότερα το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» και τέλος το «Ζωή και Πεπρωμένο» (τα βιβλία των Margaret Mitchell, Marcel Proust και Vasily Grossman). Είναι η φράση με την οποία ξεκινάει το βιβλίο:«Όλες οι εικόνες θα χαθούν».

Σταθερό μοτίβο της αφήγησης, καθώς γυρίζουν οι σελίδες της ιστορίας, αποτελούν κάθε τόσο τα οικογενειακά τραπέζια σε διάφορες χρονικές περιόδους, στα οποία αρχικά η συγγραφέας συμμετείχε σαν παιδί και άκουγε τις ιστορίες για τον πρόσφατο πόλεμο: οι συζητήσεις των μεγάλων, Κατοχή και πείνα, δωσίλογοι, ανέχεια, ύστερα οι προσπάθειες επιβίωσης της μεταπολεμικής κοινωνίας.

Ζούσαμε μέσα στη σπανιότητα των πάντων. Αντικειμένων, εικόνων, διασκεδάσεων, ερμηνειών για τον εαυτό μας και τον κόσμο που περιορίζονταν στην κατήχηση του πάτερ Ρικέ τη Σαρακοστή, στις τελευταίες ειδήσεις που ακούγαμε στο ραδιόφωνο, τις αφηγήσεις των γυναικών μπροστά σ’ ένα φλιτζάνι καφέ.

Η πληθυσμιακή έκρηξη και η μεταπολεμική οικονομική πρόοδος, ένας νέος ορίζοντας στη ζωή των ανθρώπων που σήμαινε ευημερία, υγιή παιδιά, αντιβιοτικά και παροχές οικονομικής ασφάλισης, φωτεινά σπίτια γεμάτα αντικείμενα από πλαστικό και φορμάικα, τρεχούμενο νερό και αγωγούς κεντρικής αποχέτευσης. Η μόρφωση προκαλούσε δυσπιστία και φόβο παρά την εκσυγχρονιστική τάση της εποχής, πολιτικοί και θρησκευτικοί ταγοί νουθετούσαν τον σαστισμένο πληθυσμό αποτρέποντας την όποια φιλοδοξία για ελεύθερη, δημιουργική ζωή και επιβάλλοντας τη λογική και την αισθητική του νέου καπιταλισμού. Ο νεωτερισμός και η αφθονία δεν αφορούσαν όλα τα κοινωνικά στρώματα, η εξέλιξη δεν θα έφτανε ποτέ μέχρι τον αυτοπροσδιορισμό και τη χειραφέτηση των γυναικών.

Μα οι νέοι βίωναν μια άλλη νεωτερικότητα, οραματίζονταν έναν άλλο κόσμο, αυτόν που διακήρυττε ο υπαρξισμός και ενσαρκωνόταν μέσα από τα αγγλόφωνα τραγούδια,  τη τζαζ και το ροκ εν ρολ, τα βιβλία όπου διακρινόταν φευγαλέα η πιθανότητα ενός κόσμου απαλλαγμένου από την αμαρτία και τις απαγορεύσεις των επιθυμιών. Για τη συγγραφέα το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση, από την εργένικη φοιτητική ζωή στον έγγαμο βίο και τη μητρότητα, ήταν η πορεία προς μία «κανονικότητα» θεσμοθετημένη, κοινωνικά επιβεβλημένη. Το ξέσπασμα της θύελλας του Μάη του ’68 τη βρήκε καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όχι πολύ μεγαλύτερη από τους νεαρούς που διεκδικούσαν στους δρόμους ένα καλύτερο μέλλον. Η αμφισβήτηση της προηγούμενης «φυσιολογικότητας», επαναξιολόγηση συστημάτων, αναζήτηση προτύπων, μια γενικευμένη πολιτική ανάγνωση του κόσμου. Η ελευθερία των συμπεριφορών, των σωμάτων, των ιδεών. Μια επανάσταση απαστράπτουσα.

Κι ύστερα οι ελπίδες διαψεύστηκαν, σαρώθηκαν από τις αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, αντικαταστάθηκαν από τη συνειδητοποίηση μιας διαρκούς παροδικότητας. Τα ιδανικά του Μάη μετατράπηκαν σε αντικείμενα και ψυχαγωγία. Ο κόσμος διακατεχόταν από μια ακόρεστη επιθυμία για αγορές, χανόταν μέσα σ’ ένα «πουπουλένιο παρόν» και διαχειριζόταν τη δική του ήττα. Το τέλος των ψευδαισθήσεων, το AIDS, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η νέα ηθική τάξη, η επάνοδος της Δεξιάς, η παντοκρατορία της Αμερικής, ο παγκόσμιος ιστός, το σοκ των Δίδυμων Πύργων: Ο άνεμος των χρόνων γυρίζει αδιάκοπα τις σελίδες της ιστορίας, οι «μπούμερ» παραδίδουν σκυτάλη στη «Γενιά Χ».  Τα χρόνια και οι δεκαετίες που περνούν είναι στιγμές και εικόνες, ενώ κάθε τόσο η φωτογραφία της γυναίκας δίνει το μέτρο του χρόνου που περνάει από πάνω της, από γύρω της. Τα οικογενειακά τραπέζια αποτελούνται πλέον από τους τριαντάχρονους γιους, τις συντρόφους τους, ένα εγγόνι. Όλα όσα γίνονται και βιώνονται και λέγονται κάθε στιγμή της καθημερινότητας  έχουν τη δική τους σημασία όσο διαρκούν, μια δική τους λάμψη, ύστερα χάνονται για πάντα, για τους μελλοντικούς ανθρώπους δεν θα σημαίνουν απολύτως τίποτα, το καταστάλαγμα της ωρίμανσης δεν μπορεί παρά να είναι αυτή ακριβώς η σκέψη.

Όλες οι εικόνες θα χαθούν. Εικόνες πραγματικές ή φανταστικές, αυτές που μας ακολουθούν μέχρι τον βαθύ ύπνο. Στιγμιαίες εικόνες λουσμένες μ’ ένα αποκλειστικά δικό τους φως.

«Τα Χρόνια» είναι η μνήμη, που «όπως η σεξουαλική επιθυμία δεν σταματά ποτέ». Το μόνο που υπάρχει είναι το παρόν, αυτές οι λαμπρές, αυτόφωτες στιγμές που ο άνεμος του μέλλοντος θα εξαφανίσει για πάντα. «Τα Χρόνια» είναι το πέρασμα του κάθε ανθρώπου από αυτή τη γη, μια συναρπαστική καταγραφή της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ου και 21ου αιώνα, μια «συλλογική αυτοβιογραφία» σε ιδιότυπη, καλοδουλεμένη γραφή και πλούσια όσο και απέριττη γλώσσα, άψογα μεταφρασμένη από την Ρ. Κολαΐτη.

Τα χρόνια, της Annie Ernaux

Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 372

8
Μοιράσου το