Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Τα παιδιά του μεσονυκτίου, του Salman Rushdie

cover-ta-paidia-tou-mesonyktiou-tou-salman-rushdie

Τα παιδιά του μεσονυχτίου: η πολυμορφία της Ινδίας.

Τιμημένο με το βραβείο Booker το 1981, αλλά και με το Booker των Booker το 1993 και το Best of the Booker το 2008, το μυθιστόρημα «Τα παιδιά του μεσονυκτίου» του Salman Rushdie αποτελούν σημείο-κλειδί για την αγγλόφωνη πεζογραφία γενικότερα αλλά και για την παραγωγή των Ινδών συγγραφέων. Ισορροπώντας μεταξύ ρεαλισμού και παραμυθιού, με τη λελογισμένη χρήση μαγικού ρεαλισμού αλλά και με την προφορικότητα των λαϊκών αφηγήσεων, τα «Παιδιά του μεσονυκτίου» παραδίδουν μια μετααποικιακή αφήγηση για τη διαπλοκή του ατομικού και του συλλογικού στην ιστορία ενός -αναδυόμενου– έθνους.

Ο Rushdie δεν κρύβεται εξ αρχής. Βάζει τον αφηγητή του Σαλίμ Σινάι να πει την μοναδική του ιστορία με τρόπο που να ομολογεί ότι αυτή προχωρά παράλληλη αλλά και τεμνόμενη με την ιστορία της Ινδίας ως έθνους: ο Σαλίμ χαρακτηριστικά γεννιέται τη στιγμή που η Ινδία γεννιέται ως έθνος-κράτος με πλήρη ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή είναι και η μεγάλη δήλωση του μυθιστορήματος, ότι πρόκειται για το μυθιστόρημα που αποκαλύπτει σταδιακά (πότε με ταχύτητα, πότε με σιγανούς ρυθμούς και πότε με παρεκβάσεις) τη διαπλοκή των ζωών των απλών ανθρώπων με τον μεγάλο ρου της Ιστορίας. Και είναι αλήθεια, αφού κατά τη διάρκεια του έργου ο αφηγητής εστιάζει σε εθνικισμούς και κοινωνικά κινήματα στην Ινδία, σε μείζονα πολιτικά γεγονότα και πολέμους και εκκαθαρίσεις, αλλά και σε πανοράματα της ζωής των ανθρώπων διαφόρων τάξεων και προελεύσεων στη σύγχρονη ινδική κοινωνία. Μόνο που αυτό γίνεται με έναν διαφορετικό (αν και πλέον γνώριμο στο αναγνωστικό κοινό) τρόπο: ο Rushdie έχει έναν αφηγητή-πρωταγωνιστή με υπερφυσικές δυνάμεις (τηλεπαθητικές), τις οποίες τις απέκτησε τη στιγμή της γέννησής του, τα μεσάνυχτα της πρώτης μέρας της ινδικής ανεξαρτησίας• και δεν ήταν ο μόνος, αφού ο ίδιος συνδέεται με ένα πλήθος άλλων παιδιών –τα παιδιά του μεσονυκτίου– που γεννήθηκαν εκείνη την ίδια μέρα και απέκτησαν όλα τους υπερφυσικές δυνάμεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μυθιστόρημα γίνεται η εξιστόρηση της πορείας του Σαλίμ –και των συντρόφων του από όλα τα μέρη της Ινδίας– έτσι όπως οι ζωές και οι εμπειρίες τους συμπλέκονται με τα μείζονα γεγονότα της ιστορίας του κράτους, με τις ακμές και τις παρακμές του, από τη γέννησή της Ινδίας ως έθνος έως και τις πολιτικές αναμορφώσεις που υφίσταται με την πάροδο των ηγετών και ηγέτιδών της.

Το έργο του Rushdie είναι χαρακτηριστικό του ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού, έτσι όπως συνηθίσαμε να το αντικρίζουμε κυρίως μετά την επιτυχία του «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Gabriel García Márques: χαρακτηρίζεται από αυτή τη συγχώνευση μιας ρεαλιστικής αφήγησης και πλαισίου (εδώ είναι η καθημερινότητα του ινδικού περιβάλλοντος) με γεγονότα καθ’ αυτά εξωπραγματικά, μαγικά, υπερφυσικά και αλλόκοτα, που θα κατέτασσε κανείς στις αφηγήσεις των παραμυθιών και του φανταστικού. Εδώ το βασικά παραμυθικό στοιχείο δεν είναι άλλο από την ύπαρξη των παιδιών του μεσονυκτίου: ένας πληθυσμός ατόμων σε όλη την επικράτεια της Ινδίας που έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και συνδέονται μεταξύ τους από τη γέννησή τους• μια σύνδεση που διευκολύνει ο Σαλίμ χάρη στις τηλεπαθητικές τους δυνάμεις που του επιτρέπουν να «ιδρύσει» ένα ιδιάζον «κοινοβούλιο» των παιδιών, μια σύναξη μεταξύ τους που λαμβάνει χώρα καθαρά νοητικά χωρίς τη φυσική παρουσία τους. Γύρω από αυτό τον πυρήνα ο Σαλίμ ως αφηγητής αρχίζει να πλέκει τα διάφορα νήματα της ιστορίας που θέλει να πει, καθιστώντας ένα πράγμα εξαιρετικά σαφές: τα συμβάντα που σημαδεύουν τις εξελίξεις στην Ινδία (αλλά και το γειτονικό Πακιστάν) είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την παρουσία, τις πράξεις, αλλά και τα αισθήματα που γεννά στους άλλους όλος αυτός ο ιδιαίτερος και πολύτιμος πληθυσμός από παιδιά με μοναδικές δυνάμεις.

Αυτός ο μαγικός ρεαλισμός τους Rushdie, αυτός ο μοναδικός μαγικός πυρήνας που λειτουργεί σαν κινητήριος δύναμη έχει μια δυνατή συμβολική ισχύ, κρύβει ένα πλούτο νοημάτων. Γιατί –έτσι όπως το είδα εγώ τουλάχιστον σαν αναγνώστης– σε πρώτη ανάλυση η χρήση των προσώπων των «μαγικών» παιδιών του μεσονυκτίου ενέχει αρχικά το συμβολισμό της ετερότητας, των απεριορίστων δυνατοτήτων και προοπτικών των παιδιών ενός έθνους, τις συνυποδηλώσεις του φοβερού δυναμικού μιας χώρας που γεννιέται εκείνη τη φοβερή στιγμή της ιστορίας και διαφοροποιείται από τη μονοσήμαντη, «ρεαλιστική» και ορθόδοξη αφήγηση που κυριαρχεί στα –αποικοκρατικά– κράτη της Δύσης• ενέχει τους συμβολισμούς και τις σημασίες του ονείρου και της «αρρώστιας» του ενθουσιασμού (όπως αναφέρει κατά καιρούς ο Rushdie στο μυθιστόρημα), της γέννησης του καινούργιου και θαυμαστού απέναντι στο παλιό και κατανοητό. Και όντως, αυτή η λογική της αξιοποίησης του μαγικού εντάσσεται πολύ καλά στη λογική του ίδιου του Rushdie, ο οποίος δε φαίνεται ποτέ να θέλει να φύγει πάρα πολύ από το ρεαλιστικό πλαίσιο και τις συνθήκες της «πραγματικής» πραγματικότητας της καθημερινότητας στην Ινδία. Και κάπως έτσι, το μαγικό και φοβερό πάντα μένει σταθερά αγκυροβολημένο στην κοινωνική πραγματικότητα, κάπως έτσι γίνεται όντως ισχυρό όχημα για τον Rushdie να ασκήσει την κριτική που θέλει (όχι πάντοτε λεπτά) απέναντι στις εξελίξεις που αφορούν το κράτος και την πορεία του. Αλλά εγώ δε θα ήθελα να μείνω αυστηρά εκεί αλλά θα ήθελα να συλλογιστώ και λίγο βαθύτερα για την αξία της αξιοποίησης του μαγικού/μη-ρεαλιστικού τρόπου από τον συγγραφέα. Γιατί νομίζω πως έχει τη σημασία του να δούμε τι συνυποδηλώσεις συνάπτονται και συνεπάγονται από την ύπαρξη αυτού του βασικού πυλώνα της δομής ενός έργου…Και νομίζω ότι η κεντρική παρουσία αυτών των μαγικών προσώπων με τα οποία δένεται η ιστορία της Ινδίας, η άνοδος και η πτώση, η ακμή και η παρακμή, έχει σε δεύτερο βαθμό αρκετές συνέπειες. Πέραν από το συμβολισμό της ετερότητας, του νέου και του ονείρου, η αξιοποίηση του παραμυθικού μήπως είναι ευθέως συνδεδεμένη με μια λογική που θέλει να φύγει από το ασφυκτικά δυτικό, που θέλει να δηλώσει την αποαποικιοποίηση και τον εναγκαλισμό με τις τοπικές και λαϊκές παραδόσεις και μυθολογίες; Ή μήπως είναι εξίσου πιθανό, συνειδητά ή υποσυνείδητα, να δηλώνεται μέσω του μαγικού κάποια αναφορά στο ιερό και στο θαυμαστό και το άρρητο, που πάντα ως συμβολισμοί έχουν μια δύναμη (κυρίως συναισθηματική και ηθική), ιδιαίτερα στα πλαίσια της χρήσης τους από κάποιον σε σχέση με μια νέα γενιά στην αυγή/γέννηση του καινούργιου έθνους (και συνακόλουθα και ο αντίθετος πόλος, το ανίερο, η παραβίαση του ιερού και το αμάρτημα, που συνδέονται έπειτα με την παρακμή/πτώση του έθνους); Ή μήπως η πολλαπλότητα και το φανταστικό των δυνάμεων έχει μέσα της στοιχεία ας τα πούμε ψυχαναλυτικά, σα να δηλώνουν μια υπερβάλλουσα δύναμη/ορμή δημιουργίας και ζωής ή κάτι σαν ασυνείδητο, που το άτομο δεν μπορεί να ορίσει και να ελέγξει με όρους ορθολογισμού και επιστήμης, που δηλώνει μια υπερχείλιση του εαυτού προς τα έξω και που, αργότερα, το κοινωνικό και θεσμοθετημένο πλαίσιο του ανθρώπου, με όλα τα συμφέροντα και τις λογικές που το δομούν, προσπαθεί να χαλιναγωγήσει; Όλοι αυτοί είναι συνειρμοί ερμηνειών που έχουν, θεωρώ, λόγο ύπαρξης και χρήζουν σκέψης όταν το αναγνωστικό κοινό καλείται να απαντήσει στην ερώτηση που κρέμεται πάνω από το μυθιστόρημα: τι και γιατί είναι τα παιδιά του μεσονυκτίου;

Και για να κλείσω αυτή την καταγραφή σκέψεων πάνω στο έργο του Salman Rushdie, θα αναφερθώ και στον όμορφο τρόπο που συνδέονται όλα αυτά με την αφήγηση. Γιατί και η αφήγηση είναι ένα πράγμα που στα «Παιδιά του μεσονυκτίου» προσπαθεί να ξεφύγει από τα ασφυκτικά δεσμά της φόρμας και να δώσει μια εικόνα της ποικιλότητας του νοήματος και των απείρων δυνατοτήτων του, ταυτόχρονα σχολιάζοντας τον τρόπο που η εξιστόρηση συνομιλεί με την διαπραγμάτευση της ιστορίας ενός ολόκληρου λαού και των εμπειριών του. Γιατί πρόκειται για μια ιστορία που υφολογικά και δομικά αφενός ακολουθεί δυτικά πρότυπα κι αφετέρου τα ξεχειλώνει και τα υπερβαίνει, πηγαίνοντας όλο και πιο κοντά στην αποσπασματικότητα, την προφορικότητα, την επαναληπτικότητα των μη δυτικών αφηγήσεων που βασίζονται αρκετά στις παραδόσεις των τοπικών κοινοτήτων. Είναι μια επιλογή καθόλα αρμοστή καθώς ο Rushdie οφείλει να τιμήσει και να αναπαραστήσει με τον τρόπο το δικό του το πλαίσιο και την ιστορία της Ινδίας με την ετερότητα και την πολυπλοκότητα που την χαρακτηρίζει. Και ταυτόχρονα έχουμε τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή ο οποίος δεν είναι βέβαια και ιδιαίτερα αξιόπιστος, καθώς φαίνεται ότι διαρκώς αλλάζει τις εκδοχές που δίνει (συχνά για να παρουσιάσει υπό καλύτερο φως τον εαυτό του). Εντούτοις και αυτό είναι δεκτό καθώς η ίδια η αφηγηματική προοπτική της Ιστορίας (με την οποία συνδιαλέγεται εδώ ο συγγραφέας) είναι πάντα υποκειμενική και η μνήμη είναι έργο ενός εαυτού που παραλλάσσει, στοχάζεται, αναθυμάται τα γεγονότα… Ενδιαφέρον ως προς αυτό είναι η διάκριση που γίνεται συχνά από τον Σαλίμ, τον αφηγητή μας, ανάμεσα στη χρήση α’ και γ’ προσώπου, που υποδηλώνει ένα υποκείμενο που παλεύει ανάμεσα στην ουδετερότητα και την αναγνώριση του υποκειμενισμού, ανάμεσα στην εκούσια ανάληψη ευθύνης και στην ντροπή ή επιφυλακτικότητα για το ποιον του ενεργούντος προσώπου. Αντίστοιχα, ενδιαφέρον υφολογικό έχει η ανάμειξη και η σύγχυση συχνά μεταξύ της υποκειμενικής ιστορίας και της ιστορίας ολόκληρου του έθνους (αλλά και της κάποτε αλαζονικής ίσως ιδέας ότι ο αφηγητής παίζει καίριο ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων στο κράτος στο οποίο ζει).

Υπό αυτό το πρίσμα, τα «Παιδιά του μεσονυκτίου» αποτελούν ένα ιδιαίτερα γόνιμο έργο που (παρά τα όποια αδύναμα σημεία μπορεί να εντοπίσει ένας αναγνώστης) καλούν το κοινό να σκεφτεί και βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τη σχέση των υποκειμένων με την ιστορία των τόπων και των λαών στα πλαίσια των οποίων γεννήθηκαν, έλπισαν, αγάπησαν, απογοητεύτηκαν, βασανίστηκαν, έζησαν….

Τα παιδιά του μεσονυκτίου, του Salman Rushdie

Μετάφραση-πρόλογος: Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Ψυχογιός
σελ. 689

12
Μοιράσου το