Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Σκηνή Θεάτρου

cover-skini-theatrou

Εις μνήμην Ντίνου Παπασπύρου, ζωγράφου της Διαγωνίου. Εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενο, επί χρωμάτων ασκούμενο διά βίου. Και ευτυχή.

Ξύπνησε μετά από λίγες μέρες. Είδε που δεν τον έβλεπε κανείς και ανασηκώθηκε. «Τι πράγμα είναι ετούτο το αδιέξοδο, σαν θάνατος», είπε μονάχος του και γύρεψε μια στάλα νερό να ξεδιψάσει. Κοίταξε τα άνθη, βρήκε τα χέρια του δεμένα, το κοστουμάκι του λερωμένο. Αν είναι να μας πνίγουν με τα λάδια, καλύτερα να μας φορούν τα παλιά μας ρούχα, εκείνα που μας αγάπησαν περισσότερο. Α, τα παλιά μας ρούχα, εδώ και εκεί πεταμένα, με το σχήματα των σωμάτων μας, με το σημάδι του αγκώνα και τη μυρουδιά μας πάνω στους κίτρινους γιακάδες. Αυτά τα ρούχα τα αγαπάμε περισσότερο και είναι με αυτά που είδαμε κάποιο πρωί την Θεσσαλονίκη να γερνά.

Τριγύρω κάτι πρόσωπα σαν σκιές, άγνωστα, φωνήεντα μες στις λέξεις της ζωής τους. Τον καλωσόριζαν, τα κοστούμια τους ήταν λερωμένα, κάποια πολύ παλιά, λιωμένα στις ραφές, στα πέτα, στα μπατζάκια. Του’παν, «από εδώ Ντίνο, από εδώ έχει μια δεύτερη ζωή, να ξέρεις». Και μες στις γαλαρίες της λήθης σεργιάνισε και έσφιγγε τα χέρια όσων ήπιαν το νεράκι και πάνε. Φίλοι, γονείς, κορίτσια της νιότης μας που ωρίμασαν γρηγορότερα και μες στο απόγειο της ομορφιάς τους κλεφτήκανε με τον εραστή τους τον χρόνο. Και τραβούσε μες σε εκείνο τον αρχαίο κόσμο και από παντού μπορούσες να διακρίνεις μια παγωνιά στη σκηνή, διάσπαρτη με σιωπές. Επειδή οι νεκροί δεν μιλούν, μονάχα διαβάζουν εδώ και εκεί το κιτάπι του χρόνου και γερνάνε σαν παράδοξα θηλαστικά σε άγνωστα βάθη.

«Τελευταία φορά, Ντίνο» του είπε κάποιος. Γύρισε να κοιτάξει μα εκείνος ο άγνωστος είχε χαθεί μες στις γαλαρίες. Μόνο τη σπασμένη του φτερούγα πρόλαβε να δει. Και έπειτα δόθηκε μια τελευταία φορά στην πόλη και ο καιρός τον σκέπαζε σαν χιόνι. Μέσα από τα μάτια του πρόβαλε μια ολόλευκη πεταλούδα. Είναι ο άγγελος του’πε κάποιος βλάμης ακουμπισμένος στη ρίζα του δέντρου. Τον γνώρισε από τη σπασμένη του φτερούγα.

Τίποτε δεν είπε ο Ντίνος, μόνο που του ‘καμε εντύπωση εκείνη η δροσιά, η διαύγεια του τοπίου. Σαν όλα να είχαν ξεπλυθεί, όπως εκείνο το πάλκο της αιωνιότητας, το πάντα καινούριο, το πάντα αστείρευτο. Τι όμορφα κορίτσια, τι νέες ασυνήθιστες, μονολόγησε και προχώρησε. Έφτασε στη γωνιά του δρόμου. Μα δεν υπήρχαν όλα εκείνα τα σύγχρονα θηρία, με τις βαριές τους πόρτες, με το ανάστημά τους που κρύβει τους ορίζοντες. Μόνο οι παλιές βιοτεχνίες ξεχώριζαν και όλα εκείνα τα πράγματα που λογάριαζε για χαμένα. Κάποτε είχε διαβάσει πως τίποτε δεν αλλάζει και τίποτε δεν πεθαίνει στην οδό Σειρήνων. Εκεί θα βρεις τα πρόσωπα και τα πράγματα που ‘χες από καιρό λησμονήσει, μια πατρίδα για τα πράγματα που πεθαίνουν μες στην ανυπολόγιστη φθορά τους. Εργοστάσιο Δερμάτινων Ειδών, Τραμπούκης, Φωτογραφικά, Πωλήσεις χονδρικής και τριγύρω το θαύμα του πρωινού. Του φάνηκαν όλα σαν σκιές κλεμμένες από ένα κατάκοπο μπαλέτο, εκείνο της πολιτείας που αγάπησε τόσο.

Κάποιος τον πλησίασε. Μετρούσε τις χάντρες του κομπολογιού του, τα χέρια του όλο τέμπερες, σαν εκείνα των ασπριτζήδων που υπομένουν τη ζωή καρφωμένοι στις πιάτσες του κόσμου και η φτερούγα του σαν πάντα ραγισμένη.

«Για ένα μεροκάματο, Ντίνο, του ‘πε, ένα μεροκάματο στην ανάμνηση», επανέλαβε. Και έπειτα γυρνώντας το στο κάπως αυστηρότερο, του’πε εμπιστευτικά. «Άκουσε να δεις, άλλη ζωή δεν έχει. Ο προϊστάμενος επιτρέπει στους καινούριους μια τελευταία βόλτα. Μια νύχτα δική τους, μια ευκαιρία να ανακαλύψουν την ανεξιχνίαστη λέει, σύσταση των χρωμάτων. Δεν ξέρω Ντίνο, εγώ οδηγίες εκτελώ», του ‘πε ο βλάμης, το κομπολογάκι του έπεσε χάμω, γίνηκε χίλια κομμάτια, ένα κοπάδι λαμπηδόνες, σαν κορίτσια άγουρα τον κύκλωσε. Τι ομορφιά και τι θάμπος ήταν εκείνο, τι γιασεμιά και τι άνθη. Βάρυνε η καρδιά του, από κάπου μακριά ερχόντουσαν τα λαϊκά, κάτι μπαλάντες που του γδέρνανε την καρδιά. Ω, η μουσική και εσείς, απρόσεκτες νότες του βιολού, πού χαθήκατε απόψε. Εσείς, που είστε η διά των πόνων της λύπης ιατρειά γιατί σωπαίνετε;

Και τότε την είδε. Την Ελένη, όχι του ποιητή, μα μια άλλη, από την Άνω Πόλη. Ήταν ένα μικρό τυχαίο παρεκκλήσι της ομορφιάς στο μέσον της παλιάς διαδρομής. Του’ρθε μια γεύση σαν ζαχαρόνερο στο στόμα, είπε έτσι είναι η αγάπη και τράβηξε προς τη μεριά της. Μα εκείνη την έπαιρνε μια άμπωτη πρωτόγνωρη, πότε πλησίαζε και πότε χανόταν και η φωνή της μπλεκόταν μες στους θορύβους των πραματευτάδων που πουλάνε τον χρόνο πάνω στις καρότσες τους. Πού τη βρήκε τη δύναμη, ποτέ δεν θα μάθει, μα για μια στιγμή βρήκε τη φωνή του, εκείνη την παλιά, την πρόσκαιρη και την αθάνατη.

«Μες στο συρτάρι έχω κρύψει δυο ζωγραφισμένα λουλούδια και ένα γράμμα μόνο για σένα».  Δυο βήματα τους χώριζαν, δυο αιώνες. Όμως εκείνη άκουσε και αργά το βράδυ, όταν όλα είχαν πια τελειώσει, άνοιξε εκείνο το συρτάρι. Δεν αναρωτήθηκε, μόνο γύρεψε εκεί μέσα τα λουλούδια που της είπε. Τα βρήκε χάρτινα, ζωγραφισμένα με ένα αστραφτερό χρυσαφί χρώμα, σαν μια εποχή ξεχασμένη που προχώρησε και πάει. Και συγκινήθηκε έτσι όπως το χθες γλιστρούσε μες στο σήμερα, το πικρότατο.

Και ο βλάμης που ως γνωστόν έρχεται πάντα όταν γύρω πέφτει χιόνι, τον χτύπησε φιλικά στους ώμους. «Να γυρίσουμε Ντίνο, πρέπει να γυρίσουμε» και σε όλο τον δρόμο ως το κοιμητήριο λέγανε κάτι τραγουδάκια ωραία και μελαγχολικά και η φωνή τους κόμπιαζε. «Εδώ είμαστε Ντίνο», του ‘πε και του δειξε την είσοδο του μπαρ. «Του Κάτω Κόσμου», με ωραία ποτά που σε κερνάνε λήθη, προσέθεσε. Θα’ταν πριν κλείσει η πόρτα πίσω του που ο βλάμης με μια φωνή σε ντο μινόρε, θλιβερή και απόμακρη, έκανε μια καίρια υπενθύμιση. Μια επισήμανση από αυτές που αλλάζουν για πάντα τις ισορροπίες και γεφυρώνουν τα χάσματα ή απλά ερμηνεύουν με το πώς και το γιατί τα αναίτια.

«Ντίνο, να θυμάσαι, ος φυλλάσσει τας εαυτούς οδούς, τηρεί την εαυτούν ψυχή». Τ’άστρο που έτρεμε όλη νύχτα, έδωσε μια χάθηκε. Διέγραψε μια διαγώνιο και σώπασε. Αν ακολουθήσεις τη διαδρομή του άστρου, θα με βρεις, είπε ο Ντίνος και αποχαιρέτησε την Θεσσαλονίκη. Την άλλη μέρα, ξημέρωνε Κυριακή. Ο Ντίνος δεν μένει πια εκεί. Και η Ελένη δεν έχει πια ανάσα, δεν έχει ύπνο, μόνο λέξεις και μια μνήμη σαν κνήμη επιδεμένη, να αφαιρείται αυτούσια, σαν άνθρωπος. Το τραύμα της, λέει θα σε πονά κάθε που αλλάζει ο καιρός.

– Ο Ντίνος Παπασπύρου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1938. Για τριάντα χρόνια υπηρέτησε στον τραπεζικό τομέα. Έργα μικρά και συνθέσεις μεγάλες που σήμερα κοσμούν δημόσιους χώρους σημαδεύουν την πορεία του μες στα χρόνια. Με ατομικές εκθέσεις και συμμετοχές σε συλλογικά δρώμενα παρέμεινε σημείο αναφοράς για την Θεσσαλονίκη. Σημείο και εκείνος πάνω στην Διαγώνιο που διατρέχει την πνευματική ζωή της πόλης. Έφυγε στις 9 του Φλεβάρη τούτου εδώ του χρόνου του καινούριου που προχωρεί δίχως να δίνει σημασία καμιά στη μελαγχολία που μεγαλώνεις σαν παιδί, μες στα φύλλα της καρδιάς σου.

12
Μοιράσου το