Scroll Top

Serial Killers

Ο Stan Lee, η Τηλεόραση κι ο Κινηματογράφος

feature_img__o-stan-lee-i-tileorasi-ki-o-kinimatografos
«Όλα τηλεόραση, δύσκολα αγγίζεις κάτι από κοντά» έλεγε πριν από μισό και πλέον αιώνα ο Γιώργος Σεφέρης, αποτυπώνοντας ποιητικά μια σκέψη που έμελε να μετεξελιχθεί σε κεντρική προβληματική της σύγχρονης διανόησης. Αφορμές γι’ αυτό το κείμενο στάθηκαν πολλές και σίγουρα θα υπάρξουν κι άλλες στο άμεσο μέλλον. Βασικό εφαλτήριο όμως των παρακάτω σημειώσεων υπήρξε μια συνεργασία μεταξύ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου με την Cosmote TV, στα πλαίσια της οποίας την περασμένη Τετάρτη παρουσιάστηκαν σε πρώτη προβολή στην αίθουσα του Ολύμπιον τα δύο πρώτα επεισόδια μιας τηλεοπτικής σειράς, του κατά τ’ άλλα καλογυρισμένου κι αρτιότατου “My Brilliant Friend”.

Και δεν θέλω καθόλου να επικεντρωθώ στην κριτική προσέγγιση της τηλεοπτικής σειράς· δεν είναι άλλωστε αυτός κι ο σκοπός της στήλης. Η εκδήλωση ωστόσο, μου γέννησε μια μάλλον εύλογη απορία. Από πού έως που μπορεί να συμπλέουν σε τέτοιο επίπεδο (στο επίπεδο μιας επίσημης προβολής) η Τηλεόραση με έναν ιστορικό κινηματογραφικό θεσμό; Ποιες ακριβώς ήταν οι επιδιώξεις του εγχειρήματος και ποιες σκέψεις άραγε οδήγησαν τους συντελεστές στο να πάρουν μια τέτοια απόφαση; Ήταν μήπως η Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης που «γιορταζόταν» την ίδια Τετάρτη, στις 21 του Νοέμβρη; Πιθανό αν και σίγουρα οξύμωρο, εφόσον ζούμε στον αιώνα που κάθε μέρα είναι μια μέρα για την τηλεόραση. Μήπως ήταν μια γενικότερη συλλογική (και σίγουρα εύστοχη) αντίληψη πως ο σύγχρονος κινηματογράφος τείνει ούτως ή άλλως ευήκοον ους προς την τηλεόραση, εμπνέεται, επηρεάζεται και μάλλον καθοδηγείται απ’ αυτήν; Επίσης πιθανό. Αμέτρητα είναι τα παραδείγματα που φανερώνουν κι αποδεικνύουν αυτήν την αμφίδρομη σχέση μεταξύ μικρής και μεγάλης οθόνης που καλλιεργεί μια ιδιαίτερα επιδραστική κουλτούρα επικοινωνίας και σπρώχνει το φιλοθεάμον κοινό σε εγγενώς «τηλεοπτικοποιημένα» προϊόντα. Ίσως αυτή η προβολή λοιπόν να εμπίπτει σε αυτό το σύγχρονο πλαίσιο μιας μιντιακής μεταστροφής της μάζας, διαδικασίας που δεν λαμβάνει χώρα μόνο σε επίπεδο κινηματογράφου αλλά και σε κάθε πτυχή της αστικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα. Από τη μαζική εισβολή των διαφημιστικών πακέτων στα σπίτια και των πιο αποσυνάγωγων πολιτών (όλοι θα αγοράσουν στην τελική κάποιο προϊόν μαγειρικής ή μια εφημερίδα με το πρόσωπο τηλεοπτικών σεφ και παρουσιαστών επάνω τους) μέχρι την σταδιακή παράδοση έως και του Φεστιβάλ των Καννών στην επικοινωνία και την παιδεία της τηλεόρασης, η μικρή οθόνη εντυπώνεται παντοιοτρόπως στο συλλογικό φαντασιακό και ασκεί με καλά ή κακά αποτελέσματα μέγιστη επίδραση στη σύγχρονη καλλιτεχνική διαδικασία.

Πολλοί άλλωστε είναι εκείνοι που έφτασαν στο «δυστοπικό» σημείο να διακηρύξουν το οριστικό φινάλε του κινηματογράφου μπροστά στην αδυσώπητη δυναμική που εμφανίζει η σύγχρονη τηλεόραση. Η εν λόγω εκδήλωση στο Ολύμπιον θα μπορούσε σίγουρα να χρησιμοποιηθεί εργαλειακά ως ένα βολικό επιχείρημα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ακραίο, σίγουρα. Η άποψη ωστόσο αυτών των ευαγγελιστών της τηλεοπτικής παντοδυναμίας συνεπικουρείται από φαινόμενα που είναι λίγο έως πολύ σε όλους μας γνωστά. Μια απλή υπενθύμιση της ραγδαίας μετακίνησης των κεφαλαίων (τόσο χρηματικών όσο και πνευματικών) προς τη μικρή οθόνη και μιας ολοένα και αυξανόμενης παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων υψηλής καλλιτεχνικής αξίας αρκούν για την επίρρωση των παραπάνω. Ως τέτοιο παρουσιάζεται άλλωστε και το “My Brilliant Friend”!.

Από την άλλη όμως στέκεται ένα επαρκές επιχείρημα υπεράσπισης της αιώνιας αξίας του κινηματογράφου, το οποίο και καλλιεργείται πρωτίστως με όρους μιας υποτιθέμενης πνευματικής ανωτερότητας, που μόνο η έβδομη τέχνη μπορεί να προσφέρει -αντιτιθέμενη πάντα στην ανυπόφορη τηλεοπτική χυδαιότητα-. Ζούμε με λίγα λόγια σε μια ανανεωμένη εποχή διαμάχης και αντιζηλίας ανάμεσα σε «Κήνσορες και Θεράποντες» και αποκτάει ασύγκριτα μεγάλο ενδιαφέρον κάθε κλίση προς το ένα ή προς το άλλο στρατόπεδο. Πριν όμως από κάθε ετυμηγορία είναι απαραίτητο να σταχυολογήσουμε μερικές αποφάνσεις του πρώτου εμβριθή μελετητή αυτού του πολυδαίδαλου (και διχαστικού) φαινομένου.

Για τον Ουμπέρτο Έκο λοιπόν, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις διαδικασίες στον πυρήνα της αλληλεπίδρασης κινηματογράφου-τηλεόρασης που πρέπει να μας προβληματίσουν αν θέλουμε να έχουμε μια σφαιρική αντίληψη των θεμάτων. Πρωταρχικώς, ένα από τα μείζονα ζητήματα που ανέδειξε ο τηλεοπτικός φακός -κυρίως μέσω των ειδήσεων- είναι το αναπόδραστο της άμεσης κάλυψης ενός συμβάντος. Αυτή η «απευθείας λήψη» της τηλεόρασης, όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφές, αφαιρεί ένα βασικότατο στοιχείο του κινηματογράφου, εκείνο της σπονδυλωτής αφήγησης μιας ιστορίας. Το φιλμικό γεγονός αποτελεί σχεδόν κατά τεκμήριο ένα σύνολο αλυσιδωτών επεισοδίων τα οποία υποκινούν στον δέκτη συγκεκριμένα, επιθυμητά από το δημιουργό συναισθήματα μέχρι τελικά να επέλθει η οριστική έκβαση του «δράματος» κι ο κατευνασμός του θεατή (η δραματουργική κάθαρση). Υπό αυτήν την άποψη κάθε ταινία έχει «μια αρχή, μια εξέλιξη κι ένα τέλος» κι όλα όσα συμβαίνουν σ’ αυτήν την διαδικασία εξυπηρετούν την οικονομία του δράματος και συντείνουν σ’ ένα ορισμένο σύνολο ιδεών. Αντίθετα, η άμεση λήψη της τηλεόρασης καθιέρωσε έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο αφήγησης των γεγονότων, κατά τον οποίο ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τα γεγονότα τη στιγμή ακριβώς που συμβαίνουν και οργανώνει με κάποια υποτυπώδη και ταχεία κριτική σκέψη την πολυπλοκότητα όλων των τυχαίων συμβάντων της πραγματικής ζωής, για να καταλήξει εν τέλει σε ένα αποτέλεσμα που αποκαλούμε «τηλεοπτικό γεγονός». Προκύπτει με αυτόν τον τρόπο ένα σύνολο εικόνων που παρουσιάζει μεν μια λογικά οργανωμένη συνάφεια, αλλά περιέχει ταυτόχρονα κι ένα πλήθος από συμβάντα που μοιάζουν αναπόφευκτα κι ανεξέλεγκτα και δεν συνδέονται στην πραγματικότητα καθόλου με τον βασικό θεματικό πυρήνα της αφήγησης. Είναι το τυχαίο της ζωής! Δεν παύει βέβαια, να προϋπάρχει μια στοιχειώδης επιλογή των εικόνων από τον σκηνοθέτη (η υποτυπώδης κριτική σκέψη που προαναφέραμε), γεγονός που φανερώνει ότι ακόμα κι ο τηλεοπτικός φακός παραμορφώνει μ’ έναν «καλλιτεχνικό» τρόπο την πραγματικότητα και της αποδίδει μια κάποια ερμηνεία. Μπορεί δηλαδή να φτάνουν τελικά στο θεατή εικόνες τυχαίων γεγονότων, αλλά αυτές έχουν επιλεγεί κατάλληλα από τον σκηνοθέτη ώστε να προσαρμόζονται μ’ έναν τρόπο στη γραμμή της ιστορίας. Πάνω ακριβώς σ’ αυτήν την παρατήρηση σημειώνει ο Ουμπέρτο Έκο: «Δεν είναι τυχαίο που μετά από μερικά μόνο χρόνια εθισμού στην “ανοργάνωτη” τηλεοπτική αφήγηση, ο κινηματογράφος κινήθηκε προς έναν τελείως διαφορετικό τρόπο αφήγησης, έκδηλο παράδειγμα του οποίου είναι τα έργα του Αντονιόνι. Η κύρια δράση, όταν υπάρχει, μοιάζει διαρκώς να διαλύεται μέσα σ’ ένα υπόβαθρο φαινομενικά ασήμαντων γεγονότων που συμβαίνουν τριγύρω και στην πράξη τα γεγονότα αυτά αποτελούν ακριβώς τον πυρήνα μιας νέας δράσης η οποία έχει σκοπό να αποκαλύψει, μες στην πλοκή των πιο άσχετων καθημερινών γεγονότων, την ύπαρξη ή την απουσία νοημάτων».

Το δεύτερο θεμελιώδες στοιχείο που μελετάει ο Έκο σχετικά με τις σχέσεις κινηματογράφου-τηλεόρασης έχει να κάνει με τη διάσταση έκφρασης κι επικοινωνίας αντίστοιχα. Ο κινηματογράφος δεν είναι μια μέθοδος επιβολής προκατασκευασμένων εντυπώσεων! Προϋποθέτει μια καλλιτεχνική σχέση με τα τεκταινόμενα από την οποία και θα προκύψει ένα σύνολο που ονομάζεται «κινηματογραφικό έργο τέχνης». Προϋποθέτει έναν δημιουργό-καλλιτέχνη. Το που ακριβώς ξεκινάει αυτή η καλλιτεχνική συμβολή ώστε να παραχθεί ένα συμπαγές δημιούργημα αποτέλεσε από τα πρώτα ακόμα χρόνια του κινηματογράφου αντικείμενο σφοδρών αντιπαραθέσεων. Προφανώς το τελικό προϊόν είναι αποτέλεσμα συλλογικής δράσης. Πολλοί θεωρητικοί υποστήριξαν πως στο «γύρισμα» της ταινίας εντοπίζεται η ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Orson Welles από την άλλη έλεγε χαρακτηριστικά πως η δημιουργία στο σινεμά αρχίζει στο στάδιο του μοντάζ, καθώς σε προγενέστερα επίπεδα παράγεται απλώς μια μορφή λογικής αφηγηματικής συνέχειας (μια απλή ιστορία) κι όχι ένα πλήρες αισθητικό αποτέλεσμα. Στο μοντάζ με λίγα λόγια είναι που επιλέγεται ο κατάλληλος τρόπος διαμόρφωσης των εικόνων για να υποβάλλονται μέσω της ταινίας συγκεκριμένες ιδέες που θα εκπροσωπούν και τη σκέψη του δημιουργού. Ο κινηματογράφος δηλαδή είναι απαραίτητα μια μορφή «έκφρασης» κι συνέχεται από κάποιους συγκεκριμένους αισθητικούς κανόνες. Αντίθετα η τηλεόραση είναι απλώς μια μορφή «επικοινωνίας» που συνιστά ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο. Είναι δηλαδή ένας στοιχειώδης φορέας μετάδοσης γεγονότων (ένα απλό τεχνικό όργανο) που δεν διαθέτει καμία δυνατότητα αυτόνομης παραγωγής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αποτελεί στην ουσία μια απλή διαδικασία μεταβίβασης στο κοινό εικόνων, που μπορεί «να κυμαίνονται από το διαφημιστικό μήνυμα ως την παρουσίαση του Άμλετ». Λειτουργεί σαν εκδοτικός οίκος που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί μια μορφή έκφρασης, παρ’ ότι η λογοτεχνία αυτή καθαυτή (το τελικό δηλαδή προϊόν) θεωρείται! Ορθώνεται έτσι ένας αδιαπέραστος τοίχος μεταξύ τηλεόρασης και κινηματογράφου και διαχωρίζονται πλήρως όσον αφορά το λειτουργικό σκοπό τους. Κι όμως, αυτό που αγνοούν πολλοί μελετητές σύμφωνα με τον Έκο, είναι πως «η τηλεόραση ως κοινωνιολογικό φαινόμενο μπορεί να καθιερώσει προτιμήσεις και ροπές, να δημιουργήσει δηλαδή ανάγκες και τάσεις, σχήματα αντίδρασης και τρόπους εκτίμησης, τέτοιους που σε σύντομο διάστημα να αποβούν καθοριστικοί για την πολιτιστική εξέλιξη, ακόμη και στο πεδίο της αισθητικής». Μπορεί δηλαδή θεωρητικά οι στόχοι του κινηματογράφου να αφίστανται πλήρως από εκείνους της τηλεόρασης, η αμείλικτη δυναμική όμως του τηλεοπτικού πομπού διαμόρφωσε με τα χρόνια μια ομοιογενή κι ακλόνητη κουλτούρα σκέψης που είχε τελικά την ανάλογη επίδραση και στην κινηματογραφική δημιουργία. Τρανταχτά παραδείγματα; Ο Sidney Lumet των “12 Angry Men”, του “Dog Day Afternoon” και του κινηματογραφικού λίβελου εναντίον της τηλεόρασης ”Network” και ο James L. Brooks του “As Good as It Gets” ξεκίνησαν την καλλιτεχνική τους πορεία από την μικρή οθόνη. Και πόσοι ακόμα άραγε μεγάλοι δημιουργοί δεν έχουν σαφείς επιρροές από το χώρο της τηλεόρασης και από το προϊόν που μπαίνει καθημερινά στα σπίτια μας; Μήπως όλοι; Γιατί πρέπει πραγματικά να είσαι εξωγήινος για να μην ξέρεις τι συμβαίνει και να μην σε επηρεάζει αυτό που συμβαίνει σε ό,τι αποκαλούμε τηλεόραση!

Και καταλήγω τελικά, στον απόηχο αυτών των παρατηρήσεων, να σκέφτομαι αυτές τις μέρες τον σπουδαίο Stan Lee και τον τρόπο με τον οποίο καλύφθηκε ειδησεογραφικά ο θάνατός του. Είμαι υπέρμαχος της άποψης που πρεσβεύει μια ισορροπημένη στάση απέναντι στο φαινόμενο «τηλεόραση». Πιστεύω πως με την κατάλληλη ωριμότητα, που προϋποθέτει σαφώς μια διανοητική προσπάθεια, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να προσλάβει μόνο ό,τι πραγματικά του χρειάζεται από την τηλεόραση. Ή στην τελική, κι αν αποζητάει την απλή εκτόνωση, να παρακολουθήσει και τα πιο ρηχά προγράμματα, συλλογιζόμενος όμως πάντα τη βαθύτερη στόχευση και την επίδρασή τους, ώστε να προστατευθεί με κάποιο τρόπο από την άβυσσο της πνευματικής υποβάθμισης. Η τόσο έξαλλη κάλυψη του θανάτου του Stan Lee όμως σηματοδοτεί μια πολύ ουσιαστικότερη επίδραση του τηλεοπτικού προϊόντος στην καθημερινότητα. Από blogs ευρείας κάλυψης και θεματολογίας μέχρι τα πιο έγκριτα περιοδικά κριτικών αναλύσεων, το γεγονός παρουσιάστηκε με έναν απρόσμενα εκκωφαντικό και βροντώδη τρόπο. Επικράτησε στην ουσία ένας μαζικός πανζουρλισμός που μαρτυράει ένα βαρύτατο εθισμό στις ιδέες του τηλεοπτικού σύμπαντος. Δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση την απαράμιλλη καλλιτεχνική αξία του Stan Lee. Δημιούργησε το δίχως άλλο ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης εκ του μηδενός και μετατόπισε μόνος του (καλώς ή κακώς) όλο τον σύγχρονο κινηματογράφο προς τα super hero movies. Η εμμονική εξάρτηση όμως του κοινού στην τηλεοπτικοποίηση των πάντων, στην εύκολη πρόσβαση σε ψηφιακές εφαρμογές και σ’ όλα όσα προσφέρει σήμερα η τεχνολογία των smartphones και της άμεσης επικοινωνίας, οδήγησε σ’ ένα απίστευτο hype που προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό την πορεία των πολιτιστικών εξελίξεων. Αναρωτιέμαι πόσοι απ’ αυτούς που έτρεξαν να εκστασιαστούν με το θάνατο του Stan Lee έχουν διαβάσει έστω κι ένα κόμικς της δουλειάς του καλλιτέχνη και δεν περιορίστηκαν απλώς στο να δουν τις πολύ μεταγενέστερες ταινίες των υπερηρώων του. Κι αναρωτιέμαι επίσης αν θα επικρατήσει η ίδια «διαδικτυακή» αναταραχή όταν φύγει από τη ζωή ο Jean-Luc Godard, ένα από τα τρία (ίσως τέσσερα ή πέντε) ορόσημα ολόκληρης της ιστορίας του κινηματογράφου. Ποιος ξέρει;

βενσερέμος κι εις το επανιδείν

1
Μοιράσου το