Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα

cover-miltiadis-malakasis-poiimata

Απ’τα σαλόνια ως τις καρδιές μας, Μιλτιάδης Μαλακάσης: Σημείωμα για το βιβλίο των εκδόσεων Αιγαίον «Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα» με πρόλογο του Σωτήρη Κακίση και επιλογή ποιημάτων του Φοίβου Δεληβοριά.

Τώρα που ζυγώνει η επέτειος της μεσολογγίτικης Εξόδου, βρήκε την ευκαιρία ο Μαλακάσης να τρυπώσει μες στις προτιμήσεις μου τις αναγνωστικές. Για όλα φταίει εκείνο το βιβλιαράκι των εκδόσεων Αιγαίον που τυπώθηκε σε μερικές χιλιάδες μόνο αντίτυπα, προσθέτοντας μια εκδοτική αναφορά στην σειρά “Κείμενα – Κειμήλια”. Αυτή τη φορά το τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Μιλτιάδης Μαλακάσης που ως γνωστόν, χρωστάει μερίδιο της φήμης του για εμάς τους κατοπινούς στη διαμάχη του με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Οι δυο τους, ενσαρκώνοντας μια φορά και έναν καιρό το παλιό και το καινούριο ή τ’αδοκίμαστο βρέθηκαν στα χαρακώματα της τέχνης τους. Η ιστορία μας παραχώρησε την ετυμηγορία της. Ο Κώστας Καρυωτάκης, από την Πρέβεζα και τη μελαγχολία του μεσοπολέμου, κατόρθωσε να επικρατήσει ως φορέας μιας άλλης, εσωτερικής φωνής που κέρδιζε ολοένα έδαφος για να καταλήξει στην κρυπτική, ποιητική έκφραση της γενιάς του ´70. Όσο για τον Μιλτιάδη Μαλακάση η σκόνη του χρόνου τον σκέπασε για πάντα.

 Και όμως είναι κάτι ποιήματα που έρχονται με φύκια πλεγμένα από λίμνες παράδοξες, του ωραίου και υψηλού αγώνα. Διότι ο Μαλακάσης βρήκε το υλικό του στην παράδοση και τη ζωή του τόπου του. Την τρυφερότητα την αναγκαία βρήκε για να πει μια δυο κουβέντες για τον Τάκη – Πλούμα “τριάντα χρόνια μες στη γη”. Το σκίρτημα του έρωτος και την πικρή, την ακατάλυτη εξουσία του θανάτου αισθάνθηκε και τούτο είναι που διέσωσε.

Επειδή κυμάνθηκε ο ποιητής από την ανείπωτη χαρά ως την τραγωδία, επειδή μπόλιασε την παράδοση και το ρυθμικό της αποτύπωμα με μια νέα έκφραση, για τούτους εδώ τους λόγους και για άλλους που επιβάλλουν την αποκατάσταση της αξίας του ποιητή, ένας άλλος ομότεχνος, κατοπινός του, ο Σωτήρης Κακίσης από την αγκαλιά των Ιλισίων, επιλέγει την τρυφερότητα των στίχων του Μαλακάση. Και ευθύς επανέρχονται οι αρχές οι παλαμικές που θέλουν τον “ποιητή, αφάνταχτα να ξυπνά, σοβαρά, ήσυχα, σιωπηλά κινώντας πνευματικές δυνάμεις και χαρίσματα”. Τον ξυπνά ο Κακίσης που με μια αθησαύριστη ιστορία του από τις αναρίθμητες που συνθέτουν τη συναλλαγή του με την τέχνη δεκαετίες ολόκληρες δίνει στον Μαλακάση με τον πρόλογό του μια δεύτερη ευκαιρία.

Και ευθύς οι φίλοι μας οι πιο καρδιακοί της νεοελληνικής ποίησης επανέρχονται στο προσκήνιο. Και κατορθώνουν να μας συγκινήσουν, όχι με τ’άστρα και με τα λουλούδια μα με στοιχεία υλικότερα, στοιχεία αυτού εδώ του επίγειου βίου. Με μια καινούρια γλώσσα, σκληρή και άκαμπτη ως τότε, στερημένη από τον λυρισμό που συνηθίσαμε, ο Μαλακάσης γράφει στίχους. Και με μια άγρια μοναξιά μες στην καρδιά του αναλογίζεται τον χρόνο που αλλιώτικα μετράει, την έκβαση λογαριάζει εκείνου του ξένου, του δραματικού παιχνιδιού που παίζει η μοίρα μας. Και άλλοτε μεμιάς δίνει μια και γίνεται ο ποιητής της παράδοσης, του θανάτου που μοιάζει με γήρας ξαφνικό και αβάσταχτο και με εκείνο το άχρονο στοιχείο που καραδοκεί για να μας πάρει μαζί του στις ατραπούς της νύχτας. Είναι ο Μαλακάσης που φωτίζει τον καθημερινό χώρο με συνοχή και μέτρο και με την προσωρινότητα του γλαφυρή. Μοιάζει με τον flaneur εκείνον τον αδιόρθωτο πλανεμένο, που εφευρίσκει το εξωτικό μες στο καθημερινό, το μυθώδες στο νεωτερικό. Μια εξορία διακατέχει την ομοιοκαταληξία των στίχων του, μια εξορία της ανάμνησης, μια νοσταλγία της νιότης, του γλεντιού που κρατά μόνο για λίγο για να τη διαδεχτούν οι στοχασμοί και οι εποχές οι πιο χειμωνιάτικες. Και όλο τριγυρίζει μες στα χρόνια ένας παλιός μας φίλος, πότε Μπάυρον και πότε άνθρωπος δικός μας, αίμα μας που μοιάζει με ήλιο ροδοκόκκινο όταν ο Μιλτιάδης Μαλακάσης πενθεί την άνοιξη και την παρθενιά αυτού εδώ του κόσμου. Μια γκρίζα, ανοιξιάτικη σκιά πέφτει τριγύρω σαν ίσκιος και όλο τερπνά τραγουδά, ακόμη και όταν σαρώνει τα πάντα τριγύρω η σιωπή του Μελέαγρου. Μες στο μέσον της ζωής του ευρισκόμενος, ο ποιητής στ’όνειρο το ξυπνητό παραχωρεί μια ευκαιρία και την τέχνη της απλής συγκίνησης στερεώνει μες στα μέτρα του. “Στον κύκλο των ωρών σταματισμένος” την απουσία τρέμει, το κενό και την άλαλη τη σκόνη της. Μια μουσική ζωντανεύει, μια αίσθηση της συγκινήσεως, όσο το πνεύμα βρίσκει τη θέση του μες στους στίχους του Μαλακάση, στερεώνοντας μια σπονδή στο λιγόλογο και το μετρημένο.

Ώστε λοιπόν η “ιστορία θα μας κρίνει” κύριε Μαλακάση, ετούτη είναι η μόνη και αναντίρρητη αλήθεια. Και τη μυστική ζωή, αν ποτέ υπήρξε, θα δικαιώσει μες στο φως, τη γεμάτη από την ψυχή των άλλων, απ’του ονείρου τ’αχνάρι.

“Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα”. Σε πρόλογο του Σωτήρη Κακίση.  Με μια προσευχή για τον Τάκη – Πλούμα. Αφιερωμένο στον Δημήτρη Παπαθέου. Στην επιλογή των ποιημάτων, ο συνθέτης Φοίβος Δεληβοριάς.

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα

Εκδόσεις Αιγαίον
σελ. 48

2
Μοιράσου το