Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν…, του Γιώργου Πίττα

cover-kai-efagon-pantes-kai-iyfranthisan-tou-giorgou-pitta

Χάριν ταπεινώσεως: Σημείωμα για το βιβλίο του Γιώργου Πίττα και των εκδόσεων Αρμός «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν…Η γαστρονομία της Σκιάθου με το βλέμμα του Παπαδιαμάντη».

Το καραβάκι άφησε τους επισκέπτες, δυο κόρνες και ένα βουβό κύμα. Έπειτα σαν να χάραξε πορεία πια, έκανε τις μανούβρες του και εν μέσω χειροκροτημάτων και παιδικών ιαχών, πήρε οργιά οργιά το πέλαγο και εξαφανίστηκε. Να, που το βλέπω τώρα δα, από το μπαλκονάκι μου, κάπου στην Αθήνα που λιώνει αργά κάτω από τα θερμά νέφη. Το φέρνω στο νου μου με τους ναύτες του εδώ και εκεί, να κρατιούνται από τα σχοινιά και να μας αποχαιρετούν με τα κασκέτα τους. Το όνειρο διακόπτουν τα δίκυκλα που περνούν με τρομερό χαλασμό από τη γειτονιά και έπειτα πάλι πέφτει μια ησυχία που μου σφίγγει την καρδιά. Θα γυρίσει το όνειρο να με πάρει ή πάει, χάθηκε, σαν τις μορφές της ζωής μας, σαν τις ευκαιρίες που ξοδεύτηκαν; Κλείνω τα μάτια, ακούω το κύμα, το μπαλκονάκι μου να που λάμνει τώρα δα σε πελάγη γαληνεμένα. Και το καράβι; Α, μα αυτό χάθηκε τώρα πια, αρμενίζει σε άλλους παράλληλους και αν το θέλει ο Θεός μια ζωή θα ταξιδεύει από καλοκαίρι σε καλοκαίρι.

Επιστρέφω στα πρόσωπα των επισκεπτών. Περιφέρονται στα σοκάκια του νησιού, στου ονείρου τις διαδρομές.  Φωτογραφίζονται πλάι στις βουκαμβίλιες που ομορφαίνουν το λευκό με κάτι μοβ ανθάκια, μπαίνουν στα τουριστικά καταστήματα, γυρεύουν κάτι παραδοσιακό για να πάρουν μαζί τους. Ένα ενθύμιο από τούτη την Ελλάδα που ίσως ποτέ να μην ξαναδούν. Περνούν με τα ψάθινα καπελάκια τους από συνοικία σε συνοικία, απαντούν με χαμόγελα στους ντόπιους που τους φιλεύουν ένα σωρό πράγματα. Μες στο όνειρό μου περνούν και χάνονται οι ταξιδιώτες ώσπου να γίνουν αναμνήσεις. Και ο τόπος απαράλλαχτος, σε κάθε γωνιά του Αιγαίου, με τα ασβεστωμένα του σπιτάκια, με τα παρτέρια του, με εκείνη την ολιγόλογη, τη μετρημένη ομορφιά που λάμπει πιότερο μες στη συνήθεια και την ανάγκη. Να τι σημαίνει τέχνη, θα πει κάποιος, να τι σημαίνει ετούτη η υπόθεση που αναγγέλλεται εδώ και εκεί με τρόπους πρωτοφανέρωτους και ωραίους. Φανταστείτε πως εκείνοι οι άνθρωποι, οι τουρίστες της ιστορίας μας, περνούν μέσα από τον μουσαμά μιας ζωγραφιάς που έπλασε η ζωή με την ευγνωμοσύνη και την επιείκειά της και με τη ζεστασιά σε κάθε βήμα. Όλα θα γίνουν μια μέρα ποίηση και τραγούδι, όλα τα πρόσωπα με το βάθος και με την καβαφική τους τη βαρύτητα.

Τώρα το γκρουπ των τουριστών στέκει έξω από τη βιτρίνα του παλαιού ζαχαροπλαστείου. Στην είσοδο ο ιδιοκτήτης τους καλωσορίζει. Τον λένε Γιώργο Πίττα και γεννήθηκε στην Αθήνα το ’54. Σχεδιαστής εσωτερικών χώρων ο ίδιος, έκανε την αγάπη του για τη φιλοξενία τρόπο ζωής. Οι τουρίστες του σφίγγουν το χέρι, ο κύριος Γιώργος τους κατευθύνει στο εσωτερικό του καταστήματος. Εκεί που στέκουν τα φουσκάκια, τα χαμαλιά και οι μπακλαβάδες μες στα σιρόπια τους. Παντού η μυρωδιά από το βούτυρο και τ’αμύγδαλο, σχεδόν ριζωμένη μες στη γλύκα τούτου του κόσμου. Τώρα ο κύριος Γιώργος αραδιάζει ένα σορό ιστορίες από το νησί. Μια άλλη γλώσσα μιλά μα σαν κάτι παράξενο να συνέβη μα οι τουρίστες αντιλαμβάνονται πλήρως όσα έχει να πει. «Εδώ πιο πέρα», σημειώνει, «στέκει το αρχοντικό του γερο-Οικονόμου. Εστρώθησαν εις τα πλούσια μεντέρια, σιμά εις το παφλάζον πυρ της εστίας, τα φουσκάκια τα είχε έτοιμα η γερόντισσα. Το φαγί το είχε κατεβασμένο και δεν είχε ρίψει το ρύζι διά την σούπαν πριν έλθη ο γέρος να της πη. Μετά δέκα λεπτά έφθασε η Ντελησιφέρω, φέρουσα και τηγανίτες». Και όσο μιλούσε οι άλλοι δοκίμαζαν και έβρισαν απλόχερη τη γλύκα της ζωής και παντάνασσα την ομορφιά του κόσμου. Ο κύριος Γιώργος συμπλήρωσε: «Όλα ετούτα τα χρωστούμε στον κυρ Αλέκο, τον Παπαδιαμάντη που διέσωσε την αληθινή ζωή και την έκανε να μοιάζει με όνειρο ξυπνητό. Όλα τα χρωστούμε στον κυρ Αλέκο που διέσωσε για πάντα όλο εκείνο το βυθό της αληθινής και ανεξιχνίαστης ζωής. Ακολουθήστε με!», αναφώνησε και όλοι πια, ο ένας πίσω από τον άλλον παίρνουν τα καλντερίμια που τραβούν σε κάθε κατεύθυνση της ζωής μας.

Περνούν από τα υποστατικά με την αθωότητα των πλασμάτων τους, από τον μικρό όρμο με τις βάρκες που λικνίζονται απαλά, χορεύοντας πάνω στον αφρό των πραγμάτων. Περνούν από τ’απόκρημνα τα μονοπάτια, «ανά μέσον βρύων και θάμνων πυκνών», από τις ρεματιές, που κατηφορίζουν απότομα για να καταλήξουν εις την βρύσην, στο θαύμα του νερού και του ίσκιου που συντρέχει τους ανθρώπους αυτού εδώ του μικρού, του μέγα τόπου αιώνες τώρα. Ολάκερη η ζωή των νησιωτών στήθηκε πάνω στη φλέβα του νερού. Ο κύριος Γιώργος, μοιάζει να κατέχει τα ρουμάνια και τα χωμάτινα δρομάκια και τις πηγές και τα μεταφυσικά τοπωνύμια που αντλούν την ονομασία τους από τον λαϊκό μύθο. «Όλα σας τα ‘πε ο κυρ Αλέκος, μα πάει καιρός τώρα πια, που λιάνεψε η αίσθηση του ανθρώπου, που τσακίστηκε η βαρκούλα του στις πέτρες. Δεν πρόσεξε, δεν πρόσεξε και έκανε τη ζωή του ψέμα», αναφωνεί και όλο το γκρουπ στερεωμένο καλύτερα πια παίρνει τον δρόμο για το χωριουδάκι.

Σήμερα κρατεί το πανηγύρι και από μακριά μπορείς να ακούσεις τα όργανα. Και ανάμεσα στο γκρουπ μπορείς να δεις τους επισκέπτες με τα γαϊδουράκια τους, σαν μικρούς Χριστούς που τραβάνε για μια άλλη Ιερουσαλήμ. Και είναι ζεστή και τρυφερή, σαν φίλημα εκείνη η καλησπέρα που ανταλλάζουν με τους ανθρώπους. Και είναι ο κοινός σκοπός τους, μια ευφορία της ψυχής των σαν να λέμε, που τους κρατεί μονιασμένους. Περνούν τους ανεμόμυλους, ένας Ισπανός κάνει ότι ξιφομαχεί. Ο Δον Κιχώτης του ίσως να πέρασε από εδώ και αν όχι, δεν θα δίσταζε να τα βάλει με τούτες τις φτερωτές. Να και τα λιοτρίβια που χρυσίζουν κάτω από τον ήλιο. Και οι εκκλησιές, μόνες, αδικαιολόγητα χτισμένες στο πουθενά της ελληνικής φύσης, ίσως γιατί για τη χάρη της κρατούν αναμμένο το καντηλάκι τους. Τι ατμοσφαιρικότητα, τι θαλπωρή που βρίσκει κανείς μες σε εκείνες τις καπνισμένες εκκλησιές, μες στην καρδιά του κόσμου και την ίδια στιγμή τόσο απόμακρες. Μες στο σκοτάδι τους, μες στο ημίφως της κανδήλας, ανάμεσα στις τρομερές σκιές και τους δροσουλίτες, θα βρείτε τους στίχους που τα βάζουν με το θάνατο. Θα δείτε αντί για ιερό, μια θαλασσινή πορτοκαλιά, σαν εκείνη του Νερούδα, φορτωμένη δώρα, ελπίδες και ανθρωπιά.

Ο κύριος Γιώργος μας δείχνει από μακριά το πανηγύρι. Το μαρτυρούν οι σειρές τα φώτα που σαλεύουν μες στον άνεμο, οι χορευτές που ζητούν και άλλο ένα τραγούδι, πίνουν μια στάλα και χύνονται σαν πάντα, τραντάζοντας τον κάτω κόσμο με τις φιγούρες και το πείσμα τους. Ξυπνάτε μωρέ, να δείτε τι όμορφη που’ναι η ζωή, σαν να τους λένε μα είναι πικρό πράγμα η σιωπή και το πιο αβάσταχτο μες στην πλοκή της ιστορίας του θανάτου. Η νύχτα πέφτει σαν παραβάν παντού και τα πλάσματα της ξυπνούν και ζουν. Το γκρουπ των τουριστών παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής μα τίποτε δεν είναι ίδιο πια, αλλ’ ήνθει ως νέω επί των κάλει. Αλλιώτικα τα σπίτια, οι δρόμοι, τα υποστατικά, τα σπίτια και οι αυλές. Όλα να αποθεώνουν μια λιτή, μια γραμμή απέριττη που δένει με το μυστήριο του φωτός. Όλα φαντάζουν μέσα ικανά να δώσουν στη νύχτα τ’αληθινό της πρόσωπο. Οι τουρίστες μοιάζουν εκστασιασμένοι, είναι τόσα τ’ανθρώπινα που πρωταγωνιστούν έτσι σιωπηρά μες στην επικράτεια της ζωής.

Τ’όνειρο τελειώνει, σαν σήμα που χάνεται μες στης πόλης τις αντένες. Παλεύω, τα μάτια σφίγγω τίποτε να μην χάσω από την ομορφιά. Μα είναι δύσκολο πολύ να κρατήσεις όρθια τη φαντασία μες σε τούτο τον κόσμο τον άσχημο, τον κραυγαλέο. Μα εγώ το προσπαθώ, με όλη της ψυχής μου τη δύναμη, κύριε Γιώργο. Όλα μάταια, τίποτε δεν γίνεται και το νησί τώρα ξεμακραίνει λίγο λίγο σαν πορτραίτο που το παίρνει μακριά ο χρόνος. Πώς να το κρατήσω κοντά μου, σε τούτη την πόλη την αφιλόξενη;

Στο πλάι μου ένα βιβλίο, αφημένο σε μια τυχαία του σελίδα. Ίσως τ’ανοιξα εγώ καιρό πριν, ίσως να του έδωσε λίγη ζωή αυτός ο άνεμος ο ξαφνικός που σηκώθηκε. Ίσως πάλι να θέλησε η νύχτα να διαβάσει όσα διασώζει ο κύριος Γιώργος Πίττας στην υπέροχη έκδοση του Αρμού που ανανεώνει μοναδικά την υπόθεση Παπαδιαμάντης. Δεν είναι μονάχα η γλώσσα, το φέρσιμο, η λαϊκή ζωή και τα τερτίπια της, δεν είναι το πνεύμα που κράτησε όρθιο ο καλόγερος της ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι οι άνθρωποι σαν επιγράμματα και το ανωφελές της ζωής που καθίσταται σημαντικό και θεμελιώδες, είναι το φέγγος το παρήγορο που αγριεύει τις καρδιές των ανθρώπων, φανερώνοντας μια έκταση απέραντης καλοσύνης ή πάλι τ’αμπέλι της κακίας. Για όλα μιλά σαν προσευχή ο Παπαδιαμάντης που κρατήθηκε από τη γλώσσα του τόπου του για να βρει τον τρόπο να μιλήσει για το θαύμα της ζωής, για το κακό και το καλό της. Ο Σωτήρης Κακίσης γράφει πως με τον Παπαδιαμάντη μεταμφιεσμένο σε Ελλάδα και γλώσσα κόντρα στ’ανάποδα και τα στεγνά, τα αποκριάτικα και τα βασανιστικά, μπορούμε και σώζουμε από τον χαμό τον εαυτό μας. Αυτό το τελευταίο το συμπληρώνω εγώ που στέκω καρφωμένος στο μπαλκονάκι μου δεκάδες μέτρα πάνω από τούτη την πολιτεία και πια δεν έχω ύπνο και όνειρο. Συλλογίζομαι τον κύριο Γιώργο που κατόρθωσε να πει κάτι καινούριο για τον Παπαδιαμάντη σταχυολογώντας αναφορές από όλες τις εκδοχές της ζωής ενός κόσμου νησιωτικού που κρατιέται από τη συνήθεια και τις εναλλαγές των εποχών. Τον κοιτάζω στον μέσα κόσμο του βιβλίου να μνημονεύει τον Παπαδημητρακόπουλο. «Ο αναγνώστης εισέρχεται χάριν ταπεινώσεως», γράφει μα είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης φυλλομετρά το πώς και το γιατί της ζωής μας, βάζοντάς την κάτω από την τσιμπλιασμένη λάμπα του. Γαστρονομία, αγροτική και κοινωνική ζωή, ζαχαροπλαστική, κτηνοτροφία, όλοι οι τομείς της ζωής του νησιού που τόσο αγάπησε ο Παπαδιαμάντης φωτίζονται από τον κύριο Πίττα.

«Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, Η γαστρονομία της Σκιάθου με το βλέμμα του Παπαδιαμάντη», τιτλοφορείται η ξεχωριστή βίβλος του Γιώργου Πίττα που κάνει να λάμπουν τα σωθικά ενός κόσμου χαμένου μες στο μέτρο και την οικονομία που απεμπόλησε ο δικός μας καιρός.

Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη είναι τ’όνειρο που έμεινε ν’ακινητεί προς πάσην φαντασία. Έτσι όπως το ‘πε ο Ροίδης και έτσι συμβαίνει με το σπουδαίο αυτό βιβλίο που επαναφέρει τον Παπαδιαμάντη στο προσκήνιο. Θαρρείς ένα σύμπαν ολάκερο ξαναζωντανεύει, κρατημένο για πάντα μες στο συναίσθημα. Όσο για το δικό μου τ’όνειρο πάει, χάθηκε. Και είμαι στο μπαλκονάκι μου ανάμεσα σε έναν περίλυπο βασιλικό και κάτι γερμένες τριανταφυλλιές. Τις έκαμψε το βάρος της νύχτας ή πάλι γέρασαν και ετοιμάζονται να γείρουν και να πεθάνουν. Πολύ θα λυπηθεί το μπαλκονάκι μου. Παίρνω το βιβλίο των εκδόσεων Αρμός στα χέρια μου. Διαβάζω τ’απόσπασμα από τον «Βαρδιάνο στα σπόρκα», «Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Μα δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη για τον Παπαδιαμάντη, μια και ο κόσμος του παραμένει ολοζώντανος αν και αλαργινός. Και ο ίδιος, να ξέρετε, Άγιος μοιάζει. Αποκοιμιέμαι με την ελπίδα πως θα ξανάβρω την άκρη στο νήμα του ονείρου μου στην πόλη που αφόρητα μελαγχολεί.

Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν... Η γαστρονομία της Σκιάθου με το βλέμμα του Παπαδιαμάντη, του Γιώργου Πίττα

Εκδόσεις Αρμός
σελ. 256

5
Μοιράσου το