Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Η Πίστη, του Ανδρέα Καραμήτσου

feature_img__i-pisti-tou-andrea-karamitsou
Ο φύλακας προσπάθησε να ανοίξει την σιδερένια πόρτα με όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο….

Ο φύλακας προσπάθησε να ανοίξει την σιδερένια πόρτα με όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, όμως η υγρασία στο υπόγειο έκανε το τρίξιμο αναπόφευκτο. Για αυτούς που είχαν την νυχτερινή βάρδια εκείνη την βραδιά, η μυστικότητα αυτής της επίσκεψης ήταν σημαντική. Τον Βάλτερ δεν τον ένοιαζε καθόλου. Ας τον έστηναν και στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τίποτα πια δεν είχε σημασία.
Ανοιγόκλεισε λίγο τα μάτια του για να συνηθίσει στο σκοτάδι και τότε διέκρινε, μαζεμένη σε μια γωνιά του κελιού, την σιλουέτα του γιου του.

«Έριχ;», είπε τρέχοντας προς το μέρος του. «Έριχ, τι σου έκαναν παιδί μου; Τι σου έκαναν;»
Κουνούσε τον γιο του, του μιλούσε. Εκείνος παρέμενε αμίλητος. Σκυφτός στην γωνία, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του, έτρεμε.
«Το φως, ανάψτε το φως!», είπε ο Βάλτερ στον φύλακα.
«Δεν γίνεται Ταγματάρχα. Αν το ανάψουμε, θα μαθευτεί η επίσκεψή σας».

Ο Βάλτερ έβγαλε έναν αναπτήρα από την τσέπη του και τον άναψε. Τον πλησίασε στο σκυμμένο πρόσωπο του γιου του. Μπόρεσε να διακρίνει τους μώλωπες, τα σημάδια από το αίμα στο πρόσωπό του, τις πληγές. Σηκώθηκε οργισμένος προς τον φύλακα.

«Ποιος είναι ο ανακριτής; Ποιος το έκανε αυτό στον γιο μου;»
«Δεν γνωρίζω Ταγματάρχα», απάντησε ο φύλακας, αποφεύγοντας να κοιτάξει προς τον φυλακισμένο. «Ακόμα και αν γνώριζα, καταλαβαίνετε ότι δεν θα μπορούσα να σας πω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τον έφεραν εδώ άνδρες από το Τμήμα 2000».

Ο Βάλτερ πάγωσε. Το Τμήμα 2000 ήταν το κομμάτι της Στάζι που παρακολουθούσε τις ένοπλες δυνάμεις για κατασκόπους και αντιφρονούντες. Αυτό σήμαινε πως έμαθαν για τις απόψεις και τα σχέδια του γιου του να αυτομολήσει στην Δύση μέσω του ίδιου.

«Τι θα του κάνουν; Δεν έκανε κάποιο έγκλημα, απλά σκεφτόταν πράγματα! Δεν γίνεται να τον κρατήσουν εδώ!»
Ο φύλακας δίστασε λίγο να μιλήσει.
«Άκουσα ότι θα τον στείλουν στο Βερολίνο για να τον ανακρίνουν περισσότερο. Άκουσα να μιλούν και για εσάς Ταγματάρχα… Άκουσα να μιλούν για παραδειγματισμό».
Ο Βάλτερ τον σταμάτησε. Δεν τον ένοιαζε να ακούσει τίποτε άλλο αφότου άκουσε την λέξη «Βερολίνο».
«Άσε με εμένα! Δεν γίνεται να τον στείλουν εκεί! Δεν ξέρουν ποιος είμαι; Έχω ιστορία, έχω υψηλές γνωριμίες στο Κόμμα… Κάποια μεγάλα κεφάλια εκεί τα γλύτωσα εγώ όταν τους κυνηγούσαν!»

Γύρισε προς τον γιο του, άναψε τον αναπτήρα και επανέλαβε τα ίδια.
«Το ακούς Έριχ; Το ακούς; Δεν θα σε πειράξει κανένας! Τους ξέρω όλους στο Βερολίνο! Θα τους πιάσω όλους και θα τους εξηγήσω! Όλα θα πάνε καλά! Δεν θα πάθεις τίποτα και θα τα ξεχάσουμε όλα!»
Ο Έριχ σήκωσε το κεφάλι του. Μέσα στο αχνό φως, κοίταξε τον πατέρα του στα μάτια. Μια φράση ξεστόμισε μόνο πριν μαζευτεί πάλι.
«Πώς τους πίστεψες μπαμπά; Πώς τους πίστεψες;»

 

 

Ο Βάλτερ καθόταν αμίλητος και σχεδόν ακίνητος εδώ και ώρες. Το μόνο που τον κρατούσε ξύπνιο ήταν ο ήχος από τις σταγόνες καθώς έπεφταν και σχημάτιζαν μια λιμνούλα πίσω από τον τοίχο. Μάλλον το κελί στην άλλη πλευρά ήταν άδειο. Ή αυτός που βρισκόταν εκεί δεν είχε πια τις αισθήσεις του. Μετά από κάποιες μέρες σε αυτά τα μικροσκοπικά κελιά, οι αισθήσεις γίνονταν πια κάτι άχρηστο. Το μόνο στο οποίο χρησίμευαν ήταν να σου υπενθυμίζουν τον πόνο από τις ανακρίσεις.
Άκουσε βήματα και ομιλίες να πλησιάζουν. Σήκωσε ελαφρώς το κεφάλι του, να ακούσει.

«Δεν μπορείτε να τον κρατάτε εδώ μέσα! Η οικογένειά μας είναι γνωστή! Ο διοικητής σας έχει έρθει για δείπνο στο σπίτι μας! Πάντα ήμασταν φίλοι της Γκεστάπο, δεν μπορείτε να μας βάζετε σε κελιά!»
«Κύριε, ο Διοικητής ο ίδιος μου έδωσε εντολή να σας επιτρέψω να έρθετε εδώ. Κανονικά απαγορεύεται».
«Ελπίζω να μην έχετε κάνει κάτι στον γιο μου! Από πού και ως πού τον συλλάβατε;»
«Κοιτάξτε, τον ανέκριναν και είπαν ότι θα πρέπει να τον ανακρίνουν πάλι. Δεν θα τον δείτε σε καλή κατάσταση. Τον συνέλαβαν ως ανατρεπτικό στοιχείο. Δεν ξέρω να σας πω από πού βρήκαν τα στοιχεία και, ακόμα και αν ήξερα, καταλαβαίνετε ότι δεν θα μπορούσα να σας πω».
«Θα ζητήσω να μάθω τα ονόματα των ανακριτών και αυτών που τον συνέλαβαν! Δεν μπορείτε να μας προσβάλλετε έτσι!»

Υπήρξε μια σύντομη παύση. Ο αξιωματικός μίλησε ψιθυριστά αλλά, μέσα στην ησυχία και αφού στέκονταν μπροστά από το κελί του, ο Βάλτερ μπόρεσε να ακούσει τι έλεγε στον πατέρα του.

«Ακούστε… Ίσως να μην είναι καλό να ανακινήσετε περισσότερο το θέμα. Χθες, στα γραφεία, είδα κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ο φάκελος του γιου σας δεν βρισκόταν σε γραφείο αξιωματικού του Τμήματος A, όπως θα ήταν το αναμενόμενο, αλλά του Τμήματος C. Σας το λέω μόνο και μόνο επειδή σας εκτιμώ και επειδή πριν χρόνια σώσατε τον γιο μου και δεν πήρατε χρήματα. Μη το κυνηγήσετε πιο πολύ. Παρακολουθούν και εσάς και μάλλον όλη την ευρύτερη οικογένειά σας».

Η σιωπή ήταν πιο παρατεταμένη αυτήν την φορά. «Ανοίξτε μου να τον δω, σας παρακαλώ», ήταν οι μόνες λέξεις που ξεστόμισε η τρεμάμενη φωνή του πατέρα του.
Η πόρτα άνοιξε και ο πατέρας του έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος του.

«Παιδί μου! Παιδί μου, πώς είσαι; Τι σου έκαναν; Θα σε βγάλω από εδώ, σου το υπόσχομαι! Θα κάνω τα πάντα, θα πιάσω και θα μιλήσω στους πάντες, δεν θα πάθεις τίποτα!»
Ο Βάλτερ, αδύναμος, τον κοίταξε στα μάτια. Μόνο μια φράση μπόρεσε να ξεστομίσει.
«Πώς τους πίστεψες μπαμπά; Πώς τους πίστεψες;»

 

 

Το σαλόνι ήταν ήσυχο. Οι τοίχοι του διαμερίσματος δεν ήταν αρκετά χοντροί για να κρατήσουν την υγρασία αλλά τα παλιά, βαριά καλοριφέρ κρατούσαν ζεστό το γέρικο κορμί του Βάλτερ. Είχε μπροστά του στο τραπέζι διάφορα άλμπουμ. Κοιτούσε θολές φωτογραφίες με τον πατέρα του από την εποχή που ήταν παιδί. Έφυγε θλιμμένος, καταφρονεμένος και στο τέλος κυνηγημένος επειδή πίστεψε σε κάποιον που παρουσιάστηκε ως σωτήρας. Έβλεπε φωτογραφίες από τότε που ήταν νέος με την κοπέλα που θα γινόταν η γυναίκα του. Αυτή έφυγε και τον άφησε επειδή δεν μπορούσε να πιστέψει πια σε αυτόν που κάποτε ήταν ο δικός της σωτήρας και θα της έδινε μια καλύτερη ζωή. Έβλεπε φωτογραφίες του γιου του. Αυτός έφυγε, όχι για την Δύση όπως ονειρευόταν, αλλά για έναν ακόμα καλύτερο παράδεισο που του άξιζε. Έφυγε επειδή ο πατέρας του πίστεψε στους σωτήρες που ήρθαν από αλλού.

Κοίταξε τριγύρω του και δυο δάκρυα κύλησαν. Τώρα που καταλάβαινε, τώρα πια ήταν γέρος. Μόνος. Και δεν τον άκουγε κανείς. Άλλωστε, οι δικοί του σωτήρες ήταν πια ηττημένοι, ξεπερασμένοι. Ο κόσμος έτρεχε σε άλλους, καινούργιους, λαμπρότερους. Ο κόσμος πίστευε. Και τώρα πια κανείς δεν ρωτούσε πώς τους πίστευε. 

1
Μοιράσου το