Ο Tom Hanks, για τρίτη φορά μετά το "The DaVinci Code" και το "Illuminati", ενσαρκώνει τον καθηγητή Robert Langdon, λύνει γρίφους και προσπαθεί να σώσει την ανθρωπότητα.
Ταινιοθήκη
Το να γράψεις την άποψή σου για μια ταινία μυστηρίου είναι ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί πρέπει να ισορροπήσεις ανάμεσα σε αυτά που θέλεις να πεις και σε αυτά που δεν πρέπει να πεις για να μην υποψιάσεις όσους δεν έχουν δει ακόμα την ταινία. Ακριβώς αυτό το πρόβλημα καλούμαι να αντιμετωπίσω παρουσιάζοντας το “The Girl Οn Τhe Train” («Το κορίτσι του τρένου») του Αμερικανού σκηνοθέτη Tate Taylor, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Όσοι έχουν βέβαια διαβάσει το ομώνυμο best seller της Paula Hawkins γνωρίζουν πολύ καλά τα μυστικά που κρύβει η ταινία.
Αθέατες κραυγές που μοιάζουν με κράμα πόνου και ηδονής, σε ένα ολόμαυρο φόντο. Η αυτόκλητα προσκεκλημένη κάμερα τρυπώνει λαίμαργα από το παράθυρο. Το σινεμά ήταν ανέκαθεν μία ηδονοβλεπτική διαδικασία για τον Ολλανδό σκηνοθέτη Paul Verhoeven. Και σε αυτή τη γειτονιά με τα όμορφα σπίτια, τα ακριβά αμάξια και τις ψηλές καγκελόπορτες, ουδέν μπορεί να μείνει κρυπτόν υπό τον κινηματογραφικό φακό. Η αλήθεια (;) αποκαλύπτεται. Δεν πρόκειται για μία σεξουαλική πράξη, αλλά για ένα βιασμό. Για μία κατεξοχήν δηλαδή πράξη επιβολής, εξουσίας και ελέγχου.
Η Τζέσι, μια πανέμορφη δεκαεξάχρονη με όνειρο να γίνει μοντέλο, φτάνει στο Λος Άντζελες με ελάχιστα χρήματα και μερικές καλλιτεχνικές φωτογραφίες στην τσέπη. Σύντομα, θα γνωρίσει την επιτυχία, αφού η αθώα εφηβική ομορφιά της θα κάνει τεράστια εντύπωση στους ανθρώπους της βιομηχανίας που θα τη φέρουν πολύ γρήγορα στην πρώτη γραμμή των πιο εξεζητημένων και σπουδαίων επιδείξεων. Ωστόσο, άμεσα θα συνειδητοποιήσει ότι πίσω απο τα φανταχτερά φλας των φωτογράφων και την επίπλαστη ομορφιά των μοντέλων, κρύβεται ένας σκοτεινός και επικίνδυνος κόσμος απο τον οποίο δεν μπορεί (ή μήπως δεν θέλει;) να ξεφύγει.
Αν μπορούσε κάποιος να δει μόνο μία ταινία στη ζωή του, πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτή θα έπρεπε να είναι το “Citizen Kane” («Ο Πολίτης Κέιν») του Orson Welles. Όσο υπερβολική κι αν ακούγεται αυτή η δήλωση, γεγονός παραμένει ότι 75 χρόνια μετά από την πρώτη της εμφάνιση στις κινηματογραφικές αίθουσες, η ταινία εξακολουθεί να διδάσκεται στις σχολές κινηματογράφου, να εντυπωσιάζει κριτικούς και σινεφίλ και να εμπνέει νέους δημιουργούς. Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Welles, στις 10 Οκτωβρίου του 1985, ξαναθυμόμαστε την πιο εμβληματική του ταινία.
Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε με “ Portnoy's Complaint ” (1969), που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1972, σε σκηνοθεσία Ernest Lehman. Επόμενος σταθμός μας “ The Human Stain ” (2000), σε σκηνοθεσία Robert Benton, το 2003, με πρωταγωνιστές τους Anthony Hopkins και Nicole Kidman. Η συνέχεια δόθηκε με “ The Dying Animal ” (2001), το οποίο γυρίστηκε σε ταινία από την Isabel Coixet, το 2008, με κινηματογραφικό τίτλο Η ελεγεία ενός έρωτα και πρωταγωνιστές την Penélope Cruz και τον Ben Kingsley. Το πιο πρόσφατο δείγμα γραφής ήταν “The Humbling” (2009), σε σκηνοθεσία Barry Levinson, το 2014, με πρωταγωνιστές τους Al Pacino και Greta Gerwig.
Εάν ξεκινούσα από τα βασικά στοιχεία που επηρέασαν την κινηματογραφική εμπειρία μου, θα τόνιζα αρχικά πως αγαπώ τον Tim Burton. Σίγουρα, δεν είναι ένας σταθερός καλλιτέχνης και συχνά μοιάζει να λυγίζει κάτω από το αισθητικό βάρος του οράματός του, αλλά είναι ένας από τους εμβληματικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.
Δύο εικοσάχρονοι που ζουν στο Miami, αποφασίζουν να κάνουν το «μεγάλο» βήμα, ξεκινώντας μια δουλειά ως έμποροι όπλων. Αφορμή στέκεται ένα πρόγραμμα του αμερικανικού στρατού, που δίνει την ευκαιρία σε μικρές επιχειρήσεις να υπογράψουν συμβόλαια για εξοπλισμό όπλων με την κυβέρνηση των Η.Π.Α. Στην πορεία θα γνωρίσουν μια ανέλπιστη επιτυχία, αλλά επίσης θα συνειδητοποιήσουν πως μάλλον έχουν πέσει στα πολύ βαθιά, όταν καλούνται να διεκπαιρεώσουν μια συμφωνία 300 εκατομμυρίων δολλαρίων, και βρίσκονται αντιμέτωποι με επικίνδυνους λαθρεμπόρους όπλων, αλλά και τη διεφθαρμένη αμερικανική δικαιοσύνη.
Οι προσδοκίες που έχει ο καθένας μας για μία ιστορία παίζουν καταλυτικό ρόλο στο πόσο θα μπορέσει να την απολαύσει. Καλώς ή κακώς, όταν ο Antoine Fuqua στριμώχνει στην ίδια οθόνη τους Denzel Washington, Ethan Hawke, Chris Pratt, Vincent D' Onofrio, Peter Sarsgaard και Luke Grimes, για να μεταφέρουν ένα remake των θρυλικών «Επτά Σαμουράι» (Shichinin no Samurai) του Kurosawa και του αξέχαστου “The Magnificent Seven” (1960) του Sturges, οι προσδοκίες τείνουν να είναι εξαιρετικά υψηλές. Δυστυχώς όμως, όπως συνηθίζουν να λένε στην Αμερική, “the bigger they are, the harder they fall”. Προς αποφυγήν αφορισμών, βέβαια, η ταινία είχε τις καλές στιγμές της και δεν θα τις παραλείψουμε.
Απελπισία, παραλογισμός και ανούσια σφαγή. Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία ενός πεδίου μάχης, και είναι αρκετά για να οδηγήσουν τον οποιονδήποτε στην τρέλα ή τη φυγή. Τον Newton Knight τον οδηγούν στην απόφαση πως η αυτοθυσία, για χάρη της περιουσίας των πλουσίων, δεν τον εκφράζει πλέον. Επιστρέφει λοιπόν στην οικογένειά του, απλά και μόνο για να ανακαλύψει πως ο πόλεμος δεν έχει αφήσει ανέγγιχτους ούτε τους φτωχούς αγρότες του χωριού του, οι οποίοι λιμοκτονούν και σφαγιάζονται, ώστε οι πλούσιοι γαιοκτήμονες να διατηρούν τόσο τον πλούτο τους όσο και τον άνετο τρόπο ζωής τους. Κάπως έτσι, ένας απλός άνθρωπος, πρακτικός και έξυπνος, με την «ατυχία» να μην είναι ούτε ρατσιστής ούτε εθνικιστής σε τόπο και χρόνο που βρίθουν κι από τα δύο, ωθείται σε επαναστατικές, «ουτοπικές», ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, επιδιώξεις, για λόγους, όμως, πέρα για πέρα πρακτικούς και «προσγειωμένους».