Οι Zemial είναι ένα άλμπατρος που πετάει σε σκοτεινές κατακόμβες, πάνω από κύματα προοδευτισμού, και είναι άγνωστο πού θα καταλήξει. Γεύεται την αύρα κύκνων της Αγγλίας, την ένωση του ήλιου με το φεγγάρι και μοιράζει φτερά γοητευτικών ήχων για τους λάτρεις του πειραματισμού.
Άλλαι Τέχναι
Ρομπότ, ζώα, γήινα και εξωγήινα πλάσματα που μας άγγιξαν στη μεγάλη οθόνη.
O Fatih Akin, μετά την ταινία «Η Μαχαιριά» (“The Cut”, 2014), για το Ολοκαύτωμα των Αρμενίων, η οποία ήθελε να φτάσει ώς το κόκαλο, αλλά ακουμπούσε μονάχα ξώφαλτσα και επιδερμικά, επιστρέφει σε μία γνώριμη χαλαρή διάθεση. Αυτή που είχε γεννήσει τις μεγάλες του επιτυχίες “Soul Kitchen” (2009) και “Head-On” (2004) και στην οποία δείχνει να κινείται με χάρη και επιδεξιότητα. Βασικοί του ήρωες δύο ανήλικοι κοινωνικοί παρίες, οι μόνοι απόντες από το καλοκαιρινό πάρτι της βασίλισσας του σχολείου. Από τη μια, ο Μάικ, ένα ευαίσθητο, αόρατο και -όπως έχει πείσει τον εαυτό του- βαρετό αγόρι, με μία αλκοολική μητέρα με την οποία αλλήλο-αγαπιούνται και έναν παντελώς ψυχρό και αδιάφορο πατέρα. Από την άλλη, ο Τσικ, ένας μετανάστης αδιευκρίνιστης καταγωγής, με ρίζες που διακλαδώνονται στο πουθενά, και εμφάνιση -ιδίως ενδυματολογική- που προκαλεί αυτόματα τη χλεύη.
Πάντα πίστευα ότι, στις κρίσιμες στιγμές, οι απαντήσεις βρίσκονται στην τέχνη. Είτε αυτή μιμείται τη ζωή είτε συμβαίνει το ανάποδο, σπάνια βρίσκει κανείς πιο ειλικρινή και ρεαλιστική αντανάκλαση του ενός στο άλλο. Τον τελευταίο χρόνο, οι Ηνωμένες Πολιτείες περνούν δύσκολα. Οι μακροχρόνιες πολιτικές διαχωρισμού και μισαλλοδοξίας έχουν κλιμακωθεί σε ένα status quo διχασμού, που μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα. Οι λογικές φωνές δεν ακούγονται, οι ακρότητες σε λόγια και σε έργα είναι καθημερινό φαινόμενο, και το μόνο πεδίο που φαίνεται να προωθεί την αλληλεγγύη και την ενότητα είναι η μουσική. Τα δύσκολα αυτά χρόνια, οι 2 παραδοσιακές φόρμες αμερικάνικης μουσικής, η jazz και το hip hop έχουν έρθει τόσο κοντά που είναι πολλές φορές δύσκολο να βρεις πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
Όποιον και να ρωτήσεις, από τη μητέρα σου μέχρι τυχαίους περαστικούς στο δρόμο, η εικόνα που έχουν για τη jazz είναι πάνω κάτω η ίδια. Ένα σκοτεινό μπαρ με καπνό και αλκοόλ, μια μικρή ορχήστρα κουστουμαρισμένων μουσικών, φυσικός ήχος και χάλκινα πνευστά. Πριν από οτιδήποτε άλλο, να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό με αυτή την αντίληψη, όλα αυτά είναι εξεχόντως ευχάριστα πράγματα, ένα προς ένα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Η jazz σήμερα ζει, είναι το Intellectual όχημα της κοινωνικής χειραφέτησης, έχει ανοίξει τα πλαίσιά της για τους οξυδερκέστερους των rappers και αυτή η συνολική και συντονισμένη θεώρηση την έχει ανάγει σε πολιτιστικό όπλο. Ομολογουμένως η Αμερική πάντα θα προηγείται σε αυτά (εξάλλου η jazz είναι η μοναδική αμιγώς αμερικανική μουσική φόρμα), αυτό όμως δε σημαίνει ότι το μηνυμα δεν περνάει εξίσου ξεκάθαρα σε όλους εμάς. Και ο ήχος του, είναι κάπως έτσι…
Τα άστρα στον κρύο ουρανό της Φινλανδίας βοήθησαν τον Goatspeed να φτάσει στο νόημα της δικής του λύτρωσης και να βρει τον δρόμο του.
Ο Raffaello Sanzio Da Urbino (28 Μαρτίου (ή 6 Απριλίου) 1483 – 6 Απριλίου 1520), γνωστός ευρύτερα ως Raphael (Ραφαήλ), είναι ένας από τους ζωγράφους που σημάδεψαν την Ιταλική Αναγέννηση και παρά τη σχετικά σύντομη σταδιοδρομία του, άφησε πίσω του πολλά έργα που ξεδιπλώνουν το μοναδικό εικαστικό του ταλέντο. Όσο σημαντικός είναι ο Michelangelo και ο Leonardo Da Vinci στον κόσμο της Τέχνης, εξίσου σπουδαίος είναι και ο Raphael, ο οποίος αφιερώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική και δημιούργησε έργα που προκαλούν τον θαυμασμό μας μέχρι σήμερα.
Είναι πολύ δύσκολο όταν μπαίνεις στην σκοτεινή αίθουσα για να παρακολουθήσεις ένα φιλόδοξο biopic που ξεδιπλώνει τη ζωή και την καριέρα ενός από τα λαμπερότερα μουσικά ινδάλματα που σφράγισαν με το χνάρι τους τον προηγούμενο αιώνα (και μίας από τις πιο αγαπημένες σου τραγουδίστριες όλων των εποχών), να πειθαρχήσεις και να παραμείνεις στο αμιγώς ζητούμενο που είναι το κινηματογραφικό (για το μουσικό δεν κουβαλάς τον παραμικρό ενδοιασμό – και δικαιώνεσαι) αποτέλεσμα του εγχειρήματος.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι τούτη η ταινία των Gastón Duprat και Mariano Cohn. Μια ταινία, που φέρνει στο νου κάτι από το «Κυνήγι» του Thomas Vinterberg αλλά και από τον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού, σε πιο χαλαρούς τόνους πάντως, όπως και να έχει. Μια σπουδή πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, τα δάνεια από την πραγματικότητα, την ίδια την τέχνη της αφήγησης, εντέλει, το ίδιο το σινεμά!
Όπου με αφορμή το καινούριο album των Gorillaz θυμόμαστε την κορυφαία στιγμή των Blur

