Αν πριν μερικά χρόνια ισχυριζόταν κάποιος πως ο ιδεαλιστής Thomas Vinterberg θα δούλευε πάνω σ’ ένα σενάριο χολιγουντιανών προδιαγραφών, μακριά από τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και τα ψυχογραφικά ξεσπάσματα του παρελθόντος, θα τον θεωρούσαμε σίγουρα παράφρονα. Κι όμως, ο πάλαι ποτέ ριζοσπαστικός Δανός, απογαλακτισμένος πλέον από προκαταλήψεις και θεωρίες, αναδιπλώνεται όσο ποτέ πριν και μας παρουσιάζει μια αμφίσημη «ιστορική» ταινία που τον διαφοροποιεί σαφώς από τις ιδέες που ο ίδιος δημιούργησε κι εγκαθίδρυσε στο παρελθόν.
Άλλαι Τέχναι
Ο Μπίλι Μουρ, νεαρός Βρετανός πυγμάχος εθισμένος στα ναρκωτικά, οδηγείται με συνοπτικές διαδικασίες στις πιο σκληρές και κακόφημες φυλακές της Ταϊλάνδης, με την κατηγορία της εμπορίας ναρκωτικών. Πρώτο του μέλημα –και δυσκολότερο– να διατηρηθεί στη ζωή. Η μάχη του φέρει ψυχοσωματικές διαστάσεις και όταν έρχεται σε επαφή με μία παρεμφερή του Κικ Μπόξινγκ τοπική πολεμική τέχνη που καλείται Μουάι Τάι, αντιλαμβάνεται ότι η μύησή του σε αυτήν είναι η ασφαλέστερη οδός για την επιβίωση. Μία επιβίωση όμως που τσακίζει σαρωτικά σώμα και πνεύμα.
A (bi) weekly retrospect of new interesting sounds
Έχουν περάσει 41 ολόκληρα χρόνια από τη στιγμή που το “Suspiria” του Dario Argento άφησε μια για πάντα το στίγμα του στις ταινίες τρόμου, αποτελώντας την κορωνίδα του κινηματογραφικού είδους του giallo, και παράλληλα έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του. Εκ των πραγμάτων, ο Luca Guandanino, αποφασίζοντας να γράψει και να σκηνοθετήσει το remake μιας τόσο εμβληματικής ταινίας, γνώριζε τους κινδύνους και τις δυσκολίες που ελλοχεύουν, όταν καλείσαι να αναμετρηθείς με ένα έργο τέχνης με χιλιάδες φανατικούς πιστούς. Ίσως για αυτό η προσέγγισή του είναι τελείως διαφορετική από αυτήν τουπρωτότυπου, από κάθε άποψη,αφού το “Suspiria” του Guandanino, δεν αποτελεί ακριβώς remake. O Guandanino αποδομεί την πρωτότυπη ιστορία με μια σχεδόν Ντερινταϊκή μεθοδικότητα, της προσθέτει βάθος, πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, την εμπλουτίζει, την κάνει ολότελα δική του.
Νοέμβριος 1972. Η Carly Simon κυκλοφορεί σε single το “You’re So Vain”, που έμελε να γίνει το μοναδικό τραγούδι της που θα φτάσει στο νούμερο 1 των αμερικανικών charts. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, το “You’re So Vain”, όχι απλά ακούγεται το ίδιο φρέσκο, αλλά έχει πλέον καθιερωθεί ως ένα από τα «απόλυτα» τραγούδια χωρισμού… Όπως έχει ειπωθεί, αν το “You’re So Vain” δεν αποτελεί μέρος της playlist ενός χωρισμού, τότε δεν έχεις χωρίσει πραγματικά ακόμα! Γιατί, μόνο όταν έχεις πραγματικά συνειδητοποιήσει το τέλος μιας σχέσης, μπορείς να πετάξεις στον άλλον περιπαικτικά και κατάμουτρα τον στίχο: «είσαι τόσο ματαιόδοξος, που μπορεί να νομίσεις ότι αυτό το τραγούδι είναι για σένα»!
Έργο ζωής (δέκα ολόκληρα χρόνια το πάλευε, απορρίπτοντας οτιδήποτε άλλο στο ενδιάμεσο προκειμένου να δουλέψει σε αυτό απερίσπαστος) για τον Rupert Everett το αποσπασματικό biopic που επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια (χρόνια οδύνης και πικρής μοναξιάς) της ζωής του Όσκαρ Ουάιλντ, όταν βρισκόταν εξοστρακισμένος στη Γαλλία, κατορθώνοντας στο μεσοδιάστημα για λίγο να ξανασμίξει στη Νάπολη με τον νεαρό εραστή του, λόρδο Άλφρεντ «Μπόσι» Ντάγκλας.
Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος σε ένα προάστιο του Τορίνο, στην Ιταλία, αλλά μεγαλωμένος στην Φρανκφούρτη, Lars Kraume. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ήταν η ταινία "Viktor Vogel – Commercial Man", το 2001. Η πρώτη του ταινία που πήρε διανομή για την Ελλάδα ήταν η 6η μεγάλου μήκους της καριέρας του, με τίτλο «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ» (Der Staat gegen Fritz Bauer), η οποία αν και έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, τον Αύγουστο του 2015, προβλήθηκε στη χώρα μας τον Ιανουάριο του 2017. Μάλιστα, δύο από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ταινίας, οι Burghart Klaussner και Ronald Zehrfeld, έχουν βασικό ρόλο και στη νέα του ταινία.
«Όλα τηλεόραση, δύσκολα αγγίζεις κάτι από κοντά» έλεγε πριν από μισό και πλέον αιώνα ο Γιώργος Σεφέρης, αποτυπώνοντας ποιητικά μια σκέψη που έμελε να μετεξελιχθεί σε κεντρική προβληματική της σύγχρονης διανόησης. Αφορμές γι’ αυτό το κείμενο στάθηκαν πολλές και σίγουρα θα υπάρξουν κι άλλες στο άμεσο μέλλον. Βασικό εφαλτήριο όμως των παρακάτω σημειώσεων υπήρξε μια συνεργασία μεταξύ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου με την Cosmote TV, στα πλαίσια της οποίας την περασμένη Τετάρτη παρουσιάστηκαν σε πρώτη προβολή στην αίθουσα του Ολύμπιον τα δύο πρώτα επεισόδια μιας τηλεοπτικής σειράς, του κατά τ’ άλλα καλογυρισμένου κι αρτιότατου “My Brilliant Friend”.
Ο Βρετανός Steve McQueen, στην τέταρτη ταινία του, επιλέγει να διαφοροποιηθεί αισθητά από την ώς τώρα πορεία του. Πρωτίστως, διότι δεν επικεντρώνεται σε κάποιο υπαρξιακό angst που λαμβάνει τη μορφή συμβολικού και πολυεπίπεδου αγώνα. Στο "Hunger" συναντούμε την απόλυτη κατεδάφιση του ατόμου προς ανάδειξη ενός ανένδοτου συλλογικού αγώνα. To σώμα εκμηδενίζεται, εξαϋλώνεται, είναι συγκοινωνούν δοχείο με την ψυχή, που αντισταθμίζει τη σαρκική εξασθένηση. Στο "Shame", η απόλυτη εξατομίκευση έχει μετατραπεί από ελευθερία σε φυλακή, σε ένα κοινωνικό ιστό διαλυμένο ψυχικά, από μέσα πεθαμένο όπως λέει και το άσμα. Το σώμα γίνεται και πάλιφτης του πνεύματος, αλλά με αντίστροφη φορά. Από όπλο στη διάθεση των υψηλών ιδανικών, μετατρέπεται σε κυματοθραύστης απέναντι στη στοιχειωδέστερη μορφή τους.
Η Λέτα είναι μία ανύπαντρη μητέρα ενός βρέφους δίχως σταθερή δουλειά. Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ίδιας και του παιδιού της και χωρίς να διαθέτει καν στέγη, αναλαμβάνει τη φροντίδα μιας γηραιάς και βαριά άρρωστης κυρίας που δε μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Η ζωή όμως συνεχίζει να φέρνει όλο και περισσότερες δυσκολίες στον ούτως ή άλλως δύσβατο δρόμο της και έτσι η άτυχη γυναίκα βλέπει την τύχη της να εξαρτάται σε αποκλειστικό βαθμό από την επιβίωση της κατάκοιτης γυναίκας, καθώς είναι αδύνατο να εξασφαλίσει τα μέσα του βιοπορισμού της από άλλη πηγή.