Η σειρά βιβλίων “Germania” του Γερμανού Harald Gilbers διαδραματίζεται στο Βερολίνο του 1944-1945, στα ερείπια και στα αποκαΐδια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πρωταγωνιστή τον Εβραίο επιθεωρητή Οπενχάιμερ. Διαβάσαμε τις «Τελευταίες μέρες» και στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο συγγραφέας μας μιλάει επί παντός επιστητού, λίγο πριν κυκλοφορήσει το τέταρτο βιβλίο της σειράς από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 7 Μαίου, με τίτλο «Μαύρη λίστα», όπου ο συμπαθής επιθεωρητής θα έρθει αντιμέτωπος με έναν κατά συρροή δολοφόνο.
Artcore
Βόρεια Γαλλία, 6 Απριλίου 1917. Δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες αναλαμβάνουν να διαμηνύσουν σε ένα τάγμα που ετοιμάζεται για επίθεση τις εντολές του ανώτατου αξιωματικού περί ματαίωσης της επιχείρησης διότι επίκειται ενέδρα των Γερμανών. Για να το κατορθώσουν, πρέπει να διασχίσουν εχθρικές γραμμές. Αν αποτύχουν, χίλιοι εξακόσιοι άνδρες -μεταξύ των οποίων ο αδερφός του ενός- θα οδηγηθούν στη σφαγή.
Η Πετρούνια είναι μία γυναίκα τριάντα δύο ετών που ζει σε μία μικρή πόλη της Βόρειας Μακεδονίας με τους γονείς της. Ιστορικός στο επάγγελμα, αδυνατεί να βρει δουλειά και ετοιμάζεται για μία ακόμα συνέντευξη για μία θέση άσχετη με τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Και ενώ η μέρα των Θεοφανίων έμοιαζε σαν κάθε άλλη στη ζοφερή συλλογή της, η Πετρούνια αποφασίζει ενστικτωδώς να επαναστατήσει: λαμβάνει μέρος στην ανδροκρατούμενη τελετή ανέλκυσης του σταυρού, πιάνοντας η ίδια το θρησκευτικό «έπαθλο» και μετατρέποντας τον καθαγιασμό των υδάτων σε σκάνδαλο για το ήθη της κοινωνίας.
Όταν ένα μυθιστόρημα σου γεννάει την ανάγκη να ξαναπιάσεις στα χέρια σου, ύστερα από πολλά χρόνια, την Ιλιάδα, για να ξανασυναντηθείς με έναν ήρωα που είχες από χρόνια ξεχασμένο, να τον αντικρύσεις με άλλη, πιο ώριμη ματιά, και να τον αγαπήσεις, ίσως για πρώτη φορά, τότε, ο συγγραφέας του -στη συγκεκριμένη περίπτωση η Pat Barker- έχει επάξια κερδίσει το στοίχημα που, ίσως, έβαλε με τον εαυτό της και το αναγνωστικό κοινό, αποφασίζοντας να καταπιαστεί με ένα από τα πιο διαχρονικά έργα της ανθρώπινης ιστορίας.
Ο Σαλβαδόρ είναι ένας μεσήλικας σκηνοθέτης σε καλλιτεχνική και προσωπική κρίση. Όταν η ταινιοθήκη της Μαδρίτης αποφασίζει να προβάλει την αποκατεστημένη κόπια μίας τριακονταετούς ταινίας του, προσκαλώντας τον δημιουργό να προλογίσει και να συμμετάσχει σε ένα Q and A με το κοινό μετά την προβολή, εκείνος αποφασίζει ότι είναι έντιμο να προσκαλέσει και τον Αλμπέρτο, πρωταγωνιστή της ταινίας του. Μόνο που οι δυο τους έχουν να βρεθούν τριάντα χρόνια, ακριβώς με το πέρας των γυρισμάτων του φιλμ, οπότε και διαπληκτίστηκαν έντονα σχετικά με την ερμηνεία του ηθοποιού. Η επικείμενη συνάντηση των δύο ανδρών αναστατώνει τη λημνάζουσα δυστυχία του Σαλβαδόρ, φέρνοντας στο νου του θύμισες από όλη του τη ζωή που τον καθόρισαν αλλά και έναν ανεξερεύνητο φόβο θανάτου.
Η Μάρα εργάζεται στην ΗΠΑ σαν νοσηλεύτρια, αφιχθείσα λίγο καιρό πριν νομότυπα από τη Ρουμανία, δυνάμει άδειας προσωρινής διαμονής. Παντρεύεται τον Αμερικανό Ντάνιελ και λίγο καιρό μετά υποδέχονται από κοινού τον δεκάχρονο γιο της, οραματιζόμενοι μία φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο, η σκληρά εργαζόμενη Μάρα κινεί τις νόμιμες διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια μόνιμης διαμονής, ως σύζυγος Αμερικανού πολίτη. Η διαδικασία αυτή όμως αποδεικνύεται πολύ πιο επίπονη από όσο έμοιαζε αρχικά.
Ο Ανρί Βερντού είναι ένας τέως τραπεζικός υπάλληλος που έχει χάσει τη δουλειά του λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Πένης και αδύναμος να στηρίξει την οικογένειά του, ο άλλοτε αξιοσέβαστος κύριος συλλαμβάνει και θέτει σε εφαρμογή ένα πανούργο σωτήριο σχέδιο: παντρεύεται και στη συνέχεια εξαφανίζει μυστηριωδώς πλούσιες γυναίκες. Χήρες, κληρονόμοι, αυτοδημιούργητες, νικήτριες του λαχείου, καμία δεν εξαιρείται από το παλμαρέ του. Ωστόσο, όπως είναι αναμενόμενο, το ριψοκίνδυνο πλάνο του Βερντού κάποια στιγμή παρουσιάζει επιπλοκές.
Μπορεί οι μέρες του σερίφη Γούντι με τον αγαπημένο του Άντι να ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, αυτό όμως δε σημαίνει ότι το τρυφερό παιχνίδι έχει παύσει το θεάρεστο έργο του. Πλέον βρίσκεται, μαζί με όλη την παλιοπαρέα, στη συντροφιά της Μπόνι, η οποία ετοιμάζεται διστακτικά να ξεκινήσει τη σχολική της καριέρα. Την πρώτη μέρα του νηπιαγωγείου, λοιπόν, ο σερίφης τρυπώνει στην τσάντα της για να διασφαλίσει ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά και έτσι γίνεται μάρτυρας της εφευρετικότητας του κοριτσιού: η Μπόνι φτιάχνει εκ των ενόντων ένα ολοκαίνουριο παιχνίδι!
Ο Ματέο και ο Έτορε είναι δύο αδέρφια που ουσιαστικά δεν γνωρίζονται. Ο πρώτος ζει μία έντονη ζωή στην Ρώμη, διαθέτει πολύ μεγάλο εισόδημα και εκρηκτική κοινωνικότητα. Ο δεύτερος είναι καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη μικρή πόλη όπου οι δύο ομογάλακτοι μεγάλωσαν, συντροφιά με τη μητέρα του, όπου διάγει έναν ήρεμο οικογενειακό βίο με τη γυναίκα του και το παιδί του. Ένας όγκος στον εγκέφαλο του Έτορε όμως θα ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση και θα φέρει τους δύο αδελφούς ξανά κοντά, καθώς ο Ματέο αναλαμβάνει όλα τα έξοδα της θεραπείας του ασθενή αδερφού του, καθώς και τη φιλοξενία του στο προικισμένο με πλείστες ανέσεις διαμέρισμά του στην ιταλική πρωτεύουσα.
Πέραν της αγάπης μου για τη λογοτεχνία και της απόλαυσης που μου χαρίζει η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, εδώ και λίγα χρόνια, και με αφορμή τη δημιουργία του Artcore, επιθυμώ να συμμετέχω πιο ενεργά στα λογοτεχνικά δρώμενα, γράφοντας παρουσιάσεις για τα βιβλία που ξεχωρίζω και συνομιλώντας με τους συγγραφείς τους σε μία μορφή συνέντευξης. Γράφω τη λέξη «παρουσιάσεις», γιατί γνωρίζω ότι δεν έχω κατορθώσει μέχρι σήμερα να κάνω κτήμα μου τις απαραίτητες εκείνες γνώσεις και τα κατάλληλα εργαλεία που θα με βοηθήσουν να προσεγγίσω τόσο ουσιαστικά το εκάστοτε βιβλίο, ώστε να γράψω μια ολοκληρωμένη κριτική γι’ αυτό. Ο τίτλος του βιβλίου του Σπύρου Κιοσσέ μου τράβηκε το ενδιαφέρον με την πρώτη ματιά λόγω της αναφοράς του στη «δημιουργική ανάγνωση», σε ό,τι δηλαδή θέλω να πετύχω ως αναγνώστρια και ως ερασιτέχνης λογοτεχνικός συντάκτης.