Scroll Top

Auditorium

Ανταπόκριση: Monster Magnet (31 Ιανουαρίου, Fix Factory of Sound)

feature_img__antapokrisi-monster-magnet-31-ianouariou-fix-factory-of-sound
Σάββατο βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Μια βραδιά που περιμέναμε εδώ και μήνες. Ο καιρός είναι βροχερός και υγρός, αλλά η ατμόσφαιρα έξω από το Fix Factory of Sound είναι ζεστή από τον κόσμο που περίμενε έξω, αρκετοί από αυτούς για να προμηθευτούν εισιτήριο.

Η ώρα είναι 21:10 και το Fix είναι ακόμα σχετικά άδειο, δικαιώνοντας τη φήμη που έχουμε ως άνθρωποι της τελευταίας στιγμής, μιας που σύμφωνα με το πρόγραμμα το support συγκρότημα θα άνοιγε την αυλαία στις εννιάμησι. Πράγματι, στις εννιάμισι ακριβώς, ανέβηκαν στη σκηνή οι Six For Nine από την Αθήνα οι οποίοι μας κράτησαν συντροφιά για σαράντα λεπτά περίπου. Τετραμελές σχήμα με έμπειρα μέλη που στο παρελθόν έχουν συμμετάσχει σε γνωστές μπάντες (Septic Flesh, Need, Delivers, Bloodstained), με έντονη metal αισθητική και ύφος που κινείται σε alternative, new-grunge μονοπάτια. Καλή σκηνική παρουσία, αεράτη και άνετη, με τον τραγουδιστή της μπάντας να επιδεικνύει πλούσιες φωνητικές δυνατότητες, τόσο σε εύρος όσο και σε δυναμικές. Ο ήχος τους, δεμένος και συμπαγής, συνδυάζει τα δυνατά riff και τα δυναμικά σόλο, με ατμοσφαιρικές και ταξιδιάρικες μελωδίες. Μας παρουσίασαν κομμάτια τόσο από τον προηγούμενο όσο και από τον επερχόμενο δίσκο τους. Οι SixForNine είναι μια ευχάριστη έκπληξη και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγχώριας μουσικής σκηνής που αναπτύσσεται και εξελίσσεται συνεχώς.

Είναι περασμένες δέκα, ο χώρος έχει αρχίσει πια να γεμίζει –κυρίως στο κάτω επίπεδο–, ο κόσμος έχει μπει για τα καλά στο κλίμα και ανυπομονεί πλέον για το κυρίως πιάτο. Η πολυπόθητη στιγμή έφτασε μερικά λεπτά αργότερα, στις 22:30 όταν οι Monster Magnet άνοιξαν τη συναυλία τους με τη διασκευή των Hawkwind, “The Right Stuff”. Αυτό που μου έκανε εντύπωση εξαρχής –μάλλον αρνητική–, ήταν ότι ο ήχος, ναι μεν ακουγόταν πεντακάθαρος, αλλά μου φάνηκε εμφανώς χαμηλότερος σε σχέση με του support συγκροτήματος και οι Monster Magnet είναι μια μπάντα που ακούγεται –και πρέπει να ακούγεται– δυνατά. Από την αρχή φάνηκαν τα έντονα ψήγματα ψυχεδέλειας που υπάρχουν διάχυτα στην τελευταία δουλειά τους, “Milking the Stars: A Re-Imagining of Last Patrol” και διατηρήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με τον frontman Dave Wyndorf να πηγαίνει συνεχώς στο πίσω μέρος της σκηνής πειράζοντας διάφορα εφέ. Η συνέχεια ήταν εξίσου δυναμική με τα κλασικά –και αγαπημένα από το κοινό τους– πλέον, “Dopes to Infinity”, “Look To Your Orb For The Warning” και “Twin Earth” από το “Superjudge”. Τα πράγματα χαλάρωσαν με το “I Live Behind the Clouds”, ένα εξαιρετικό κομμάτι από το “Last Patrol” του 2013 που ζέχνει ψυχεδέλεια και ονειρική ατμόσφαιρα. Η υπερβολική διάρκεια του ομώνυμου “Last Patrol” που ακολούθησε, κούρασε κάπως το κοινό και δημιούργησε κοιλιά στο live.

 Ήρθε η ώρα για ακουστική κιθάρα και για το “Duke Of Supernatural” που πρόσθεσε μια ωραία γκρουβαριστή folk πινελιά. “Spine of God” για τη συνέχεια και το κοινό φάνηκε να κουράζεται για ακόμα μια φορά από τη μεγάλη διάρκεια και τον αργόσυρτο, μονότονο ρυθμό του κομματιού. Οι ταχύτητες ανέβηκαν ξανά με το “End of Time” για να φτάσουμε στη συνέχεια στο encore με το μελαγχολικό “Stay Tuned”… Και φτάνουμε στην ατυχέστερη στιγμή του live κατά την γνώμη μου, που ήταν το “Three Kingfishers” με το οποίο οι Monster Magnet έκαναν την επανεμφάνισή τους μετά το encore. Όχι ότι το κομμάτι είναι άσχημο, τουναντίον, απλά όπως εγώ, έτσι και ο περισσότερος κόσμος περίμενε στο encore να ακούσει κάποιες από τις μεγάλες επιτυχίες τους. Πράγμα που –κάλιο αργά παρά ποτέ–, έγινε με το “Tractor” και το κύκνειο “Spacelord” στα οποία ο κόσμος ξεσάλωσε, ίσως για πρώτη φορά μέχρι εκείνη τη στιγμή.

 Συμπερασματικά, πιστεύω ότι η πλειοψηφία του κοινού έμεινε ευχαριστημένη από το live, όπως θα ήταν και το αναμενόμενο από μια μπάντα τέτοιου βεληνεκούς, μένοντας όμως με το μικρό και κρυφό παράπονο πως δεν άκουσε κάποια τραγούδια σταθμούς στην πορεία του συγκροτήματος –όπως το “Powertrip” για παράδειγμα. Ανήκω κι εγώ σ΄αυτήν την μερίδα, χωρίς όμως αυτό να μειώσει στο παραμικρό το γεγονός ότι είδα μια από τις μεγαλύτερες μπάντες στον χώρο του stoner rock και του ψυχεδελικού rock γενικότερα, μια μπάντα που μετά από δυόμιση σχεδόν δεκαετίες στην πλάτη της και σημαντικές αλλαγές μελών, συνεχίζει να παίζει δεμένα, με φρεσκάδα και ενέργεια.

-
Καλαϊτζής Διονύσιος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το