Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, του Martin McDonagh

feature_img__three-billboards-outside-ebbing-missouri-tou-martin-mcdonagh
Τι κι αν το βράδυ του Σαββάτου οι άνθρωποι του Σωματείου Παραγωγών της Αμερικής (οι εργοδότες ούτως ειπείν) αποφάσισαν να τιμήσουν με την ψήφο τους τον παλαβό παραμυθά Guillermo del Toro, απονέμοντάς του τον τίτλο της καλύτερης ταινίας για το «The Shape of Water»; Τι κι αν οι «Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» διακρίθηκαν στην απονομή των Χρυσών Σφαιρών, κερδίζοντας σε 4 μεγάλες κατηγορίες; Τι κι αν εν τέλει στην κινηματογραφική κονίστρα των καλλιτεχνικών βραβεύσεων συναγωνίζονται φέτος θαυμαστά μεγαθήρια εξαιρετικής φιλμικής εμβέλειας όπως το “Get Out” και το “Dunkirk”. Κάθετί περί βραβείων μοιάζει ευτελές και ταπεινό, κι αναδίδει μια εφήμερη γλυκανάλατη αίσθηση που τελικά ωχριά μπροστά σε αυτό το πολυεπίπεδο αριστούργημα που συνέθεσε ο Martin McDonagh.

Τα πάντα σ’ αυτήν την ταινία μοιάζουν καλοκουρδισμένα και ενορχηστρωμένα από κάποιον εξαιρετικά ευφυή σχεδιαστή. Κυλούν κομψά και μας παρασύρουν από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο πλάνο σ’ έναν εξωπραγματικό κόσμο εκστατικής μέθεξης. Σ’ ένα παροιμιώδους αρμονίας casting, ο McDonagh εμπιστεύεται ένα βαθυστόχαστο σενάριο πολιτικών προεκτάσεων στο πολύπλευρο ερμηνευτικό ταλέντο της Frances McDormand (γνώριμη με ανάλογες κινηματογραφικές πολιτικές στοχεύσεις από το εξαιρετικό “Mississippi Burning”), του καλλιτεχνικού ογκόλιθου και εσαεί αγαπημένου μου Woody Harrelson και του πραγματικά απολαυστικού Sam Rockwell (με τους δύο τελευταίους να είναι ήδη οικείοι του σκηνοθέτη από το ταραντινικό “Seven Psychopaths”). Πρόκειται για μια ταινία που βαδίζει ολοταχώς για τα μεγάλα βραβεία της Ακαδημίας στις 4 Μαρτίου, ενώ ταυτόχρονα συνομιλεί ευθέως χωρίς καμία ντροπή με το προ δεκαπενταετίας κομψοτέχνημα που ακούει στ' όνομα “Mystic River” του δαιμόνιου Clint Eastwood, χωρίς όμως να υπολείπεται καθόλου σε βάθος διανόησης και εικαστικό αποτέλεσμα.

Η εισαγωγή όλης της ιστορίας είναι κομψότατη και λακωνική όπως της αρμόζει. Όλα αρχίζουν όταν η Mildred, κατά κόσμον Frances McDormand, αναζητώντας τη λύτρωση και την ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος μερικούς μήνες μετά τον βιασμό και την ειδεχθή δολοφονία της κόρης της, αναρτά με περισσή τόλμη κάποιες αμφιλεγόμενες και εξαιρετικά λαομίσητες φράσεις σε τρεις διαφημιστικές μαρκίζες ενός επαρχιακού δρόμου σε μια μικρή πόλη του αμερικανικού Νότου. «Τη βίασαν ενώ πέθαινε – Κι ακόμα καμία σύλληψη – Πως κι έτσι αρχηγέ Willoughby?». Αυτές οι τρεις φράσεις αποτελούν το ορμητήριο από το οποίο θα ξεδιπλωθεί μια πλούσια σημειολογικά και εξαιρετικά δαιδαλώδης ιστορία που θα συνθέσει με σαφήνεια το ψυχογράφημα των πλέον πολυδιάστατων χαρακτήρων. Η μεσήλικη Mildred είναι μια δυναμική κι ανεξάρτητη γυναίκα που αποφάσισε να χωρίσει με τον θερμόαιμο άντρα της όταν αυτός την κακοποίησε και βρήκε μια πολύ μικρότερή του σύντροφο. Μετά την στυγερή δολοφονία, τη βασανιστική απώλεια και την παρατεταμένη ατιμωρησία, η αγωνιώδης αναζήτηση της αλήθειας υποκαθιστά νοηματικά και συναισθηματικά για την Mildred την αδικοχαμένη της κόρη. Οι πινακίδες μετουσιώνονται σ' ένα ύστατο οχυρό ελπίδας κι έτσι αποφασίζει να στραφεί χωρίς κανένα δισταγμό απέναντι σε κάθε είδους αυταρχική εξουσία που κωλυσιεργεί και παρεμποδίζει την απονομή της δικαιοσύνης. Ένας φίλος μου χαρακτήρισε την υποδειγματικής υποκριτικής ικανότητας Frances McDormand ως “strong female figure”. Και δεν είχε καθόλου άδικο. Η McDormand κατορθώνει με εμβληματικό τρόπο να εκφράσει μέσα από την Mildred όλες εκείνες τις φλογερές πτυχές ενός ανυπάκουου πνεύματος και εν τέλει να ενσαρκώσει με απόλυτη ευπρέπεια έναν επαναστατικό γυναικείο χαρακτήρα που έρχεται σε ρήξη με την καταπιεστική καθεστηκυία τάξη και το άγραφο σύστημα ηθικών αξιών μιας τυπικής επαρχίας του Νότου. Μ' έναν ανδρικό ρόλο σε ανάλογη θέση σίγουρα θα μιλούσαμε για μια εντελώς διαφορετική ταινία.

Στον αντίποδα συναντούμε στο ρόλο του αρχηγού της αστυνομίας Bill Willoughby τον πραγματικά γοητευτικό Woody Harrelson, ο οποίος καταφέρνει με το απέραντο ταλέντο του να αναδείξει έναν ελκυστικό χαρακτήρα απύθμενης ευσυνειδησίας και κοινωνικής συναίσθησης. Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι αλλάζει μέχρι και την προφορά του ώστε να σκιαγραφήσει όπως του πρέπει αυτόν τον ζωτικό ρόλο, συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς κι απολαμβάνεις έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Συν των άλλων όμως έχουμε και τον αξιοπρεπέστατο Sam Rockwell που στοιχειώνει την ατμόσφαιρα του δράματος και προκαλεί τις ηθικές ευαισθησίες του θεατή υποδυόμενος έναν αδιανόητα μαλθακό και αργόστροφο ρατσιστή αστυνομικό, τον Dixon, ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρά θέματα μητρικού «απογαλακτισμού». Θυμίζει εγκεφαλικά εκείνον τον εξαίσιο ρόλο του Wild Bill στο “Green Mile”, χωρίς ωστόσο καμία επιτηδευμένη αντιστοιχία.

Όλα τελικά βρίσκονται κάτω από την αυστηρή εποπτεία του ιδιοφυούς Martin McDonagh, ο οποίος συνθέτει αριστοτεχνικά ένα έργο ακριβείας. Όλα κινούνται σε μια τάξη και ακολουθούν συγκεκριμένες νοηματικές κατευθύνσεις. Από την ερμηνευτική δεινότητα των ηθοποιών μέχρι και την επιλογή της μουσικής, τα πάντα συνδιαλέγονται κι αλληλεπιδρούν για να κατασκευάσουν ένα πληρέστατο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Πίσω από ένα φανταστικό μουσικό θέμα, μερικά αξιομνημόνευτα θραύσματα ιλιγγιώδους γοητείας είναι οι country μελωδίες του Townes Van Zandt και οι folk ήχοι των Monsters of Folk που συνοδεύουν το ασύλληπτης εμβρίθειας και τεχνικής κατάρτισης μονόπλανο του ξυλοδαρμού ενός διαφημιστή (μια κατά τη γνώμη μου από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές της δεκαετίας). Και ξαφνικά αστράφτει το μουσικά περίεργο “Chiquitita” των Abba και καταλαβαίνεις εκ νέου το αχανές βάθος στο οποίο ξεδιπλώνεται η ταινία. Η ορθόδρομη αφήγηση αναδεικνύει τις υπαρξιακές αγωνίες των ηρώων χωρίς να κουράζει ενώ οι συνθέσεις των κάδρων είναι περιεκτικές και λιτές. Ο φακός τοποθετείται πάντα σε μεσαίο ή σχετικά γενικό πλάνο ενώ οι κοντινές λήψεις υπερτονίζουν όπου χρειάζεται την ψυχική οδύνη και το κουράγιο της Mildred, το συναισθηματικά ανερμάτιστο κόσμο του Dixon και τον παγερό χαρακτήρα του Willoughby. Φυσικά οι γωνίες λήψης είναι απόλυτα οριζοντιωμένες και φέρνουν τα μάτια του θεατή στο ύψος των ηθοποιών δίνοντάς του ένα αρκετά μεγάλο μερίδιο μετοχής στα σκηνικά δρώμενα. Οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες ο σκηνοθέτης αφήνεται σε κοντρ πλονζέ γωνίες και φέρνει την κάμερα από κάτω στοχεύουν στον υπερτονισμό της δυναμικής προσωπικότητας της Mildred. Τελικά, όλη η ψυχρή αλλά απόλυτα ελκυστική ατμόσφαιρα του δράματος συμπληρώνει τις φιλοδοξίες του σκηνοθέτη και κατατείνει στην ηθική «δικαίωση» των ηρώων, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να φτάνει στον τερματισμό.

Τα αρνητικά; Πραγματικά δυσεύρετα. Μόνο υποκειμενικές απόψεις μπορώ να εκφέρω για ένα τόσο άρτιο έργο, οι οποίες και ενδέχεται να είναι εξαιρετικά άστοχες. Θα άξιζε ίσως να τονίσω ότι ο McDonagh επιχειρεί να ιχνογραφήσει πολλά λεπτά θέματα μαζί και να στοχαστεί πάνω σε τελείως διακριτά αν και αλληλοεξαρτώμενα ζητήματα χωρίς όμως να λέει κανείς ότι αποτυγχάνει να αναδείξει όλες τις διαστάσεις των προβληματισμών του. Ο ρατσισμός, η ανοχή στη διαφορετικότητα, ο σεξισμός, η εξουσιαστική καταπίεση αλλά μέχρι και τα οντολογικά άγχη σχετικά με την ύπερθεν αλήθεια, ισορροπούν άψογα σ' όλο το μήκος του έργου. Με κάποιο δισταγμό επίσης μπορώ να πω πως δεν μου άρεσε μια αναδρομική σκηνή ενός καυγά της Mildred με την κόρη της, γιατί θεώρησα πως δεν προσέφερε κάτι στην εξέλιξη του δράματος. Τέλος, σε μια άλλη στιγμή συνάντησης μ' ένα ελάφι, είναι, ίσως, λόγω φωτισμού και χρωμάτων, σουρεαλιστικά εμφανής η συνεισφορά του υπολογιστή στο εικαστικό αποτέλεσμα κι αυτό ξενίζει κάπως την αισθητική. 

Λεπτομέρειες· πραγματικά ανούσιες λεπτομέρειες. Το νέο αυτό καλλιτεχνικό δημιούργημα του αγγλοτραφούς σκηνοθέτη δεν έχει σχεδόν κανένα ψεγάδι κι εκτός του ότι είναι απολαυστικότατο μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου, μας εισάγει με απίστευτη ορμή σ’ ένα σινεμά υψηλών αξιώσεων και αχανών κοινωνικοπολιτικών ανησυχιών. Αποτελεί το καλύτερο δείγμα ενός στοχαστικού κινηματογράφου που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις πιο σκοταδιστικές και μισάνθρωπες τάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας και να εκφράσει με παροιμιώδη καθαρότητα τα βαθύτερα άγχη της τέχνης για τον καταβαραθρωμένο ανθρωπισμό. Αυτή είναι η «πτώση» που είθισται από την καταβολή του να πολεμάει το σινεμά. Η «πτώση» πίσω από την οποία ο Camus εμπιστεύτηκε διαπαντός την «αδήριτη τάση του ανθρώπου για συμπόνια». Κι ουσιαστικά εδώ είναι που εντοπίζεται η μεγαλειώδης νίκη της ταινίας. Δίχως να οδηγεί ποτέ στην κάθαρση, μέχρι το τελευταίο μεγαλειώδες πλάνο, εγκλωβίζει τον θεατή σ’ ένα ασφυκτικό δράμα αδυσώπητων γεγονότων και τον σφυροκοπάει ανηλεώς με τις σκληρότερες συνέπειες ενός αναπόδραστου πεπρωμένου· του πεπρωμένου των ανθρώπων. Ώσπου τελείως αναπάντεχα, μέσα στον οριστικό χαμό και την κατάρρευση, σκιαγραφείται ένα αχνό σημείο ελπίδας παρόμοιο μ’ εκείνο στη σκέψη του Camus. Ένα κατά Bukowski σωτήριο «φως που διώχνει το σκοτάδι» και τελικά καθηλώνει το θεατή μέχρι και το ζενερίκ του εξαίσιου αυτού αριστουργήματος. Αυτό σημαίνει πραγματικά όμορφος κινηματογράφος. 

Να έχετε μια αξέχαστη προβολή.

Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, του Martin McDonagh
Μεταφρασμένος τίτλος: Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 115΄

1
Μοιράσου το