Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Νυχτοδάσος, της Djuna Barnes

feature_img__nixtodasos-tis-djuna-barnes
Όταν ξεκινάς το οποιοδήποτε ανάγνωσμα με προσδοκίες, είναι αναπόφευκτο να βρεις (αναγνωστικούς) μπελάδες. Είναι η προσδοκία που χρωματίζει τα πάντα, που δε σε αφήνει να απολαύσεις την ανάγνωση και το κείμενο μπροστά σου, καθώς το μυαλό σου πελαγοδρομεί σε αυτό που ίσως έψαχνε και σε αυτό που μάλλον δε βρίσκει.

Κάπου εκεί βρέθηκα κι εγώ με το «Νυχτοδάσος» της Djuna Barnes. Είχα διαβάσει ήδη για τις αποθεωτικές κριτικές του πατριάρχη του μοντερνισμού T.S. Elliot (που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην πρώτη έκδοση του έργου) και για το γεγονός ότι σπουδαίοι πεζογράφοι όπως ο Truman Capote, η Karen Blixen, o Dylan Thomas και ο David Foster Wallace δήλωσαν ότι η συγγραφέας επηρέασε τη γραφή τους. Γνώριζα, επίσης, ότι το μυθιστόρημα υπήρξε ένα από τα πρώτα εμφανώς queer έργα που εκδόθηκαν κι ότι η συγγραφέας υπήρξε πολυτάλαντη (καθώς ήταν επίσης ποιήτρια, δημοσιογράφος και εικονογράφος ) και πολυταξιδεμένη. Ξεκίνησα, λοιπόν, την ανάγνωση ενός έργου που από την αρχή μου φάνηκε απαιτητικό: σελίδα τη σελίδα, έμοιαζε με άσκηση υπομονής. Ένιωθα σα να παρακολουθώ το μπερδεμένο όνειρο ενός τρίτου, ρευστό και ακατανόητο, με τους πρωταγωνιστές του να μιλούν με γρίφους και αφορισμούς, ήρωες ορατοί, αλλά φευγαλέοι σαν σκιές μέσα σε ένα μποέμ σκηνικό μεσοπολεμικού Παρισιού. Ευγενείς και σαλτιμπάγκοι, εύπορες οικοδέσποινες καλλιτεχνικών σαλονιών, άνθρωποι ταπεινής καταγωγής που προσποιούνται ότι ανήκουν στην αριστοκρατία, όλοι παρόντες σε ένα ψηφιδωτό ψυχών που διψάνε για ζωή. Κι, ωστόσο, πουθενά μια αναγνωστική αποκάλυψη, τίποτα που να ανταποκρίνεται στις βιβλιοφιλικές προσδοκίες μου, κάτι που να με αγγίξει πραγματικά και να «μιλήσει» μέσα μου.

H Αμερικανίδα συγγραφέας Djuna Barnes

Κι ύστερα, έσκασε σαν πυροτέχνημα, από αυτά που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό με την ορμή και τη λάμψη τους. Γιατί για εμένα, το βιβλίο μοιάζει να ξεκινά μετά τις πρώτες 130 σελίδες, τη στιγμή που η Νόρα, κατακεραυνωμένη από την εγκατάλειψη της αλαφροΐσκιωτης ερωμένης της Ρόμπιν τρέχει μέσα στη νύχτα να επισκεφτεί το γιατρό Mάθιου Ο’ Κόννορ, αναζητώντας παρηγοριά και λογικές εξηγήσεις για το βάσανό της. Ο γιατρός (στην πραγματικότητα κομπογιαννίτης αφού ποτέ δεν ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του), gay απόκληρος και πένητας, τραβεστί και αιώνιος ποιητής, ζει μέσα στην εξαθλίωση και την παρακμή παρά την μποέμ αύρα που τον τυλίγει. Κι είναι τα λόγια του που σε κάνουν να νιώθεις παρών σε κάτι μεγαλειώδες, στο άσβεστο αποτύπωμα της ανάγκης του ανθρώπου να καίγεται στη φωτιά του πάθους, να πεινάει και να διψάει για μια ζωή που πάντα τον αφήνει με τη λαχτάρα για κάτι περισσότερο. Το μήνυμα των ποιητικών, παραληρηματικών μονολόγων αυτού του έκφυλου και τρυφερού βάρδου είναι ένα: είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και λάσπη, από αίμα και βρώμα, από φαντασία και δάκρυα. Είμαστε το φως κι η σκιά, το τίποτα και τα πάντα, το μεγαλείο και η αισχύνη, θύματα και θύτες σε ρυθμό εναλλασσόμενο, άγγελοι και διάβολοι μαζί. Και, όπως λέει κι ο Oscar Wilde, είμαστε όλοι στον υπόνομο, αλλά κάποιοι από εμάς κοιτάνε τα άστρα.

Η Solita Solano και η Djuna Barnes σε καφέ στο Παρίσι το 1925

Όλο το βιβλίο ξεκινά και τελειώνει σε αυτό. Μετέωρο σε ένα φανταστικό χώρο εκτός πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, παραμένει αδιάφορο στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων και επιμένει στα βάσανα της καρδιάς και της σάρκας. Η πλοκή είναι υποτυπώδης, οι πρωταγωνιστές αμετακίνητοι στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, τον έρωτα και τον κόσμο, ενώ το τέλος του βιβλίου μοιάζει μετέωρο, χωρίς να προσφέρει ένα «κλείσιμο» για αυτό που το βιβλίο πραγματεύεται που δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη φύση και τη Ζωή. Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Υπάρχουν ερωτήματα που μένουν αιωνίως αναπάντητα – αυτό είναι η Ζωή, ένα ταξίδι ανοιχτό στις ερμηνείες.

Ο πύργος του Eiffel στο Παρίσι του μεσοπολέμου (φωτογραφία του Brassai)

Η μεταφράστρια του έργου της Barnes, Αργυρώ Μαντόγλου, αναφέρει στο επίμετρο την διαπίστωση του T.S. Elliot ότι χρειάζονται περισσότερες από μία αναγνώσεις για να εξοικειωθεί κανείς με το ρυθμό, το περιεχόμενο και την «εκκεντρικότητα» των χαρακτήρων του βιβλίου. Πραγματικά, πολλαπλές αναγνώσεις θα μπορούσαν επίσης να υπογραμμίσουν τα διαφορετικά πρίσματα κάτω από τα οποία μπορεί να δει κανείς το βιβλίο. Μπορεί π.χ. να το δει ως ένα πρωτοπόρο για την εποχή του queer μυθιστόρημα ή ως ένα roman à clef καθώς στον πυρήνα του βρίσκεται η ερωτική ιστορία που έζησε η ίδια η Barnes με την ερωμένη της Thelma Wood (το όνομά της αποτέλεσε και την έμπνευση για τον τίτλο του βιβλίου, “Nightwood”). Μπορεί επίσης να το δει ως ένα κλασσικό μυθιστόρημα με όλα τα χαρακτηριστικά ενός έργου που ανήκει στον μοντερνισμό. Για μένα, πάντως, θα αποτελεί ένα έργο αφιερωμένο στην ανθρώπινη φύση και στην πολυπλοκότητά της, στο ανθρώπινο πάθος για ζωή, για έρωτα και ευτυχία αλλά και στην αιώνια φυλακή του ανθρώπινου είδους στα κατώτερα ένστικτά του, την κτητικότητα και τη ζήλια, τη λαγνεία και την έπαρση, τη σκληρότητα και την κτηνωδία.

Σε μπαρ του Παρισιού την περίοδο του μεσοπολέμου (φωτογραφία του Brassai)

Η ζωή ενός ανθρώπου είναι αποκλειστικά δική του, όταν ο ίδιος την έχει επινοήσει

αναφέρει η συγγραφέας μέσα στο βιβλίο (σελ.184). Είμαστε, λοιπόν, όλοι πλάσματα στη διαδικασία επινόησης της ζωής μας; Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι αλήθεια, δεδομένου ότι αυτό θα μας έδινε μια ελευθερία ίσως δυσβάστακτη. Πιστεύω όμως ότι όλοι έχουμε κάτι κοινό: ζούμε όλοι στο δάσος της νύχτας παραπατώντας στο σκοτάδι, ψάχνοντας με το φως της ύπαρξης μας να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, σε μια περιπέτεια που δεν διαλέξαμε, αλλά που όλοι πρέπει να βιώσουμε. Η Barnes προβάλλει με το βιβλίο της τη ματιά των δικών της ηρώων για την περιπέτεια αυτή. Μένει μόνο να αναρωτηθούμε για την περιπέτεια της δικής μας ζωής.

Νυχτοδάσος, της Djuna Barnes
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 280

1
Μοιράσου το