Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Ίσως την επόμενη φορά, του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη

feature_img__isos-tin-epomeni-fora-tou-konstantinou-tzamioti
Με όχημα την ιστορία του Πέτρου και της Βασιλικής, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης στο 8ο βιβλίο του κάνει μια ενδιαφέρουσα εξερεύνηση στις αγωνίες, τα ερωτήματα και την ίδια την γλώσσα του έρωτα, αποδεικνύοντας πως το ερωτικό μυθιστόρημα σήμερα μπορεί να είναι μεστό, προοδευτικό, καίριο και ταυτόχρονα λογοτεχνικό.

Η μαγεία στην απομάγευση

Στο πολύ ενδιαφέρον της δοκίμιο «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας» (Εκδ. Gutenberg), η Εύα Στάμου επιχειρεί να εντοπίσει τους λόγους της ραγδαίας (εμπορικής) ανόδου του «ροζ» στα εκδοτικά πράγματα και τις αναγνωστικές προτιμήσεις. Διαχρονικά θεωρούμενο ως «παραλογοτεχνικό» είδος και διαχρονικά εστιασμένο σε ένα αμιγώς γυναικείο κοινό, αποτελεί σήμερα «βαρύ χαρτί» στα ευπώλητα μεγάλων εκδοτικών οίκων και εδώ και αρκετό καιρό έχει εγκαταλείψει τις «διακριτικές» εκδόσεις, επανιδρύοντας τον εαυτό του ως mainstream ανάγνωσμα: το «ροζ» μυθιστόρημα σήμερα δεν είναι ένα βιβλίο-τσέπης που καταλαμβάνει απλά το δικό του ράφι στα βιβλιοπωλεία, αλλά βρίσκεται σε περίοπτη θέση μέχρι και σε ράφια σούπερ-μάρκετ ή ακόμα και κομμωτήρια.

Αυτή η εμπορική επανίδρυσή του, ωστόσο, δεν είναι απαραιτήτως και θεματική ή ως προς τη φιλοσοφία του: ακόμα και βιβλία-φαινόμενα, όπως οι «50 αποχρώσεις του γκρι» (R.L. James, μτφρ. Σπερελάκη Τιτίνα, εκδ. Πατάκη) που απομακρύνονται και από την προσφιλή στο είδος vanilla σεξουαλικότητα, μένουν πιστά στον θεμελιακό συντηρητισμό τους απέναντι στις ερωτικές σχέσεις και συνεχίζουν να εκπέμπουν μια πολύ συγκεκριμένη κουλτούρα γύρω από τον έρωτα και την επιθυμία. Αυτό βέβαια, πακέτο με τα πολλά tropes και τους κώδικες στα οποία στηρίζεται η συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής, είναι μάλλον χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε εκδοχής λογοτεχνίας «είδους». Κάπως έτσι, το ερώτημα που αναδύεται από τις διάφορες κριτικές προσεγγίσεις για τη «ροζ» λογοτεχνία σήμερα έχει δυο βασικές εκδοχές: πρώτον, αν είναι δόκιμο να «ξεμπερδεύει» κανείς με το ροζ επιμένοντας στην «παραλογοτεχνικότητά» του την ώρα που αποτελεί εν πολλοίς το κυρίαρχο αναγνωστικό είδος και δεύτερον αν μπορεί ένα είδος λογοτεχνίας να θεωρείται οριακά επικίνδυνο στη διαμόρφωση τόσο της κουλτούρας όσο και στην ίδια την αναγνωστική αισθητική.

Πιθανώς με αυτά τα ερωτήματα κατά νου (ή και όχι), ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης «επισκέπτεται» δημιουργικά την ερωτική λογοτεχνία με το καινούριο του βιβλίο και την ιστορία μιας σχέσης, ανάμεσα στον Πέτρο και την Βασιλική. Η λογοτεχνική του εξερεύνηση, ωστόσο, έχει ελάχιστη σχέση με τους κανόνες και το πλαίσιο της «ροζ» λογοτεχνίας. Αντίθετα, σε μια εποχή που το «ροζ» συγχέει διάφορες κατηγορίες (το γυναικείο, το ερωτικό, το αισθηματικό) κατασκευάζοντας μια εξιδανικευμένη εκδοχή αναπαράστασης του έρωτα ως αμιγώς καταναλωτικό προϊόν, στην ιστορία «Ίσως την επόμενη φορά» επιχειρείται μια κρίσιμη ανακατάληψη «χώρου»: Η ερωτική ιστορία του βιβλίου δεν είναι γυναικεία (με την έννοια ότι αφορά και απευθύνεται σε όλα τα φύλα), το ότι ο συγγραφέας είναι άντρας δεν αντιστρέφει την απεύθυνση στην «αντρική ματιά» (η ιστορία ξεδιπλώνεται και από τις δυο οπτικές γωνίες) και, κυρίως, το βιβλίο αναμετράται με τον έρωτα, την επιθυμία και την ανάπτυξη των ερωτικών σχέσεων αρνούμενο την εξιδανίκευση. Αναζητά τον ρομαντισμό σε μια πραγματική, αιωνίως αντιφατική, πρακτικά συγκρουσιακή διαπλοκή ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα. Επινοεί ένα μυθιστορηματικό ταξίδι ανακάλυψης του εαυτού και του άλλου μέσα από το πρίσμα των πραγματικών νευρώσεων, των αληθινών ανασφαλειών, των πραγματικών ορίων που έχει η εκάστοτε συνθήκη γνωριμίας. Ή, ίσως πιο σωστά, εκεί ακριβώς εντοπίζει την πραγματική μαγεία του έρωτα: μέσα από την εξερεύνηση των μηχανισμών της απομάγευσης και μέσα από το φίλτρο της υλικής του βάσης.

Κρατώντας αποστάσεις από την εκπλήρωση ενός αντρικού ή γυναικείου (εν γένει πατριαρχικού (1) και στις δυο περιπτώσεις) φαντασιακού, ο συγγραφέας επινοεί δυο ήρωες και τους «ξεγυμνώνει» ως δυο ατελή υποκείμενα που ζουν και δρουν σε ένα επίσης «ορισμένο» περιβάλλον (και άρα επικαθορίζονται και από αυτό), την Αθήνα του σήμερα. Η καταφυγή του στο ρεαλισμό ωστόσο δεν είναι ντοκιμαντερίστικη, με την έννοια ότι δεν επιχειρείται κάποια τυχαία «καταγραφή» ενός ερωτικού συμβάντος. Μέσα από την ιστορία των ηρώων, που ακολουθεί γνώριμα μονοπάτια (τυχαία συνάντηση, έλξη, γνωριμία της σάρκας, επαφή του πνεύματος, συναισθηματική εμπλοκή, σύγκρουση), ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης «σκάβει» και εξερευνά μια σειρά από ερωτήματα που δεν συνθέτουν μια ιστορία έρωτα αλλά μια ιστορία για τον έρωτα.

Οι «γουντιαλενικών» αποχρώσεων νευρώσεις του Πέτρου και οι «αλμοδοβαρικού» ηχοχρώματος νευρώσεις της Βασιλικής, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο έχουν ορίσει (επινοήσει) τον εαυτό τους, μέχρι και πριν τη συνάντησή τους, είναι ταυτόχρονα παράγοντες που προκαλούν την αμοιβαία έλξη και ταυτόχρονα τα αίτια της σύγκρουσης. Το μεγάλο στοίχημα, το άρρητο εντός του βιβλίου «κλειδί» για την ευόδωση της επιθυμίας τους, βρίσκεται στο αν έχουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να επινοήσουν εκ νέου τους εαυτούς τους. Προκύπτει πως πηγή της κουλτούρας της μοναχικότητας (και εν τέλει της μοναξιάς) των καιρών βρίσκεται ακριβώς πάνω στην αδυναμία (ή άρνηση ξεβολέματος) να αντιμετωπιστεί ο ίδιος ο έρωτας ως μια σαρωτική «μηχανή» αλλαγής του εαυτού, αντί να είναι μια διεργασία «προσαρμογής» του άλλου. Ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου, πέρα από τα δυο υποκειμενικά φίλτρα των ηρώων και του βιώματός τους στην ερωτική τους περιπέτεια, αναπτύσσεται ένας παράλληλος έρωτας: Αυτός που παίρνει από το χέρι δυο μονάδες και τις φέρνει σε επαφή με το minimum του συλλογικού, δηλαδή την κατά Badiou «σκηνή των δύο», όπου παράγεται ένα γινόμενο (της ένωσης) αλλά και μια παράλληλη μεταποίηση των αρχικών υλικών-μονάδων που αφήνονται στην ευεργετική δύναμη της ερωτικής αλλαγής. Τι συμβαίνει όμως στις περιπτώσεις που οι δύο είναι διστακτικοί να «ανέβουν στην σκηνή» τους; Τι συμβαίνει όταν οι δύο επιμένουν στην ασφάλεια της ατομικότητας και της περιχαράκωσης γύρω από την κατασκευή του εαυτού και γιατί μπορεί να επιλέγεται ένας τέτοιος δρόμος;

Το αίτημα της γλώσσας

Πέρα όμως από την επιλογή του συγγραφέα να «αναδομήσει αποδομώντας» τις μυθιστορηματικές εξερευνήσεις για τον έρωτα, η μάχη δίνεται και στο επίπεδο της γλώσσας. Η γλώσσα στην mainstream ερωτική λογοτεχνία μοιάζει πολλές φορές να ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια στιλιζαρισμένη εκδοχή του «ωμού» και τη συντηρητική εξιδανίκευση. Πολλές φορές ως δυο όψεις του ίδιου πουριτανισμού, είτε η χρήση του «χυδαίου» στην ερωτική αναπαράσταση είτε η χρήση ενός κακώς νοούμενου «ρομαντισμού», ξεμπερδεύουν με το ερώτημα της γλώσσας ως μια επιλογή «συγγραφικού τρικ». Το γλωσσικό αποτέλεσμα είναι φυσικά πολλές φορές αισθητικά εναρμονισμένο με το βάθος ή το περιεχόμενο της εκάστοτε ιστορίας, και κατ’ επέκταση, το αίτημα μιας προοδευτικής ερωτικής γλώσσας είναι ούτως ή άλλως κοινό με το αίτημα «ανακατάληψης» του σύνολου ερωτικού λόγου στην τέχνη. «Εν αρχή ήταν η Λέξη» (La chatte, hier et aujourd’hui), γράφει σχετικά ο Gianfranco Sanguinetti. «Μετά οι άντρες βρήκαν συνώνυμα. Όχι πενήντα ούτε διακόσια, αλλά περί τα χίλια εφτακόσια εικοσιτέσσερα συνώνυμα για να περιγράψουν το γυναικείο αιδοίο», συμπληρώνει, στηλιτεύοντας τον γλωσσικό πουριτανισμό.

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης επιχειρεί να κατασκευάσει μια γλώσσα που δεν θα ταιριάζει μόνο στο ύφος του βιβλίου αλλά και θα ανταποκρίνεται στο βάθος της ιστορίας του. Επιπλέον, το κάνει εις διπλούν, βρίσκοντας τις λέξεις τόσο για την αντρική όσο και για την γυναικεία ματιά, διατηρώντας και στις δυο περιπτώσεις ατόφιους τους χαρακτήρες και τις προσωπικότητές τους. Σε ένα βαρυφορτωμένο από οριακά σαχλές παρομοιώσεις ή εκφυλισμούς για χάριν της πρόκλησης λόγο, η γλώσσα του Τζαμιώτη στην προσέγγιση της ερωτικής πράξης αλλά και της φαντασίωσης (σώμα και πνεύμα) φέρει αν μη τι άλλο μια αναζωογόνηση και μια κατεύθυνση. Μπορεί να φαντάζει ως προφανής αυτοσκοπός κάθε περιγραφής της ερωτικής πράξης στην ιστορία της λογοτεχνίας, όμως η γλώσσα στο βιβλίο «Ίσως την επόμενη φορά» είναι αβίαστα sexy.

Ο συνδυασμός του θέματος, των ερωτημάτων και της γλώσσας είναι που κάνουν και το βιβλίο «γρήγορο» με την καλή έννοια. Μπορεί πολλά ερωτήματα να μένουν ανεξερεύνητα ή με άνιση προσέγγιση, μπορεί το βασικό εύρημα της πλοκής να φλερτάρει σε σημεία με την υπερβολή και μπορεί τέλος η γλώσσα να μην διατηρεί συνεχώς την ίδια αρμονική συνύπαρξη με την ιστορία (σε κάποιες εξάρσεις κυρίως στην αρχή), όμως είναι ένα από τα βιβλία που μπορούν να αποτελέσουν «σημεία αναφοράς» στην ανακατάληψη του χώρου της ερωτικής πεζογραφίας και στην εξερεύνηση ενός τεράστιου συμπτώματος των καιρών. Άλλωστε, όταν μιλάμε για τον έρωτα μιλάμε ταυτόχρονα και για την απουσία του, και η ιστορία του Πέτρου και της Βασιλικής είναι μια ιστορία έρωτα όσο και μοναξιάς.

  1. Το βασικό μοτίβο επανέρχεται στις διάφορες παραλλαγές του «ταπεινό κορίτσι συναντά ισχυρό άντρα, ταπεινό κορίτσι αναγνωρίζει την εξουσία του ισχυρού άντρα και δέχεται τη x παραξενιά του, ταπεινό κορίτσι γίνεται μη-ταπεινό όταν κατακτά κάτι με την σειρά της από τον ισχυρό άντρα, που συνήθως είναι γάμος ή οικογένεια».

Ίσως την επόμενη φορά, του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 238

1
Μοιράσου το