Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Γιάννης Σκαραγκάς: «Οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους ίχνη για να μας λείπουν, όχι για να μας αποκαλυφθούν»

feature_img__giannis-skaragkas-oi-anthropoi-afinoun-piso-tous-ixni-gia-na-mas-leipoun-oxi-gia-na-mas-apokalifthoun
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη που έμεινε γνωστή ως η κυρά της Ρω γεννήθηκε το 1890. Το 1927 άφησε το Καστελλόριζο όπου διέμενε και εγκαταστάθηκε στο έρημο νησάκι της Ρω με τον σύζυγό της και αργότερα, μετά τον θάνατό του, με την τυφλή μητέρα της. Έζησε εκεί, απομονωμένη από τον έξω κόσμο, ως το 1982 (τη χρονιά που πέθανε), επιτελώντας καθημερινά επί 40 χρόνια «το δικό [της] κατόρθωμα, τη δική [της] αποστολή»: υψώνοντας την ελληνική σημαία στην Ρω κάθε πρωί με «αγάπη», «πειθαρχία», «συγκέντρωση» και ενάντια σε όσους την «έβαζαν στο μάτι». Στην κυρά της Ρω είναι στραμμένο το ενδιαφέρον του Γιάννη Σκαραγκά, που στο νέο του βιβλίο –μια μυθοπλαστική, βιογραφική νουβέλα, ένας ποιητικός μονόλογος- δίνει ζωή και λόγο στη Δέσποινα Αχλαδιώτη που αφηγείται την προσωπική της ιστορία. Το έργο του κ. Σκαραγκά μπορείτε να απολαύσετε τις μέρες αυτές και στο θέατρο, σε μια παράσταση με πρωταγωνίστρια την εξίσου χειμαρρώδη Φωτεινή Μπαξεβάνη και σε σκηνοθεσία της Κατερίνα Μπερδέκα.

Τι συμβολίζει για εσάς η Κυρά της Ρω; Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο αυτό;
Συμβολίζει μια γυναίκα, και μια χώρα, απομονωμένη και αντιμέτωπη με έναν κόσμο που διαλύεται, μετέωρη ανάμεσα στις αναμνήσεις και το μέλλον της. Ήθελα να πω την ιστορία για την ψυχή ενός ανθρώπου αλλά και ενός τόπου. 

Αποφασίσατε να χρησιμοποιήσετε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να γράψετε την ιστορία της, υπογράφοντας στο τέλος έναν δυνατό, χειμαρρώδη και συγκινητικό μονόλογο. Γιατί επιλέξατε αυτές τις τεχνικές αφήγησης;
Σπανίως χρησιμοποιώ πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση πίστευα ότι η δική μου ιστορία προϋπέθετε έναν άνθρωπο που απευθύνει τον απολογισμό της ζωής του σε όλους μας. 

Είδα την παράσταση και με συνεπήρε η ερμηνεία της κ. Μπαξεβάνη. Υπήρξε στα μάτια μου καθηλωτική και σαρωτική. Ξαναδιάβασα το κείμενο σε εντελώς διαφορετικό τόνο. Έτσι φαντάζεστε την πραγματική κυρά της Ρω;
Αυτό που είδατε, και ζήσατε, στη θεατρική μεταφορά του κειμένου ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα — ο βαθμός ευαισθησίας, φόρτισης αλλά και το βάθος στο ξεγύμνωμα ενός ανθρώπου και μιας ψυχής. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα χωρίς την Κατερίνα Μπερδέκα και τη Φωτεινή Μπαξεβάνη. 

Η φαντασία σας τι ρόλο έπαιξε στην εξιστόρηση; Η αφήγηση βασίζεται εξ ολοκλήρου σε πραγματικά στοιχεία; Ποιες ήταν οι πηγές σας;
Οι πηγές μας ήταν κυρίως οι προσωπικές μαρτυρίες τις οποίες συγκέντρωσαν η Κατερίνα και η Φωτεινή ταξιδεύοντας στο νησί. Χρησιμοποίησα πολλά στοιχεία σε ό,τι αφορά την ιστορική περίοδο αλλά και το πραγματολογικό περιβάλλον. Από την αρχή όμως είχα αποφασίσει ότι αυτό θα είναι μια προσωπική μου ανάγνωση του χαρακτήρα και του μεγαλείου μιας τέτοιας γυναίκας — μια ανάγνωση όχι απαραίτητα των ηρωικών της χαρακτηριστικών, αλλά των πλέον ανθρώπινων και ευάλωτων στοιχείων της. 

Πώς λειτουργεί ο μύθος της Δέσποινας Αχλαδιώτη στη συνείδηση των σημερινών ανθρώπων; Στο βιβλίο γράφετε: «Αυτή θα είναι η ιστορία μου. Τ’ απομεινάρια μιας γυναίκας που έβαζε τον κόσμο κάθε μέρα στη θέση του. Άλλες φορές θα μπερδεύουν τα θρυψαλάκια και θα βλέπουν ασκητές και ήρωες και άλλες φορές θα φτιάχνουν σημαιούλες και θα βλέπουν ποιητές και ελαφροΐσκιωτους».
Όσο ευανάγνωστες είναι τέτοιες φυσιογνωμίες, άλλο τόσο σκοτεινές και ανερμήνευτες παραμένουν. Αυτό το στοιχείο μού τις κάνει ακόμα πιο γοητευτικές. Όσο ανεξήγητες υπήρξαν στη ζωή τους, άλλο τόσο παραμένουν στη μνήμη μας — με την έννοια ότι μπορούν να τις επικαλεστούν και να τις ερμηνεύσουν οι πιο ετερόκλητοι άνθρωποι με τα πιο αντιφατικά κίνητρα και μέτρα.

Σε κάποιο σημείο αναφέρετε: «Κάθε φορά που το σκέφτομαι θυμάμαι την τρελόκοτα. Το παλαβό που δεν ξέρει ποτέ με ποιους έχει να κάνει. Όποτε θέλει ορμάει στους δικούς της, λες και την απειλούν. Κι άλλες φορές πάλι, στέκεται σαν κουτορνίθι κάτω από τη φωτιά, ατρόμητη, λες και θα ξεγελάσει τ’ αρπακτικά με το θράσος της. Αυτή ήταν η κότα μου. Αυτή είναι η Ελλάδα. Με το ένα μάτι περιμένει τον σύμμαχο και με το άλλο τον εχθρό. Και αυτήν την ερημιά ανάμεσα στους δύο την περνάει για ζωή». Μπορείτε να σχολιάσετε το εν λόγω απόσπασμα – κυρίως δε την τελευταία πρόταση;
Αναφέρομαι στο εθνικό μας πάθος να χωρίζουμε τον κόσμο σε φίλους και εχθρούς, να εξαρτιόμαστε από τη βοήθειά τους και να πιστεύουμε ότι μας χρωστούν κι οι δύο. Αν υπάρχει μια Ελλάδα που ξαναφτιάχνεται κάθε φορά μετά από συμφορές και κρίσεις, είναι μέσα από την επίγνωση ότι ο τρόπος να ορίσουμε τη μοίρα μας είναι η επιλογή να γίνουμε κάτι που μας αρέσει, ανεξάρτητα από φίλους και εχθρούς. 

Η απέραντη μοναξιά είναι αβάσταχτη για τους περισσότερους ανθρώπους. Είναι γνωστή η φράση: «Μόνος ούτε στον παράδεισο». Η Δέσποινα Αχλαδιώτη όμως απομονώθηκε εκούσια σε μία βραχονησίδα και παρέμεινε εκεί για πολλά χρόνια μετά τους θανάτους του συζύγου και της μητέρας της. Για ποιους λόγους πιστεύετε διάλεξε την απομόνωση και ακολούθησε την απόφασή της πιστά μέχρι τέλους;
Πιστεύω ότι αυτό το δυσδιάκριτο κίνητρο στην απόφασή της είναι και η ουσία που τρέφει πάντα τους ποιητές και τους κυνικούς. Αυτό το κείμενο υπήρξε ακριβώς η δική μου απάντηση σε αυτό που ρωτάτε. Δεν ξέρω πώς να μελετάω το παρελθόν άψυχα. Είναι παράξενη η προσήλωση στα σημάδια που αφήνουν όσοι φεύγουν: άλλες φορές σε κάνουν μάντη, και άλλες φορές χειρουργό. Και στις δύο περιπτώσεις καταλαβαίνεις καλύτερα τον δικό σου χαρακτήρα. Οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους ίχνη για να μας λείπουν, όχι για να μας αποκαλυφθούν. 

Η Δέσποινα Αχλαδιώτη αγάπησε τη σημαία όταν απέμεινε εντελώς μόνη της. Γράφετε: «Δεν είχα καμία απόδειξη ότι ήμουν ζωντανή. Δεν μπορούσα πια να κάνω θόρυβο». Η μοναξιά και η εκούσια απομόνωσή της πιστεύετε έπαιξε ρόλο στην απόφασή της να ανεβοκατεβάζει καθημερινά τη σημαία; Φαίνεται πως επιθυμούσε να δώσει νόημα στη ζωή της –που την ένιωθε άδεια–, να αποκτήσει μια «αποστολή».
Πιθανώς. Δεν ξέρω τι είδος αποστολής μπορεί να βρει ένας άνθρωπος που έχει χαθεί από τον υπόλοιπο κόσμο — δεν ξέρω τι μπορεί να σε βοηθήσει μέσα στην απελπιστική μοναξιά. Για μένα μια τέτοια γυναίκα βρίσκει στη σημαία ένα τελετουργικό. Είναι ένας ξεχασμένος φαροφύλακας που, από κάποια στιγμή και μετά, επαναλαμβάνει το καθήκον του γιατί χωρίς αυτό δεν έχει καμία λογική ο κόσμος.

Ο λόγος σας είναι έντονα ποιητικός. Τι ρόλο παίζει η ποίηση στο βιβλίο αυτό συγκεκριμένα αλλά και στη ζωή σας;
Παίζει ρόλο σε όλα μου τα γραπτά, είτε γράφω στα ελληνικά είτε στα αγγλικά. Ήμουν ένα παιδί που έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να γίνεται κατανοητό. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όσο περισσότερους ρόλους και νοήματα αποκτούσαν οι λέξεις, τόσο επηρέαζαν βαθύτερα την προσοχή και την ευαισθησία των γύρω μου. Αγαπώ την ποίηση γιατί πέρα από την απόλαυση που προσφέρει, αποτελεί και μια διαρκή άσκηση: σαν να μπορείς με κοινές, ασήμαντες λέξεις να αποκαταστήσεις τη δυσδιάκριτη ομορφιά του χαρακτήρα μας. Σαν να προσπαθείς με τις λέξεις όχι να εξηγήσεις τον κόσμο, αλλά να του εξηγηθείς· όχι να καταλάβεις το νόημά του, αλλά να το επινοήσεις.

Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;
Εκτός από τα δύο θεατρικά έργα μου «Η κυρά της Ρω» και το “Courage”, που θα συνεχίσουν τις παραστάσεις τους στην Ελλάδα και την Ελβετία αντίστοιχα, μέσα στο 2018 κυκλοφορεί το καινούργιο μου ιστορικό μυθιστόρημα «Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες» από τις εκδόσεις Κριτική. Είναι μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί μια γυναίκα που θέλει να ιδρύσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό στην Αθήνα της δεκαετίας του 1890, και καταπιάνεται με το γλωσσικό ζήτημα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, το φεμινιστικό κίνημα και τα Ευαγγελικά. 

Η κυρά της Ρω, του Γιάννη Σκαραγκά
Εκδόσεις Κριτική
σελ. 84

Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ

1
Μοιράσου το