Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Δείξε μου το βιβλίο σου να σου πω ποιος είσαι

feature_img__deikse-mou-to-biblio-sou-na-sou-po-poios-eisai
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που οικειοθελώς φοράει την ταμπέλα του «γκρούπι». Δεν είναι απαραίτητα (μόνο) θαυμαστές ή φανς ή, τρόπον τινά, οπαδοί. Είναι οι άνθρωποι που πρέπει να γνωρίζουν τα πάντα για τον αγαπημένο τους καλλιτέχνη. Οι ίδιοι, που σε ανάλογες συζητήσεις θα αναφέρουν κάθε λεπτομέρεια από την ζωή του ειδώλου τους, κοιτώντας σε ταυτόχρονα με ένα περιφρονητικό ύφος, επειδή δεν ξέρεις την ακριβή ώρα γέννησής τους. Από την άλλη, υπάρχει αντίστοιχα και μια κατηγορία καλλιτεχνών που σε κάνει να θέλεις να μάθεις για αυτούς τα πάντα, αλλά δεν μπορείς να βρεις τίποτα. Δύο από αυτούς μου έκαναν εντύπωση αυτό το καλοκαίρι. Και οι δύο είναι Έλληνες. Και πέρα από αυτή τη πληροφορία, δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποιοί είναι.

Ο πρώτος εκ των δύο τράβηξε το ενδιαφέρον μου από το όνομά του και μόνο: Κωστάκης Ανάν. Γιατί Κωστάκης και κυρίως γιατί Ανάν; Για αυτόν διαβάζω: 

«Ο Κωστάκης Ανάν (τριγυρί)ζει στην Αθήνα. Χόμπι του η ψηφασκία και η εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη. Το πραγματικό του όνομα είναι Αργύρης Ταλέκουρδας». 

Αυτό. Οποιοσδήποτε έψαξε να βρει το παραμικρό για εκείνον απέτυχε παταγωδώς. Ακόμη και ο ταλαντούχος εικονογράφος των βιβλίων του Sotos Anagnos γίνεται σφίγγα και αρνείται να δώσει την παραμικρή πληροφορία. Και θα μπορούσαμε να συμβιβαστούμε με την έλλειψη πληροφοριών, αν δεν είχαμε την τύχη να βρεθούμε στη στράτα των βιβλίων του. 

Ειρωνεία, καυστικό χιούμορ, σουρεαλιστικές καταστάσεις και άκρατος κυνισμός, όλα «δένουν» αρμονικά σε μια γραφή που κυλάει απολαυστικά ή και καμιά φορά ενοχικά (από πλευράς αναγνώστη). Δύο από τα βιβλία του είναι γραμμένα στην Ελλάδα της κρίσης: το «Βολική Αναισθησία» (2012), η περιγραφή της οποίας θυμίζει μια εξαθλιωμένη «Φάρμα των Ζώων» του Όργουελ, προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα, σε ένα κόσμο που ξεφτίζει και ξεφτιλίζεται και κυρίως παύει να νιώθει και να αισθάνεται. Το περιεχόμενο δεν είναι σκοτεινό. Είναι μαύρο και πλημμυρισμένο από κυνικό χιούμορ, ένα καθαρό αποτύπωμα από την καρδιά της μνημονιακής περιόδου. Για όσους αποφασίσετε να το αγοράσετε, δείτε το παρακάτω βίντεο, θα σας χρειαστεί για την υπόθεση:

Τον Δεκέμβριο του 2014 ο κύριος Ανάν ξαναχτυπά και το ρήμα δεν είναι τυχαίο. Η «Φορμόλη» έρχεται να σου τσακίσει τα νεύρα, σαν ένα σίκουελ της «Βολικής Αναισθησίας», αυτή τη φορά με χειρότερους πρωταγωνιστές, σε ένα αθλιότερο σενάριο. Όπως πολύ απλά και γλαφυρά αναφέρεται στην περιγραφή του βιβλίου: 

Μπαίνεις σε δημόσια υπηρεσία και ζητάς ευγενικά να τα κάνεις όλα πουτάνα. Η κοπέλα στις πληροφορίες σε στέλνει στο γραφείο 314 στον τρίτο όροφο, όπου γριά υπάλληλος μιλάει στο τηλέφωνο. Επιχειρείς να τη διακόψεις, αποτυγχάνεις, δέκα λεπτά αργότερα κλείνει το τηλέφωνο και σε ρωτάει τσαντισμένη αν πέρασες πρώτα από το πρωτόκολλο, εσύ λες όχι με απολογητικό ύφος, γριά σε στέλνει πρωτόκολλο, μετά γραφείο 5, μετά ταμείο και στο τέλος πάλι εδώ. 

Δεν είναι όμως άλλη μια από το κλασσικά ελληνικό «Τίποτα δε δουλεύει σε αυτή τη χώρα». Είναι μια δυνατή σφαλιάρα στον αναγνώστη ή ακόμη καλύτερα σαν να σε κοιτάει ένα κακομαθημένο παιδί και να σου λέει «Σε προκαλώ να μου πεις πως κάποτε δεν πάλεψες να γίνεις μια τέτοια κοπέλα στις πληροφορίες» και να σου βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα. Γιατί δεν είναι μόνο τα κορμιά που μπαίνουν στη φορμόλη. Μερικές φορές μπαίνει το πνεύμα και δεν απαλλάσσεται με τίποτα από αυτήν. 

Ο δεύτερος εν λόγω συγγραφέας είναι πολύ περίεργη υπόθεση. Για την ακρίβεια δεν είναι καν συγγραφέας, αλλά ποιητής. Και το όνομα αυτού Λάρρυ Κούλ και για να το ξεπεράσω, πέρασε ώρα. Μέχρι που άρχισα να διαβάζω το βιβλίο του: «Άγγελοι Καρφώνονται Με Το Κεφάλι Στην Άσφαλτο» και μου κόπηκε το γέλιο.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2013 και η ιστορία του εξελίσσεται στην Ελλάδα του 2015, αλλά μην ξεχνάτε πως ο χρόνος είναι σχετικός και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Στον ελλειπτικό χωροχρόνο λοιπόν του 2015, κάνουν κουμάντο 20 τράπεζες και ο κόσμος αλληλοσκοτώνεται για vouchers, αφού το χρήμα δεν έχει πλέον αξία. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια εναλλακτική πραγματικότητα του σήμερα ή μια προεπισκόπηση του μέλλοντος. Πρωταγωνίστρια είναι ο ίδιος ο συγγραφέας (καλά διαβάσατε) που περπατά τους τελευταίους μήνες της ζωής της ανάμεσα σε συντρίμμια, σε εξαθλιωμένους ανθρώπους και σε τελειωμένους κόσμους. Μια πραγματικότητα που ξεπερνά τον σουρεαλισμό, υπενθυμίζοντάς σου με εύκολο τρόπο πως τίποτε δεν είναι απίθανο να συμβεί. 

Ένα ξενοδοχείο με βάση τη νοητική άβυσσο του ανθρώπινου νου, ένας κόσμος όπου πίνουν επινίκια ποτά η Μόνα Λίζα με τον Αϊνστάιν, καθρέφτες που δείχνουν βαθιά μέσα στην ψυχή και μέσα σε όλα αυτά, κινητήριος μοχλός το σεξ, αποτυπωμένο από την νεοελληνική γλώσσα στην καθαρεύουσα και τούμπαλιν. Μερικοί μπορεί να προσβληθούν ή να βρουν υπερβολικά τα επαναλαμβανόμενα σεξουαλικά μοτίβα, όμως να είστε σίγουροι πως σε κάθε σελίδα που γυρίζει θα υπάρχει κάτι να κρατά την προσοχή σε εγρήγορση και το ενδιαφέρον αμείωτο. Επαναστάτες και προδότες, οραματιστές και κυνικοί, ηδονιστές και αισθηματίες, ειλικρινά δεν υπάρχει κάποια έκφανση της ανθρώπινης φύσης που να μην παρουσιάζεται εδώ. Κι αν όλα αυτά σας ακούγονται κάπως μυστήρια, θα σας πω πως, όχι μόνο είναι μυστήρια, αλλά παράλογα και προσβλητικά. Στο τέλος όμως, θα αποζημιωθείτε με αυτό που έψαχνε διακαώς σε ολόκληρο τον χωροχρόνο η πρωταγωνίστρια: την Ελπίδα. 

Στην επόμενη συγγραφική του απόπειρα «Τον ‘Κανένα’ θα τον Φάω Τελευταίο», ο Λάρρυ Κούλ στέλνει τον πρωταγωνιστή του στη λήθη και την αμνησία, από τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι στη χαμένη Ιθάκη των παιδικών του χρόνων. Μια αλληγορική ιστορία με παραπλήσιο ύφος και δομή για το πώς εκατομμύρια άνθρωποι «βουλιάζουν» στη σύγχρονη χώρα των Λωτοφάγων που λέγεται ίντερνετ, εκεί όπου η προσωπικότητα σταδιακά εξαφανίζεται και γίνεται μια απλή βάση δεδομένων, σε σημείο που να χάνουν βάρος και να πετάνε προς το διάστημα. Δεν ξέρω εάν είναι τυχαίο, αλλά και εδώ φαίνεται μια επιρροή Όργουελ και του προφητικού του «1984». 

Στο διαδίκτυο υπάρχουν αναρτημένα αρκετά από τα ποιήματα του Λάρρυ Κουλ που κυμαίνονται στο ίδιο ύφος για όσους επιθυμείτε να τον γνωρίσετε σιγά σιγά. Όσοι όμως θέλετε να πάρετε φόρα και να βουτήξετε με το κεφάλι, είστε αυτοί ακριβώς που ψάχνει ο Λάρρυ. Σε εσάς έχει εναποθέσει τις ελπίδες του:

Για τα κορίτσια που παρατούν τις παλιές συνήθειες όπως παρατούν το μπλου τζην στην άμμο και πέφτουν στη θάλασσα

Για τους τρελούς που τρέχουν στις άγριες ερημιές έχοντας μέσα στο κεφάλι τους ένα μαγκάλι αναμμένα κάρβουνα

Για τον χαρούμενο χοντρό-καλόγερο που με τα βροντερά του γέλια ξυπνά το Θεό που ονειρεύεται τον κόσμο

Για την υψίφωνο που ξαφνικά σταμάτησε να τραγουδά και ξέρασε τα σπλάχνα της στο ακροατήριο

Για τον ασκητή που άνθισαν τα μάτια του από την προσμονή και βγήκαν κόκκινα γαρίφαλα

Για την γυναίκα που ο πόθος της τις νύχτες ελλοχεύει, σαν μαύρος σαρκοβόρος πάνθηρας

Για τον αθώο που με τρεμάμενα δάχτυλα ψηλαφεί σαν βρέφος τις θηλές τ’ ουρανού

Για τους ποιητές που τους άρπαξαν απ’ τα μαλλιά τα σύννεφα και χάθηκαν

Για όσους εξατμίζονται από έρωτα

Για εκείνη που επιστρέφει μετά από τριάντα αιώνες εξορίας έχοντας καλά κρυμμένη στην κοιλιά της ό,τι περισσότερο φοβούνται οι εξουσίες: την Ελπίδα Αυτοί θα επιβιώσουν.

Αυτοί και οι σκορπιοί της ερήμου.

Οι υπόλοιποι είμαστε ήδη νεκροί.

Content Sources

  • www.blissbennet.com
1
Μοιράσου το