Η αποτύπωση της φρίκης του πολέμου σε ένα ποιητικό δράμα επίμονης πίστης και αναγκαίας ελπίδας.
Ταινιοθήκη
Δέκα χρόνια μετά το πέρας των νολανικών περιπετειών που σφράγισαν την ιστορία του υπερηρωικού σινεμά, ο λαοφιλής σκοτεινός ήρωας επιστρέφει. Δε θυμίζει σε τίποτα τον αλαζονικό γόη με τα άλυτα συναισθηματικά αινίγματα που φοράει τη στολή για να επιβάλει τη δικαιοσύνη στους δρόμους, εκεί όπου η επίσημη εξουσία ωχριά. Εμμονικά μόνος, ζει και αναπνέει μέσα στις σκιές και τα σοκάκια της αστικής ζούγκλας του. Αλλά και η πόλη δεν είναι απλώς η γνωστή σκοτεινή μεγαλούπολη που έχει παραδοθεί στην ανομία˙ είναι ένα μέρος που βαπτίζεται στο ίδιο του το έρεβος, ένας νεκρός τόπος στον οποίο ο ήλιος φοβάται να ανατείλει και η βροχή δεσπόζει σαν απόλυτος φορέας της απόκοσμης εικόνας του.
Τυφλός αιώνας: Σχόλιο για το φιλμ μικρού μήκους “L’ altra par”, του Sarah Rozik που βραβεύτηκε στο δημοφιλές Φεστιβάλ της Βενετίας
Ο Αντόνιους Μπλοκ, ιππότης που υπηρέτησε στις σταυροφορίες επί μία δεκαετία, επιστρέφει στην πατρίδα του, αποκαμωμένος και εξαντλημένος. Συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του Γιονς, συναντά ένα τοπίο μεταποκαλυπτικό, καθώς, κατά την απουσία του στους Άγιους Τόπους, η βουβωνική πανώλη είχε θερίσει την περιοχή και είχε σκορπίσει παντού παραμορφωμένα πτώματα. Αντί, λοιπόν, για την υποδοχή την οποία προσδοκούσε, συναντά τον ίδιο τον -προσωποποιημένο- Θάνατο και αντιλαμβάνεται ότι έχει έρθει να τον προσθέσει στη μακρά συλλογή του.
To ημερολόγιο έγραφε 8 Φλεβέρη του 1976 όταν προσγειώθηκε στις αμερικάνικες αίθουσες μια ταινία που εξυψώθηκε σταδιακά σε πολιτισμικό σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη εποχή. «Ο Ταξιτζής» του Μάρτιν Σκορσέζε μάς προσκαλεί σε ένα οδοιπορικό παράνοιας, όπου μια χαμένη ψυχή αναζητά ένα κάποιο αποκούμπι ομορφιάς, ηθικής και νοήματος.
Αύγουστος 1969, Μπέλφαστ. Η Βόρεια Ιρλανδία μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Οι βίαιες ταραχές ανάμεσα στους Προτεστάντες Loyalists (που παραμένουν πιστοί στο βρετανικό Στέμμα) και τους Καθολικούς Unionists (που επιθυμούν την ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία), είναι προ των πυλών. Ο ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος, που έμελλε να διαρκέσει σχεδόν 30 χρόνια, άφησε πίσω του εκατόμβες νεκρών αλλά και αγιάτρευτες πληγές, προσθέτοντας ένα ακόμη αιματοβαμμένο επεισόδιο στην ταραχώδη ιστορία ενός τόπου που θαρρείς πως γεννήθηκε για να υποφέρει.
Μια μέρα σαν κι αυτή, στις 10 Γενάρη του 1927, κυκλοφόρησε στις γερμανικές αίθουσες μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, ένα ορόσημο του βωβού κινηματογράφου και του είδους της επιστημονικής φαντασίας, μα πάνω απ’ όλα, ένα διαχρονικό πολιτισμικό σημείο αναφοράς: το Metropolis (1927) του σπουδαίου Fritz Lang.
«Ένα μυστικό δεν είναι αναγκαστικά κάτι που θέλεις να κρύψεις. Πολλές φορές, απλώς δεν έχεις σε ποιον να το πεις». Η παραπάνω φράση, που βγαίνει από τα πιο αθώα παιδικά χείλη, συμπυκνώνει και οριοθετεί το σύμπαν του Petite Maman της Σελίν Σιαμά. Ένας κόσμος συναισθηματικής μοναξιάς και βουβαμάρας, όπου το παιδικό βλέμμα φέρνει τα τραύματα στα δικά του μέτρα, προσπαθώντας να τα θεραπεύσει. Διόλου τυχαία, πάντως, η ιστορία μας ξεκινά σε ένα περιβάλλον θανάτου, απώλειας και πένθους.
Τα πάντα στη ζωή είναι θέμα συγχρονισμού και το “Don’t Look Up” σίγουρα πρέπει να ευλογεί τα γένια του για ένα timing σχεδόν θεόσταλτο: ένα σενάριο που γράφτηκε με σκοπό να σχολιάσει δηκτικά τη διαχρονική αδιαφορία για ζητήματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης κατέληξε να συσχετιστεί άμεσα με το κύμα δυσπιστίας απέναντι στην επιστήμη την εποχή του κορωνοϊού. Γενικότερα μιλώντας, η ταινία του Adam McKay (η οποία πέρασε και δεν ακούμπησε στα σινεμά, αλλά έγινε social media sensation με το που κυκλοφόρησε στο Netflix) βρίσκει αναμενόμενη και εύλογη απήχηση σε ένα ευρύτατο κοινό, με κυριότερο γαλόνι ότι στηλιτεύει ανελέητα τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες που ταλανίζουν μια πλανητική κοινωνία σε πλήρη σύγχυση, σε συνδυασμό με το λαμπερό της καστ.
Η ταινία που απέσπασε δέκα Βραβεία Ίρις στην Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και αποτελεί την ελληνική πρόταση για τα 94α Όσκαρ, αποτελεί μια ταινία διπόλων που τελικά συμπίπτουν.