Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

No Other Choice, του Park Chan-wook

1-no-other-choice-tou-park-chan-wook

«Η ανεργία οδηγεί στην αφραγκία· η αφραγκία συχνά οδηγεί στην παρανομία». Όπως πολύ εύστοχα δηλοί κι ο στίχος του ΛΕΞ, υπάρχει μια ριζική, αιτιώδης συνάρτηση της εργασιακής εξασφάλισης με τη διατήρηση ενός εύτακτου κοινωνικού υποκειμένου. Με εφαλτήριο έναν ανάλογο στοχασμό, ο μεγάλος μαέστρος του νέου κορεατικού κύματος μας βυθίζει με το “No Other Choice” σ’ έναν κόσμο γεμάτο απελπισία, καχυποψία, ηθικούς ενδοιασμούς και ραδιουργία. Ένα περιπετειώδες και κατάμαυρο οικογενειακό δράμα που δεν στερείται χιούμορ και ρομαντισμού. Πέρα όμως από μια στεγνή πραγματεία πολιτικής οικονομίας, η νέα ταινία Park Chan-wook είναι ταυτόχρονα και μια διασκεδαστική υπαρξιακή φαρσοκωμωδία, μια σφιχτοδεμένη και πολυεπίπεδη ιστορία αποσυναρμολόγησης της μικροαστικής ταυτότητας, με αξιομνημόνευτες σεκάνς, ζωηρές ατάκες και ασφαλώς λαμπρή σκηνοθετική ματιά.

Τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό και κατά τη γνώμη του γράφοντος αρτιότερο “Decision to Leave”, ο Νοτιοκορεάτης auteur φαίνεται να απολαμβάνει όσο ποτέ άλλοτε τη δημιουργία καλλιτεχνικά οξυδερκούς αλλά και προσβάσιμου σινεμά. Η εμπειρία μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα πιστοποιεί αδιάψευστα πως το “No Other Choice” είναι μια κατάθεση πάθους και διασκέδασης. Δεν μπορεί ο δημιουργός του να μην πέρασε καλά φτιάχνοντας κάτι τόσο μαξιμαλιστικό και απρόβλεπτο. Βασισμένο στο μυθιστόρημα “The Ax” του Donald E. Westlake (πρωθύστερα μεταφερμένου στην οθόνη από τον Κώστα Γαβρά), η αφήγηση εξιστορεί τα πάθη του Man-soo, ενός μεσήλικα υπαλλήλου χαρτοποιίας, που μετά από 25 χρόνια υπηρεσίας απολύεται από τη δουλειά του λόγω οργανωτικών ανακατατάξεων της βιομηχανίας και σταδιακής εισβολής της τεχνητής νοημοσύνης στο επάγγελμα. Η ψευδεπίγραφη οικογενειακή ευμάρεια που έχει καταφέρει να δημιουργήσει στα προάστια της μεγαλούπολης ξαφνικά γκρεμίζεται. Η ταυτότητά του ραγίζει. Η οικογενειακή ευρυθμία της εναρκτήριας σκηνής ξαφνικά αποδεικνύεται εύθραυστη. Αποφασισμένος να διατηρήσει όσα αποτελούν την ίδια τη ζωή του, το σπίτι, τα σκυλιά τους, την ευτυχία, θέτει σε κίνηση ένα δόλιο και μακιαβελικό σχέδιο. Θα παγιδεύσει και θα εξοντώσει κάθε ανταγωνιστή για μια θέση εργασίας.

Η οδύσσεια του Man-soo ωστόσο, δεν είναι μονάχα ένας ψυχοφθόρος, εγωπαθής αγώνας εκδίκησης εκ συνηθείας κι εκ κεκτημένης μικροαστικής πλεονεξίας. Στην ψυχή του δεν ελλοχεύει κάποιος ιδιότυπος εθισμός, μια ατομική αξίωση, αλλά κάτι πολύ πιο συμβολικό και πανανθρώπινο. Ένα βίαιο κι ανθρωποφάγο αίσθημα κακού απέναντι στα πράγματα. Στο θαμιστικό φαντασιακό της ζωής του, στην καλοκουρδισμένη καθημερινότητά του, στην πανικόβλητη ταραχή του, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα στοιχεία και τις διαλυτικές τάσεις που απειλούν την ίδια την πραγματικότητά μας. Το χαρτί, στο οποίο και αφιέρωσε όλα τα χρόνια της ζωής του, δεν είναι μονάχα ένα εμπορεύσιμο προϊόν. Είναι η υλική υπόσταση της ανθρώπινης επικοινωνίας. Ένα τεκμήριο διυποκειμενικότητας και συλλογικής μνήμης. Το χαρτί που χάνεται είναι μια υπενθύμιση πως ο άνθρωπος μπόρεσε κάποτε να συνομιλήσει και να συνυπάρξει. Κι ακριβώς αυτήν την εύθραυστη κοινωνία κι αδελφοσύνη των ανθρώπων είναι που ανατέμνει ο Park Chan-wook.

Είναι αληθινό ό,τι ζούμε χωρίς τους άλλους; Είμαστε πράγματι όσο διαφορετικοί πιστεύουμε; Ανταγωνιζόμαστε κάποιον ξένο, κάποιον που δεν μας μοιάζει καθόλου; Η ψευδαίσθηση που υπερασπίζεται μανιωδώς ο Man-soo είναι μια εύθραυστη ραγισμένη γυάλα. Η γυναίκα του δεν δουλεύει και ζει παθητικά εξαρτημένη από αυτόν. Ο θετός υιός του βαδίζει πάνω σ’ ένα ψέμα. Η νευροδιαφορετική του κόρη, ανίκανη να μιλήσει και να εκφραστεί, παπαγαλίζει σαν μαριονέτα μονάχα όσα ακούει. Κι ο ίδιος, αδυνατώντας να ριζώσει τη ζωή του σε μια αυτάρκη, διαυγή πραγματικότητα, καταπιάνεται με τις επίπλαστες, υλιστικές φαντασιώσεις του. Ριζώνει κι εκριζώνει δέντρα στο θερμοκήπιό του. Βαυκαλίζεται με ένα ψητό χέλι. Κουβαλάει σαν παράσημο τα τραύματα του πατέρα του, ένα όπλο βαμμένο με ανθρώπινο αίμα. Αν δεν σκοτώσεις, σε σκοτώνουν. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τα θεμέλια του σπιτιού του, παρά για τα θεμέλια του εαυτού του. Όπως με αγχίνοια υποδηλώνει ένα χαρακτηριστικό κάδρο της ταινίας όπου ο Man-soo απολύεται και βγάζει τα ρούχα της δουλειάς μένοντας γυμνός. Στο βάθος διακρίνεται μια επιγραφή που δηλώνει “It’s what’s inside that matters”!

Πιστός στη θεματολογία της ανθρώπινης τραγωδίας και της εκδίκησης, ο Park Chan-wook, ξεδιπλώνει για μια ακόμα φορά το σκηνοθετικό του όραμα. Η κατασκευή του δράματος είναι θεσπέσια. Ζωντανή κι αεικίνητη, η κάμερα επιλέγει παράδοξες γωνίες λήψης και ιδιότυπα σημεία εστίασης. Άλλοτε ευρύτατο σε χωρική σύλληψη κι άλλοτε πυκνότατο, με κλειστοφοβικό βάθος πεδίου, το κάδρο δεν μένει ποτέ σταθερό. Κινείται και αλλάζει συνεχώς. Dissolves διπλοτυπίες, match cuts, πολύχρωμες παλέτες και υφές, μας προσφέρουν ένα απολαυστικό και ταχύτατο κινηματογραφικό ταξίδι που αντανακλάει την αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης του κεντρικού χαρακτήρα. Αναφέρω μονάχα ως ελάχιστο παράδειγμα δύο αριστοτεχνικά χορογραφημένες σεκάνς, άρτιες τόσο από τεχνική όσο και από αφηγηματική σκοπιά. Η πρώτη με την πάλη τριών ανθρώπων μέσα σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο μουσική και η δεύτερη με την πρώτη γουλιά αλκοόλ μετά από 9 χρόνια αποχής. Εξαιρετικές!

Μπορεί να έχει ατέλειες. Μπορεί να φλυαρεί σε σημεία. Μπορεί να αφήνει κάποιους χαρακτήρες χωρίς κίνητρα και σαφήνεια. Δεν είναι σίγουρα αριστούργημα. Αλλά είναι μια εξαιρετική φιλμική κατάθεση σε μια άνυδρη κινηματογραφική χρονιά. Μας υπενθυμίζει πράγματα, μας κινητοποιεί και πέρα από θαυμασμό για το όραμα, μας παραδίδει σ’ ένα σοφό οίκτο για το σύγχρονο άνθρωπο.

Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.

No Other Choice, του Park Chan-wook
Μεταφρασμένος Τίτλος: Καμιά άλλη επιλογή
Είδος: Θρίλερ, Δράμα, Κωμωδία
Διάρκεια: 139'

3
Μοιράσου το