Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Η επινόηση της μοναξιάς, του Paul Auster

cover-i-epinoisi-tis-monaxias-tou-paul-auster

Recall: Σημείωμα για το βιβλίο του Paul Auster (Πολ Οστέρ) «Η επινόηση της μοναξιάς» σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ο πατέρας μου έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια. Ήταν και εκείνος ένας πολύ συνηθισμένος άνθρωπος, αν και κάτι ώρες έκανε τη διαφορά, ανατρέποντας κάθε γνωστή τάξη. Έκτοτε πίστεψα πως η απουσία του θα μεγεθυνόταν και ίσως κάποτε να με κατέκλυζε. Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη, να ξέρετε. Επειδή καθώς εγώ γινόμουν εκείνος, η απόσταση ανάμεσά μας που χτίστηκε όπως τα εμπόδια ανάμεσα στις γενιές, ειρηνικά και απολύτως φυσικά, μειώθηκε συγκλονιστικά. Και έτσι, «ξαφνικά ο ψίθυρος που κάνει η απώλεια, μεταφράστηκε σε ανθρώπους που φτάνουν από την πλευρά της θάλασσας στις τζαμόπορτες της βεράντας» του μοναδικού και αξέχαστου Μένη Κουμανταρέα. Οι δικοί μου άνθρωποι, ολοένα και πιο καθαρά, σαν μέσα από το νερό έρχονται σε πρώτο πλάνο, μόνο για μένα.

Ξέρω πως θα ‘χε μια γοητεία, αν σκάρωνα κάτι στη μνήμη του. Συνήθως, προμετωπίδες και αφιερωματικές επισημάνσεις του τύπου στον πατέρα, τη μητέρα, την Λούσι, κάνουν πάταγο και περιβάλλουν ολόκληρο το βιβλίο με κάτι προσωπικό, μια μαρτυρία του εαυτού μας του ίδιου. Παρ’όλα αυτά, το γεγονός στάθηκε απερίγραπτο και δεν διασώζεται τίποτε από εκείνες τις μέρες. Με είχε πείσει όσο ζούσε πως υπάρχουν πράγματα που οφείλουν να γίνουν με έναν διεκπεραιωτικό τρόπο, δίχως φασαρία, χωρίς καμία απολύτως αναστάτωση.

 Είναι απορίας άξιο πώς μπορούν τέτοιες ιστορίες να επανέλθουν δριμύτερες στο νου κάποιου. Οι άλλες πρωτύτερα, σας είπα πως έρχονται από τη θάλασσα και έτσι έχεις ένα κάποιο σημείο αναφοράς. Μα υπάρχουν και κάτι άλλες που φτερουγίζουν μέσα από τις σκεπές, θρυμματίζουν τους μικρούς φεγγίτες και έρχονται εμπρός σου για να αφομοιωθούν με το αίσθημά σου το βαθύτερο. Για αυτό, ετούτο το σημείωμα ξεχωρίζει απόψε την «Επινόηση της μοναξιάς» του Πολ Οστέρ. Κυρίως επειδή στις σελίδες του τις εισαγωγικές θα βρει κανείς μια πραγματεία των σχέσεων που σημαδεύουν τις ανθρώπινες ζωές.

Χωρισμένο σε τρεις χρόνους το μυθιστόρημα των εκδόσεων Μεταίχμιο που κλείνουν τον εκλεκτό κύκλο των έργων του Αμερικάνου λογοτέχνη, αυτό το βιωματικό μυθιστόρημα, μοιάζει με ένα άλμπουμ γεμάτο σπάνιες φωτογραφίες ενός δαπανημένου καιρού. Σαν καταδικασμένο στοίχημα, τα χρόνια γίνηκαν σκόνη και τίποτε, έτσι λατινικά και αμετάκλητα. Ο Πολ Οστέρ μου κάνει, επειδή και εκείνος γράφει καμιά φορά σαν να κλαίει, έτσι όπως μας το εμπιστεύτηκε το σπάνιο το μυστικό ο δικός μας ανυποχώρητος, Μίλτος Σαχτούρης. Βάζει κάτω τη ζωή του πατέρα του και κλείνει τους λογαριασμούς, μες στα μάτια του μια παλιά υδρία γίνεται κομμάτια, ένα ροδακινί φιλί, σκέτο θάνατο απλώνεται.

Στη δεύτερη ενότητα του μυθιστορήματος, ο Αμερικάνος λογοτέχνης που άφησε το στίγμα του στην παγκόσμια βιβλιογραφία, ακολουθεί τις διαγραμμίσεις από το κύκλωμα του εντυπωσιακού εξωφύλλου που επιλέγουν οι εκδόσεις Μεταίχμιο για τις συστάσεις αυτού του βιβλίου. Η μνήμη, που έρχεται πρώτα στα μάτια ανομολόγητη, μπερδεμένη μες στην ανείπωτη τη μοναξιά. Μια διάρκεια που πέρασε και δεν πάει πουθενά, στολισμένη με τα ωραία και τα ιδανικά που διέσωσαν για πάντα οι τρωγλοδύτες της γραφής, ένας ουρανός από αχάτη. Και τριγύρω τ’άγριο χιόνι, μια τελετή ενηλικίωσης όταν το παρόν, γίνεται ένα μέλλον που ‘χει κιόλας φανεί. Ο πατέρας Πολ παίρνει τη θέση των ανθρώπων που ξεγλίστρησαν στην άλλη πλευρά της τοιχογραφίας, τα παιδιά μεταμορφώνονται σε εκείνον. Φορούν τα ρούχα του και τριγυρίζουν εκεί, στα εργαστήρια του τίποτε, εκεί που κάποιοι διαμορφώνουν το ονειρικό και το συντελεσμένο. Στην Νέα Υόρκη, με τις απαστράπτουσες ψηφιακές μαρκίζες που έχει κιόλας παλιώσει όπως ποτέ ξανά, η ζωή και η τέχνη, με τη μοναξιά τους στο γινόμενο της ύπαρξης καρφωμένη, φέρνουν την προσφορά τους και χάνονται.

Όταν ο συγγραφέας παίρνει το λόγο, έχει κιόλας σημάνει το τρίτο μέρος αυτού του μικρού σύμπαντος που για άγνωστο λόγο, μου θυμίζει κάτι κόσμους περίκλειστους με μπερδεμένες κατευθύνσεις, διά χειρός Ακριθάκη. Ύστερα πάλι, συλλογίζομαι με πόσους τρόπους επινοούμε εμείς οι άνθρωποι τη μοναξιά, η ανάσα μου κόβεται καθώς ο Οστέρ απαντάει στην πανεπιστημιακό Σέγκουμφελντ. Σκέτη Κλινοπάλη σαν του Παπαγιώργη, εξομολογητική γραφή με επιχειρήματα και το ταλέντο να στήνει με το τίποτε, εντελώς στα ξαφνικά το βαθύτερο από μια ορισμένη ατμόσφαιρα. Θα το πεις ποίηση, ιδέα οικεία που αγγίζει το θυμικό σου, θα το πω ώρα μεστότερη όταν όλη η φυσικότητα μιας ανόθευτης γραφής επιστρέφεται στον αρχικό της δότη. Ο Πολ Οστέρ στην υπέροχη έκδοση του Μεταιχμίου μεταγγίζει το δικό του το αίμα. Στις κόχες, μες στο μισοσκόταδο της πιο άγριας ώρας, την καρδιά του ακονίζει στη λίμα της ζωής. Ισιώνει τις επιφάνειες και οξύνει τις αιχμές, έτσι που αν το θέλεις κείμενο και ιδέες μεταμορφώνονται σε εργαλεία που σε αφοπλίζουν, σε νοήματα που σε βγάζουν από τη βολική σου τη θέση. Είσαι και εσύ χαμένος μες στη μνήμη και είναι άλλωστε στις προθέσεις κάθε καλού μυθιστορήματος να αδράξει την ευαισθησία σου φτάνοντας μακρύτερα από όσο φαντάστηκες, ίσαμε την καρδιά σου. Και αυτός είναι ένας δρόμος που κανείς ανακαλύπτει δύσκολα αναλυμένος στο σήμερα και τ’αύριο. Πιο πίσω φωτογραφίες με πρίγκιπες που κρατούν τα κρίνα, παλιούς όσο και η νοσταλγία. Άνθρωποι άλλων αιώνων, χαρακτήρες μυθιστορηματικοί και άλλοι που τρύπωσαν μες στην ιστορία του κόσμου από τις ρωγμές που ‘χει το φως για να περνά.

Η φράση είναι μοναχοκόρη, γεννιέται και πεθαίνει δίχως συντροφιά. Αν βρίσκει με κάποιο τρόπο το στόχο της μες στο επίκαιρο,  είναι γιατί στέκει το ίδιο από το νέο και το παλιό. Ο Πολ Οστέρ βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει για τη μνήμη, αλλάζοντας τη γωνιά της θέασης μας. Είναι ένας Ίκαρος και έμαθε να μην πλησιάζει αυτά που σε καταστρέφουν.

Άλλοτε συγκαλυμμένα συγκινητικός, άλλοτε πάλι στοχαστικός κάτω από το σκληρό φως της ζωής και της λογοτεχνίας –αξεδιάλυτα μου φαίνονταν πάντα αυτά τα δυο-  ένας άνδρας κάθεται μονάχος μες στην κάμαρη. Γύρω του ο κόσμος και οι άνθρωποι, μια δίνη από χρόνια και μαρτυρίες που δρουν κυκλωτικά. Γράφει κάτι.

Αποκομμένος από οτιδήποτε του ήταν οικείο, αδυνατώντας να ανακαλύψει έστω και ένα σημείο αναφοράς, είδε ότι τα βήματά του, οδηγώντας τον στο πουθενά, τον οδηγούσαν απλούστατα στα ενδότερα του εαυτού του. Περιπλανιόταν εντός του και είχε χαθεί.

Όλα ποτίζονταν στο αίμα της καρδιάς του, διάττοντα φωνήεντα συντρίβονταν, φωνές καταποντίζονταν. Ήταν η μνήμη ή μια νοσταλγία, σαν άγριο ζώο, γυρόφερνε στα πόδια του, πιστό και επίμονο. Κάθε τόσο έπαιρνε ένα κομμάτι μας, έτσι που να μην μένει άλλος δρόμος από το να μιλήσουμε για τη μνήμη, να την αναγνωρίσουμε, με τη μοναξιά της παντού τριγύρω στους όρους του συντελεσμένου.

«Η επινόηση της μοναξιάς», του Πολ Οστέρ στην εξαιρετική μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου. Ένα βιβλίο για τη λογοτεχνία, ένα προσωπικό λεύκωμα, ένα εγχειρίδιο μοναξιάς, τέχνης και ζωής, δοσμένο με το μέτρο ενός μεγάλου. Ένα βιβλίο που διασώζει το θάμπος όταν αυτό λιγοστεύει. Αυτό πρωτίστως συνιστά το σκοπό του βιβλίου των εκδόσεων Μεταίχμιο.

Όσο για την υπόθεση με τον πατέρα δεν έχω και πολλά να πω. Παραμένει εντός μου, μοναχικός με την έννοια της απόσυρσης, όσο εγώ καταβροχθίζω τα κομμάτια του και μεταμορφώνομαι σε εκείνον. Ίσως από αυτό το φόβο να έγραψε και ο συγγραφέας το πρώτο μέρος της τριλογίας, το πιο προσωπικό, ένα δείγμα της πεζογραφίας που ενσωματώνει στους κόλπους της κάτι το ποιητικό. Μια φωταγώγηση ή απλά την επιστροφή μας στο μέλλον να ονειρεύτηκε μες στο εργαστήρι του, προσπαθώντας να κρατήσει ολόκληρο τον δικό μας κόσμο λίγο πάνω από το νερό που σβήνει οριστικά τα πράγματα.

Η επινόηση της μοναξιάς, του Paul Auster

Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 304

2
Μοιράσου το