Ο θεός υπάρχει. Ζει στις Βρυξέλλες, γράφει ενοχλητικούς νόμους και μισεί τους ανθρώπους. Υποψήφια για χρυσή σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, η «ολοκαίνουργια διαθήκη» του Van Dormael, αναδιατυπώνει την έννοια του θεού.
Ταινιοθήκη
Ένα δωμάτιο. Η μητέρα και ο γιoς της. Η τηλεόραση, ο παράδεισος, ο φεγγίτης.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ορισμένοι φίλοι του Quentin Tarantino διαμαρτυρήθηκαν για την τελευταία ταινία του, τους «Μισητούς οκτώ». Η ταινία είναι δική του, δεν υπάρχει αμφιβολία. Εντούτοις, διαρκεί τρεις ώρες, μοιάζει με μια αφήγηση εγκιβωτισμένη σε μιαν άλλη (επίσης παρένθετη) αφήγηση – bottle in a bottle, σαν κούκλα Матрёшка, λες και πήγε να δει κανείς τους «Αδερφούς Καραμάζοφ»· η δράση είναι σπάνια αν και εκρηκτική όταν ξεσπάει, οι ρυθμοί κατά κανόνα αργοί, και το πράγμα πάει πολύ «στο κουβεντιαστό», ακόμη και για τα δεδομένα του σκηνοθέτη, που ομολογουμένως εδώ έχει αναστείλει τη χρήση του χαλιναριού.
Υπάρχει μια παγίδα στην οποία πέφτουν όλες, σχεδόν, οι κινηματογραφικές βιογραφίες: ανάγουν μια ζωή, μια προσωπικότητα, σε μια σειρά –λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών- περιστατικών, που υποτίθεται ότι την συνοψίζουν, ότι εκθέτουν την ουσία της. Στην πραγματικότητα υποβιβάζουν έναν αληθινό άνθρωπο σε θαμπό πορτραίτο, καθώς ανέρχονται την ανεκδοτολογική κλίμακα των γεγονότων στα οποία συμμετείχε (ή προκάλεσε), ξεχνώντας ότι αυτό που, ουσιαστικά, ορίζει μια υποκειμενικότητα, δεν είναι οι πράξεις ή οι επιλογές της, αλλά η –επί της ουσίας- αόρατη, μύχια διαμάχη που την έκανε να καταργήσει όλες τις υπόλοιπες. Κάθε άνθρωπος είναι οι ανεκμετάλλευτες δυνατότητές του. Αποφασίζεις να είσαι κάτι, σημαίνει ότι έχεις διαλέξει να μην είσαι όλα τα υπόλοιπα που μπορούσες.
Μετά από εκτεταμένο και πολύμηνο hype, το "The Revenant" («Επιστροφή»), το νέο υπέρ-φιλόδοξο εγχείρημα του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, παίζεται πλέον και στις ελληνικές αίθουσες, μετά το εκρηκτικό άνοιγμά του στην αμερικανική αγορά που το έφερε πρώτο στο box office, εκθρονίζοντας, έστω και προσωρινά, το Star Wars.
Στην κορυφή των ελληνικών box office γι' αυτή την εβδομάδα, ο «Νοτιάς» μας ταξιδεύει κάποιες δεκαετίες πριν, σε vintage γωνιές της μεταδικτατορικής Ελλάδας, αφήνοντας το γλυκόπικρο στίγμα του.
Τα πάλλευκα τοπία της Σκανδιναβίας φιλοξενούν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες σαγηνευτικές ταινίες, φεστιβαλικού ή μη χαρακτήρα. Έργα όπως το "Kraftidioten" ή το "Force Majeure", που διαθέτουν κοινά στοιχεία τόσα ώστε να μας επιτρέπουν να μιλήσουμε, έστω καθ’ υπέρβαση, για μια νέα εποχή Σκανδιναβικού Σινεμά, συναντούν την αγάπη του σινεφιλικού κοινού ανά τον κόσμο, με κυρίαρχα στοιχεία το μαύρο χιούμορ σε ποικίλες δόσεις, τη μαγευτική φωτογραφία και την άρτια παρουσίαση των συγκρούσεων ανάμεσα στους χαρακτήρες, που επιτρέπει και στην κοινωνική κριτική να κάνει την εμφάνισή της. Φέτος, ήταν η σειρά της Ισλανδίας να καταπλήξει τον κόσμο του σινεμά.
Όταν ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα βυθίστηκε στις παθογένειές του και κατέστρεψε μαζί με τον εαυτό του και τους πάντες στο πέρασμα του, μια ομάδα ανθρώπων βρέθηκε στο σωστό σημείο, την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθεί.
Το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου προβάλλεται για μια ακόμα φορά στην κινηματογραφική οθόνη, μέσα από τον φακό του David O. Russell.
Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια από την τελευταία φορά που οι περίφημοι τίτλοι αρχής του Star Wars «έπεσαν» σε κινηματογραφική οθόνη, με το "Revenge of the Sith" να αποτελεί μακράν την καλύτερη (αλλά και πάλι μετριότατη) από τις τρεις prequel ταινίες που έγραψε και σκηνοθέτησε ο George Lucas, που κατά πολλούς αποτελούσαν βλασφημία στο ιερό όνομα του Star Wars, με τον συνδυασμό κακόγουστης καλλιτεχνικής διεύθυνσης, άθλιων ερμηνειών, απαράδεκτων ψηφιακών εφέ και ενοχλητικών χαρακτήρων, να ξενίζει ακόμα και τους πιο φανατικούς οπαδούς της πρωτότυπης τριλογίας.