Για 10 μέρες η Θεσσαλονίκη γέμισε με ταινίες, με κόσμο, με πάρτυ, με πολιτισμό. Για 10 μέρες μια ολόκληρη πόλη κινούνταν στους ρυθμούς ενός Φεστιβάλ που φαίνεται πως, χρόνο με το χρόνο και διοργάνωση με τη διοργάνωση, διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο κομμάτι δημόσιου πολιτισμικού χώρου. Που πλέον φαίνεται πως δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το «μεγάλο αδελφάκι του», το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αφού φέτος ξεπέρασε τον εαυτό του και τις προσδοκίες μας τόσο στην προσέλευση του κόσμου όσο και στην πληρότητα του προγράμματος.
Άλλαι Τέχναι
Πού θα μας οδηγήσει η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας; Θα φτάσει η εποχή που οι μηχανές θα αντικαταστήσουν τον άνθρωπο ή, πολύ χειρότερα, θα απειλήσουν τη ζωή του; Η ιστορία δεν έχει δώσει ακόμα απαντήσεις, ο κινηματογράφος όμως έχει δώσει πολλές! Ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη, με φονικά ένστικτα ή με συναισθήματα αγάπης, ρομπότ που ταξιδεύουν στο χρόνο, που δεν ξέρουν ότι είναι ρομπότ ή που θέλουν να γίνουν άνθρωποι – η έβδομη τέχνη έχει να επιδείξει απίστευτη ποικιλία και αστείρευτη φαντασία. Ιδού εφτά ταινίες που μας καθήλωσαν, μας προβλημάτισαν, μας συγκίνησαν.
Τι είναι αυτό που με τόση σιγουριά ονομάζουμε «νορμάλ»; Τι μπορεί να κατατάξει κάποιον σε αυτή την κατηγορία, η να του προσδώσει τον αντίστροφο αφοριστικό χαρακτηρισμό; Είναι νορμάλ μόνο να παίζουν τα κορίτσια με κούκλες και τα αγόρια με μηχανές; Οι άντρες να στήνονται μπροστά σε λάγνα σόου από γυναίκες performers και οι γυναίκες να ασχολούνται αποκλειστικά με το τρίπτυχο σπίτι-κρεβάτι-παιδί μέχρι τα βαθιά γεράματα;
Εδώ και μερικές μέρες, μια ολόκληρη πόλη κινείται στους ρυθμούς ενός φεστιβάλ που φέτος μοιάζει πιο αποφασισμένο από ποτέ να την γεμίσει με την πολύχρωμη παρουσία του. Φτάνοντας στην 21η διοργάνωση του, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχει πλέον ενηλικιωθεί για τα καλά, και έχει καθιερωθεί ως ένα ιδιαιτέρως σημαίνον πολιτιστικό γεγονός στις συνειδήσεις όλων των σινεφίλ της πόλης, και όχι μόνο.
Οι ιστορίες και τα τραύματα οικογενειών της Μοσούλης μετά το πέρασμα του ISIS, βρίσκονται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi, που βρέθηκαν στο Ιράκ και κατέγραψαν μερικές από τις πιο φρικιαστικές στιγμές ενός τραγικού πολέμου. Μια ταινία μέρος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματεύεται ένα μνημειωδώς δύσκολο ζήτημα, αλλά στέκεται αξιοθαύμαστα στο ύψος του.
A (bi) weekly retrospect of new interesting sounds. Ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης προτείνει:
«Κάθε μαύρος που γεννήθηκε στην Αμερική, γεννήθηκε στην Beale street, ανεξάρτητα από το αν στην πραγματικότητα γεννήθηκε στο Τζάκσον του Μισισίπι ή το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η Beale street είναι η κληρονομιά μας». Τάδε έφη ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος James Baldwin, τα λόγια του οποίου εμφανίζονται γυμνά, γενναία, στέρεα και επιβλητικά στο εναρκτήριο πλάνο της νέας ταινίας του Barry Jenkin. Το "If Beale Street Could Talk", που εκδόθηκε το 1974, υπήρξε το πέμπτο μυθιστόρημα της συγγραφικής καριέρας του Μπόλντγουιν, με τη δράση να εκτυλίσσεται στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, αλλά τον τίτλο να παραπέμπει στη θρυλικό οδό με αυτό το όνομα, που βρίσκεται στο Μέμφις της πολιτείας του Τενεσί.
Ανατρεπτικοί δημιουργοί, πρωτότυπα αφιερώματα, 178 ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και 49 μικρού μήκους από όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και 50 μεγάλου μήκους και 31 μικρού μήκους ελληνικές παραγωγές, η Αγορά Ντοκιμαντέρ και μια σειρά από ξεχωριστές παράλληλες εκδηλώσεις. Αυτές και πολλές άλλες κινηματογραφικές εκπλήξεις μας περιμένουν στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που γιορτάζει για άλλη μια χρονιά τη συναρπαστική τέχνη του ντοκιμαντέρ. Ένα φεστιβάλ που μπαίνει αισίως πλέον στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και την δημοτικότητά του να αυξάνεται κάθε χρονιά.
Ολοκληρώθηκε χθες άλλη μια απονομή των βραβείων Όσκαρ με αναμενόμενες νίκες, αλλά και μικρές εκπλήξεις – όπως συμβαίνει εξάλλου σε κάθε απονομή. Ανεξαρτήτως του αν τα βραβεία μοιράστηκαν σωστά, αν υπήρξαν αδικίες ή όχι, αυτό που γίνεται όλο και πιο φανερό χρόνο με το χρόνο είναι ότι η Ακαδημία δίνει αγώνα να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο πολιτικά ορθή.
Νέα Υόρκη, 1962. Ο Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα είναι ένας αγαθός Ιταλοαμερικάνος μπράβος που ζει στο πετσί του την αγωνία της βιοπάλης. Έχοντας συνηθίσει να μετρά τα κουκιά για να τα βγάλει πέρα και να συντηρήσει την οικογένειά του, αναζητά κάθε πιθανή ανακούφιση στην οικονομική του δυσπραγία. Έτσι, όταν ο διάσημος μαύρος πιανίστας δόκτωρ Ντον Σέρλεϊ του προσφέρει τη δουλειά του προσωπικού του οδηγού για την επικείμενη τουρνέ του στον αφιλόξενο αμερικάνικο νότο, ο Τόνι την αποδέχεται παρά τις έντονες επιφυλάξεις του.