Τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο περιώνυμο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Sundanceτου 2016 και στο σήμερα; Ανάμεσα στο τραγούδι “Thunder Road” -ένα από τα πιο όμορφα και καθηλωτικά κομμάτια του The Boss (κατά κόσμον Bruce Springsteen)- και σ’ έναν επικήδειο λόγο; Η απάντηση είναι κινηματογραφική κι ευχάριστα ιδιαίτερη. Γιατί όλα τα παραπάνω συναντιούνται στη γλυκόπικρη και ομότιτλη του τραγουδιού δραματική κομεντί “Thunder Road”, το σκηνοθετικό δηλαδή ντεμπούτο του Jim Cummings που αποθεώθηκε κι αγκαλιάστηκε από το ελληνικό κοινό από την πρώτη κιόλας προβολή του περασμένου Σεπτέμβρη, στις Νύχτες Πρεμιέρας της Πρωτεύουσας.
Άλλαι Τέχναι
Ο Μπίλι Μπάτσον, χάρη στην ευγενική «χορηγία» ενός αρχαίου μάγου, κάθε φορά που φωνάζει τη λέξη – SHAZAM! – μεταμορφώνεται από 14χρονο έφηβο στον ενήλικα σούπερ ήρωα "Shazam!" Ωστόσο, παρά το θεόρατο γεροδεμένο σώμα του, παραμένει μέσα του παιδί και όπως είναι φυσικό διασκεδάζει με την ενήλικη έκδοση του εαυτού του, κάνοντας ό,τι θα έκανε κάθε έφηβος που θα αποκτούσε ξαφνικά υπερδυνάμεις: σπάει πλάκα!
O διαχρονικά και σεσημασμένα άνισος François Ozon, με μια φιλμογραφία γεμάτη από ηχηρά ολισθήματα και μικρούς θριάμβους, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια αληθινή ιστορία συγκάλυψης σεξουαλικών σκανδάλων στους κόλπους της (γαλλικής) Καθολικής Εκκλησίας, η οποία είχε προκαλέσει κρότο στην κοινωνία της Λιόν. Η αρχική πρόθεση του Ozon, μάλιστα, ήταν να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη συγκεκριμένη ιστορία ερεβώδους σιωπής και αδράνειας, προτού λάβει τελικά την απόφαση να την μεταπλάσει σε μια ταινία μυθοπλασίας, η οποία πατά και με τα δυο πόδια στα πραγματικά περιστατικά, ευτυχώς όμως όχι με τη στείρα λογική της γεγονοτικής καταγραφής. Προχωρώντας σε μία (εννοείται) αυθαίρετη υπόθεση, θα τολμούσαμε να πούμε πως το αρχικό πλάνο μιας ταινίας τεκμηρίωσης ενδεχομένως και να ωφέλησε το όλο πόνημα, καθώς ο Ozon απέφυγε τον φωνακλάδικο εντυπωσιασμό που έχει χαντακώσει το αναμφίβολο ταλέντο του σε πλείστες άλλες περιπτώσεις στην καριέρα του.
Ο δόκτωρ Λούις Κριντ μετακομίζει με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά από την θορυβώδη Βοστώνη στην ήσυχη επαρχία του Μέιν. Έχοντας αποκηρύξει το φρενήρες τέμπο της αστικής ζωής, ο ευκατάστατος επιστήμονας αναζητά τη γαλήνη της περιφέρειας σ’ ένα πανέμορφο, μεγάλο σπίτι που μόλις αγόρασε. Η συνολική έκταση του οικοπέδου του περιλαμβάνει και ένα δάσος το οποίο μοιάζει μακάβριο, καθώς περικλείει ένα νεκροταφείο ζώων. Σύντομα ανακαλύπτει πως στο συγκεκριμένο δάσος φιλοξενούνται μεταφυσικές δραστηριότητες, καθώς ένα συγκεκριμένο σημείο του αποτελεί την πύλη για την ανάσταση νεκρών σωμάτων.
Ο Στιβ Κρικρής έκανε σπουδές στον Κινηματογράφο (BFA) στο San Francisco Art Institute. Έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία σε περισσότερα από 500 διαφημιστικά σποτ, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και θεατρικές παραστάσεις. Το 2010, πρωτοστάτησε στη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου. To "The Waiter" είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία έκανε τη διεθνή της πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με δύο βραβεία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και καλύτερου location.
Το Arts and Crafts αποτελεί κίνημα στον χώρο του βιομηχανικού σχεδιασμού, των διακοσμητικών τεχνών και της αρχιτεκτονικής που άνθισε στη Μεγάλη Βρετανία στα μέσα του 19ου αιώνα και εξαπλώθηκε σε Ευρώπη και Αμερική ως αντίδραση στο βιομηχανικό κατεστημένο, στη μηχανοποίηση της κοινωνίας και στην αισθητική παρακμή των τεχνών.
“Mektoub” στα Αραβικά σημαίνει μοίρα, το απροσδιόριστο «γραμμένο». Γι’ άλλους μια συναρπαστική και θελκτική tabula rasa και γι’ άλλους μια αναπόδραστη, σκληρή ειμαρμένη. Πάντα διττή ήταν δηλαδή η φύση της μοίρας, πάντα αχανές κι απροσδιόριστο το νόημά της. Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι όλοι, τόσο οι απελευθερωμένοι απ’ τα δεσμά της όσο κι οι βαθιά σιδηροδέσμιοι, προσπαθούν να την ιχνηλατήσουν, να τη βιώσουν και να την προσεγγίσουν· με λίγα λόγια να προετοιμαστούν για τα μελλούμενα. Αυτός φαίνεται να είναι κι ο αγνός στόχος της τελευταίας ταινίας του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche, του μεθυστικά καλοκαιρινού “Mektoub, My Love: Canto Uno”.
Τυχαίνει λοιπόν την ώρα που γράφονται οι παρακάτω γραμμές να πληροφορούμαι το θάνατο της σπουδαίας Agnès Varda, μιας από τις περίλαμπρες ιέρειες του Γαλλικού Σινεμά (κι όχι μόνο της Nouvelle Vague όπως πολλοί θα γράψουν από αύριο).
Η σκιά που βαρέθηκε να είναι υπόδουλη στο σώμα και διεκδικεί την ελευθερία κινήσεων. Το είδωλο που δεν υπακούει πια στη δύναμη της αντανάκλασης και παλεύει να ξεγλιστρήσει από τα ασφυκτικά όρια του καθρέφτη. Οι πιο πανίσχυροι εχθροί εξ ορισμού και αναντίρρητα. Οι σιαμαίοι μας, καταδικασμένοι να ζουν στο αθέατο περιθώριο, οι οποίοι άπαξ και αποφασίσουν να αυτονομηθούν, αποκτούν αυτομάτως το πάνω χέρι.
Μια ανθρώπινη κουκκίδα σε ένα πάλλευκο τοπίο. Ένα σήμα κινδύνου γραμμένο στην απεραντοσύνη του τίποτα. Στον μοναχικό και άνισο αγώνα απέναντι στη φύση, ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να ενεργοποιήσει καθετί, εγγενές και επίκτητο, που μπορεί να επιστρατευτεί. Τη λύσσα για ζωή με την οποία εξοπλίζεται κάθε έμβιο ον από την πρώτη κιόλας ανάσα. Την ευρηματικότητα του νου που θα αγγίξει άγνωστες ώς τότε κορυφές. Σε συνθήκες βολής και άνεσης, στο κουκούλι της κοινωνίας και του πολιτισμού, τείνουμε να το λησμονούμε, αλλά ο μόνος αληθινός νόμος που διέπει τα πάντα, από καταβολής κόσμου, είναι εξαιρετικά απλός: μια ακόμη δρασκελιά, ένα ακόμη σύρσιμο, για μια ακόμη ανάσα. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι θα είναι η στερνή.