Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα sequel μετά από τριάντα χρόνια, και μάλιστα ένα επιτυχημένο, που δεν περιορίζεται στην αντιγραφή του εαυτού του, αλλά στον εκσυγχρονισμό και την κόμιση νέων ιδεών που πλαισιώνουν τη διατήρηση της φυσιογνωμίας ενός franchise. Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός George Miller αντεπεξέρχεται επιτυχώς στην πρόκληση που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του, επιστρέφοντας μετά από πολλά εμπόδια σε μια τέταρτη ταινία στο σύμπαν του Mad Max. Πρόκειται για τον κόσμο εκείνον για τον οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι επινοήθηκε ο όρος «μετα-αποκαλυπτικό ντίζελπανκ».
Άλλαι Τέχναι
Ο Réhahn Croquevielle ψάχνει αυτό το κάτι παραπάνω από την απλή σύσπαση των μυών του προσώπου που υποδηλώνουν το χαμόγελο. Εστιάζει στις λεπτομέρειες που του δίνουν σημασία ― στις ρυτίδες γύρω από τα μάτια που πέρα από την φτώχεια ή την ηλικία είναι οι εικόνες που αποκαλύπτουν πώς το πέρασμα της ζωής άφησε τα σημάδια του στο σώμα.
SPOILER ALERT. Επεισόδιο πιο γρήγορο, πιο στρωτό και με καλύτερους διαλόγους απ’ το προηγούμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι εξελίξεις μας άρεσαν. Στο μέτωπο του Τζέιμι και της Σάνσα αντιληφθήκαμε ότι οι δημιουργοί είναι προβλέψιμοι και ανίκανοι να σκεφτούν μια καλή ιστορία μόνοι τους. Πέρα από αυτό, παρατηρήσαμε κάτι χειρότερο. Η σειρά έχει κάνει καταστροφικές επιλογές, δείχνοντας ξεκάθαρα έλλειψη σεβασμού προς τους χαρακτήρες της. Ιδιαίτερα τους γυναικείους.
Ο Σταύρος Κυριακάκης, βλέποντας τα Κύθηρα, εμπνεέται και διασκευάζει τα τραγούδια που αγαπά. «Όλα τα τραγούδια που αγαπάω και παίζω στα live μου έχουν μπλουζ διάθεση που με αντιπροσωπεύει απόλυτα. Φαντάσου με μαύρη μπλουζ διάθεση το υπέροχο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «θα πάω εκεί στην αραπιά»…
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι υπήρξε κινηματογραφικός σκηνοθέτης, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος. Πέθανε άδοξα τη νύχτα της 2ας Νοεμβρίου του 1975, βίαια δολοφονημένος στην παραλία της Όστια, λίγο έξω από τη Ρώμη. Την ευθύνη για τη δολοφονία του επωμίστηκε ο Πίνο Πελόζι, ο οποίος είχε συνοδέψει τον Παζολίνι στην Όστια για να προσφέρει, κατόπιν αμοιβής, σεξουαλικές υπηρεσίες. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, είχαν γεννηθεί ισχυρότατες υποψίες πως πίσω από τη δολοφονία αυτή κρυβόταν κάτι σκοτεινότερο από ένα απλό έγκλημα πάθους, με τα πολιτικά κίνητρα να θεωρούνται η επικρατέστερη αιτία.
Αστέρια που λαμπυρίζουν, ματιές στον γαλαξία και το βόρειο σέλας σε όλο του το μεγαλείο είναι τα θέματα που απεικονίζονται με εντυπωσιακή ευκρίνεια στις εικόνες του Mikko Lagerstedt.
Η φετινή σεζόν της αγαπημένης σειράς αποτελεί οδηγό αυτοκαταστροφής. Τι εννοούμε: Ξεκίνησε υπέροχα. Τα 3 πρώτα επεισόδια ήταν εξαιρετικά από όλες τις απόψεις. Στο 4o επεισόδιο οι αλλαγές μας «χάλασαν» αρκετά. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωθες ότι το τρένο είναι ένα βήμα πριν τον εκτροχιασμό. Ο φόβος μας έγινε πραγματικότητα στο τελευταίο επεισόδιο. Το τρένο εκτροχιάστηκε και η σειρά ακολουθεί καταστροφική πορεία. Συγκεκριμένα, αν εξετάσουμε αυτόνομα το επεισόδιο 5 θα διαπιστώσουμε ότι είναι ένα από τα χειρότερα της σειράς.
Ο κόσμος του Martin Wittfooth κυριαρχείται από τα ερείπια της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μισογκρεμισμένα κτίρια, παρατημένα αυτοκίνητα, οργιώδης βλάστηση. Ο άνθρωπος είναι ανατριχιαστικά απών και η αίσθηση πως απεικονίζεται μια αληθινά πιθανή πραγματικότητα του μέλλοντος, δίνει στο έργο του μια δυστοπική και μετα-αποκαλυπτκή διάσταση.
Όταν μάθαμε, ότι οι δημιουργοί του “Breaking Bad” ξεκινούν σειρά με πρωταγωνιστή τον Saul Goodman δεν πετάξαμε απ’ τη χαρά μας. Οι μνήμες απ’ το BB είναι νωπές. Ο φόβος, μήπως η συγκεκριμένη καινούρια σειρά αποτελέσει αρπαχτή, μεγάλος. Το έχουμε ξαναδεί το έργο άλλωστε. Η πλειοψηφία των spinoff υποδηλώνει ακριβώς αυτό. Μέτρια τηλεοπτικά προϊόντα που έχουν την αύρα της αυθεντικής σειράς στην οποία πατούν και τίποτα άλλο. Το “Better Call Saul” ευτυχώς εξαιρείται από αυτή την κατηγορία. Αποτελεί μια από τις καλύτερες φετινές σειρές και δικαιώνει πλήρως την απόφαση των Gilligan και Gould να συνεχίσουν να ασχολούνται με το σύμπαν του BB. Ορίστε 5 λόγοι για να το δεις:
Οι φωτογραφίες της Gail Albert Halaban προσφέρουν μια σπάνια ματιά στους προσωπικούς χώρους των κατοίκων του Παρισιού. Η τέχνη της εξερευνά την ένταση ανάμεσα στον δημόσιο βίο και την προσωπική ζώη, ανάμεσα σε όσα δείχνουμε και σε όσα κρύβουμε. Παίρνοντας την άδεια από τους γείτονες της απέναντι πολυκατοικίας, τους φωτογράφισε προκαλώντας μας να παραδεχτούμε πως όλοι στο βάθος, ρίχνουμε μια κλεφτή ματιά και ίσως όχι μόνο, στους γείτονές μας.