Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Μικροί Κινηματογράφοι: Φτερά αγγέλων […από τα φιλμ της ζωής μας…]

cover-mikroi-kinimatografoi-ftera-aggelon-apo-ta-film-tis-zois-mas

Der Himmel über Berlin (Τα φτερά του έρωτα), του Wim Wenders.

Προχώρησε ως το εσωτερικό του γοτθικού ναού. Ένα κορίτσι, ίδιο με την Οφηλία πουλούσε για είκοσι σεντς ολόλευκες λαμπάδες στο μπόι ενός παιδιού. Είχε διάφανα τα μάτια της, κανένα φιλμ δεν θα μπορούσε να τα καταγράψει. Πάει να πει, από στιγμή σε στιγμή ίσως να διέφευγαν της λήψης και μέσα εκεί να αποκτούσαν τα πράγματα ένα μεγάλο βάθος που θα φοβόταν ο καθένας.

Βρήκε τον χαμηλό φωτισμό αρκετά συμπαθή και κατάλληλο για την ψυχική του διάθεση. Το κορίτσι με τ’αδειανά μάτια σαν να το κατάλαβε και απομακρύνθηκε πίσω από τον πάγκο της. Είπε μόνο λαμπάδες σε όλα τα ύψη, λαμπάδες για προσευχή και έπειτα σώπασε για πάντα.

Είχε σταθεί σε ένα από εκείνα τα ξεφτισμένα ξύλινα στασίδια, με τα σημάδια άλλων σωμάτων επάνω τους. Κοίταξε ως απάνω στην κορυφή του ναού, ακολούθησε τους νευρώνες που κατηφόριζαν ως τις τοιχοποιίες και έπειτα γίνονταν το ίδιο το σώμα του καθεδρικού. Εδώ μέσα δεν υπάρχει Θεός, είπε σε μια σπάνια στιγμή πνευματική διαύγειας.

Λίγο αργότερα, περπατούσε στους δρόμους ενός τσακισμένου Βερολίνου, χωρισμένου στα δυο. Έφτασε ως το τείχος, μερικά παιδιά παίζανε ποδόσφαιρο, τα γκολ πέφτανε βροχή, κανείς δεν είχε χρόνο να συλλογιστεί τη φυλακισμένη τους ζωή. Πίσω από την κατασκευή ένας άλλος κόσμος τραβούσε την πορεία του μες στην ιστορία. Ίσως και από την άλλη πλευρά ένα μάτσο παιδιά να σκαρώνανε έναν τελικό, ένα παιχνίδι ύψιστης σημασίας που θα έκρινε οριστικά τον πρωταθλητή. Μακάρι και η ιστορία να έδινε την ετυμηγορία της με έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, μα τα πράγματα στον κόσμο είναι πιο δύσκολα. Χρειάζονται πολλά περισσότερα για να κρατηθεί ένας κόσμος πάνω από το νερό.

Άφησε πίσω του τα παιδιά και προχώρησε κατά μήκος του τείχους. Ο Τούρκος συγγραφέας Νεντίμ Γκιουρσέλ έγραψε κάποτε πως οι νεκροί και οι ζωντανοί αυτού του κόσμου δεν μοιράζονται τον ίδιο κόσμο. Όπως και οι Βερολινέζοι, έτσι όπως μοιράζονται την λυπημένη πολιτεία τους, βυθισμένη στη μελαγχολία που δεν περνά, που δεν λιγοστεύει, ανήκουν καθένας σε μια διαφορετική τάξη ζωντανών.

Και τότε τον είδε. Περπατούσε σκεφτικός και ερχόταν λέει από την αντίθετη κατεύθυνση. Επειδή υπάρχουν, λέει άνθρωποι και άγγελοι και φιλμ που πάντα τραβούν σε μια άλλη κατεύθυνση, σε μια άλλη διαδρομή. Διασταυρώθηκαν, κοιτάχτηκαν για λίγο. Τα μάτια του ξένου του θύμισαν το κορίτσι του καθεδρικού. Ίσως να’ταν και εκείνη ένα πλάσμα από κάπου αλλού φερμένο, ίσως φτιαγμένο από τα οκτώ χιλιοστά του φακού του Βιμ Βέντερς. Λίγο πριν ξεμακρύνουν οι δυο τους, ο παράξενος άνθρωπος με το μακρύ, φθαρμένο παλτό του είπε με μια φωνή χαμηλόφωνη, με κάτι το εξομολογητικό που διέθετε η φωνή και το φέρσιμό του.

Απόψε θα μαζευτούμε όλοι μας στην οροφή του Siegessaule. Είστε ευπρόσδεκτος, αν θέλετε. Βρίσκεται λίγο πιο πέρα, δεν θα το χάσετε, όσο και αν προσπαθήσετε. Μόνο μην περιμένετε καθώς πρέπει τύπους με ακριβά ρούχα. Εκεί επάνω οι πιο σκοτεινοί χαρακτήρες του Βερολίνου κερδίζουν κάτι από την αθανασία. Είστε ευπρόσδεκτος.

Πίσω τους βάδιζε αργά μια γυναικεία φιγούρα. Κρατούσε αργό το βάδισμά της, είχε τα χέρια της μες στο παλτό της, κάπνιζε την βερολινέζικη παγωνιά. Λίγο αφού χωρίστηκαν με τον άλλον, η γυναίκα εκείνη στάθηκε πλάι του. Μύριζε κερί και είχε τα ίδια, διάφανα μάτια που έφεγγαν μες στον σκοτεινό καθεδρικό. Είστε ευπρόσδεκτος επανάλαβε και προχώρησε κατά μήκος του τείχους.

Ήταν μεσάνυχτα όταν τρύπωσε μες στο επιβλητικό, βερολινέζικο κτίριο. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια , σε κάθε επίπεδο η μοναξιά του βάθαινε. Μοναδική του παρηγοριά κάτι σαν φτεροκόπημα πάνω από τη μελαγχολική και αβέβαιη πολιτεία. Στην στροφή του τελευταίου ορόφου αναγνώρισε το κορίτσι με τα διάφανα μάτια. Και τότε του είπε τ’ονομά της, είμαι η Οφηλία, μα εσύ θα πρέπει να προχωρήσεις λίγο πιο πάνω, εγώ είμαι από καιρό πνιγμένη, ο κόσμος τρέμει και εγώ πέρα από έναν σπασμένο καθρέφτη πίσω από το βλέμμα μου, τίποτε άλλο δεν έχω να σου δώσω.

Προχώρησε πιο διστακτικά. Πάνω από την κουπαστή φάνηκε το πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου. Ή μάλλον καλύτερα ενός αγγέλου που δεν είχε καμία ευκαιρία πια μες σε αυτόν τον ετοιμόρροπο κόσμο.

Τώρα θα δεις καλύτερα όλα όσα συμβαίνουν εκεί κάτω. Αν δεις με μια κάποια απόσταση τον κόσμο, θα δεις πως δεν έχεις τίποτε να φοβάσαι, πως είναι ένας κόσμος σπασμένος, ένα χαλασμένο παιχνίδι. Εδώ επάνω μαζεύονται οι τελευταίοι άγγελοι του κόσμου, κάτι παιδιά που δεν έχουν θέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Εκεί κάτω τους φοβούνται μα εδώ απάνω, δεκάδες μέτρα πάνω από το τσακισμένο Βερολίνο, μπορούν να αφήσουν ελεύθερα, σχεδόν άφοβα, τα φτερά τους να απλωθούν. Μοιάζουν σπασμένα, μα αυτά τα παιδιά δεν μοιάζουν με συνηθισμένους αγγέλους, βγαλμένους από τα κείμενα των παλαιών των ημερών. Είναι αγγελικότεροι από κάθε τι άλλο, μοναχικά κομμάτια θεολογίας ή ποίησης. Ή πάλι, παράξενες και απόκοσμες σεκάνς από έναν φακό 8mm που λέει πάντα την αλήθεια.

Έπειτα ένιωσε έναν πόνο στα πλευρά του. Κάτι ξέσκιζε το σώμα του, ο άλλος γελούσε, σε λίγο είχαν προβάλλει δυο πελώρια φτερά στη ράχη του. Τώρα δεν διαφέρεις σε τίποτε. Ο χαρακτήρας εκείνος πήδηξε στο κενό και έσβησε προτού συντριβεί κάτω, ανάμεσα στις φωτιές που σιγοκαίνε πλάι σε παρέες τσακισμένων. Κατηφόρισε τη σκάλα, τα χρόνια περνούσαν, ώσπου να βγει έξω στο φως θα ‘χει γεράσει, το Βερολίνο λίγο πιο παλιό, το τείχος του ξεδοντιασμένο, ο κόσμος π’αλλάζει γοργά, με μια αρρυθμία στο ύφος και τους τρόπους, με ένα ασυνάρτητο όνειρο σε δρόμους και μαγαζιά και αδύναμα φώτα σε μεταπολεμικά έρκερ. Σίγουρα θα ‘ναι περισσότερη η μοναξιά και ας έσμιξε η πολιτεία, και ας σαρώθηκαν τα παλιά τείχη. Σε λίγο, όταν θα βγει έξω στους δρόμους, θα ξέρει, θα ξέρει.

Σίγουρα θα ‘ναι περισσότεροι οι άγγελοι. Άνθρωποι που πονούν στη ράχη τους, τριγυρίζουν σε κλινικές και ιατρούς δίχως αποτέλεσμα. Θα πρέπει να έρθουν ως εδώ στην οροφή του Siegessaule για να βρουν τον εαυτό τους, για να δουν πώς παγώνει το Βερολίνο, πώς λιγοστεύει η ανθρωπιά καθώς κανείς ανηφορίζει τα σκαλοπάτια του κόσμου. Όχι, όχι το Βερολίνο δεν πρόκειται ποτέ να γίνει μια χαρούμενη πολιτεία. Μόνο η ατέλειωτη αγάπη των ανθρώπων θα μπορούσε να τ’αλλάξει όλα, των ανθρώπων που γυροφέρνουν σε ύποπτα μαγαζιά, που ακούν σκοτεινές μουσικές και περιμένουν να διαβεί ο καιρός, μες στη στιγμή του χρόνου που παίρνει τα πάντα από εκείνους.

Ατέλειωτα road movies και η μοναξιά του Έντουαρντ Χόπερ σε πρώτο πλάνο. Διαφημιστικές πινακίδες από νέον μες στη σιγαλιά της Αμερικής, για λίγο τρεμοπαίζουν και ύστερα φωτίζουν σταθερά, όπως τ’άστρα εκεί ψηλά, τόσο ψηλά πάνω από το εμβληματικό Siegessaule, μικρό εκκολαπτήριο αγγέλων και ονείρων. Μην περιμένετε αγγέλους άμεμπτους με δίχως τίποτε το εγκόσμιο. Τα παιδιά του Βιμ Βέντερς ανατράφηκαν με μεγάλες γουλιές σκοτάδι και ίσως για αυτό τώρα εκπέμπουν τόσο πολύ φως, εκεί στο ύψος της καρδιάς τους.

Τώρα τα φτερά του αδυνάτισαν. Μόνο μια ανάμνηση τους έχει καμιά φορά όταν πονάει στα πλευρά του, κάτι σαν μικρή φωτιά. Καμιά φορά θυμάται το Siegessaule, τον άγγελο που του ‘δειξε το δρόμο. Μα όλα αυτά μες στις γρήγορες τροχιές του υπογείου που διατρέχει σαν φλέβα το μοντέρνο Βερολίνο. Από το τείχος σώζεται μονάχα ένα μικρό απόσπασμα, κάτι σαν απομεινάρι για την καινούρια αρχαιολογία. Όταν θέλει να θυμηθεί, ανοίγει και πάλι την κάμερα των 8mm που με δυσκολία καταφέρνει να δουλέψει. Και όλα γύρω του, τα τόσο στυλιζαρισμένα πια, γίνονται και πάλι άπειρα. Οι αθώοι, οι νευρικοί, οι κομματιασμένοι, οι καπνιστές, οι τρομαγμένοι, όλοι αυτοί είναι οι άγγελοι που κρατούν εντός τους και ας μην το ξέρουν, τα κλειδιά για να ανοίξει λέει η πρόσβαση στη χαμένη αιθρία του κόσμου. Τότε και τώρα και πάντα.

Der Himmel über Berlin (Τα φτερά του έρωτα), του Wim Wenders
Είδος: Φαντασία / Ρομαντική
Διάρκεια: 128'

Εικόνες (Πηγές)

1
Μοιράσου το