Ο δρόμος, του Cormac McCarthy
Στάχτες στα χείλη: Σημείωμα για το μυθιστόρημα του Αμερικάνου Cormac McCarthy (Κόρμακ Μακ Κάρθι), «Ο δρόμος» σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή από τις εκδόσεις Gutenberg.
Έκλεισε το βιβλίο. Συμβουλεύτηκε τον δρόμο, τον βρήκε έρημο. Διέσχισε το μικρό διάδρομο, έριξε μια ματιά στ’αγόρι που αποκοιμόταν. Σκέφτηκε πως όλα τα αυτονόητα του κόσμου δεν ισχύουν λίγο μακρύτερα από εδώ. Επιβεβαίωσε με τον εαυτό του πως γευμάτισε και πως είχε όλα όσα χρειάζεται η κράση ενός νέου ανθρώπου που χτίζεται κάθε μέρα. Φοβήθηκε σαν έφερε στο νου του το παιδί του «Δρόμου», του δυστοπικού και αβάσταχτου μυθιστορήματος των εκδόσεων Gutenberg που κυκλοφορεί στην εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή. Αμείωτη η δυστυχία και μια γεύση από στάχτη στα χείλη να μένει, καθώς σε φυλακίζουν οι σελίδες μιας τρομερής ιστορίας. Που αρχίζει δίχως λόγο και τελειώνει δίχως τέλος, αφήνοντας μετέωρη την καρδιά του ανθρώπου που όλο προσπαθεί να στερεώσει τη ζωή του. Μόνο που στο φιλμ του σπουδαίου Αμερικάνου Κόρμακ Μακ Κάρθι αυτή εδώ η πραγματικότητα μοιάζει σκοτεινή, ίδια με μια άβυσσο που πάει να σβήσει τα πάντα γύρω της.
Έκλεισε απαλά την πόρτα και αφέθηκε πάλι στον εφιάλτη. Αυτή εδώ η εντύπωση που μοιάζει ολοένα και πιο πειστική και που ίσως να ζωντανεύει σε κάποια γωνιά του κόσμου ετούτη ακριβώς τη στιγμή σε αφοπλίζει και σε αφήνει αμήχανο και ανήμπορο να ξεχωρίσει την ύπαρξή σου από τη σκοτεινή ιστορία. Χρειάστηκε όλο το θάρρος του κόσμου για να σηκώσει το βάρος της ευθύνης αυτού του μικρού μυθιστορήματος που με πυκνότητα αξιοθαύμαστη, χαρίζει μορφή στο πιο σκοτεινό και απεχθές όνειρό μας.
Περπατούσε μαζί τους, πάγωνε μαζί τους, λυπόταν και η ζωή του έτρεμε, έτοιμη να χαθεί. Τώρα φοβόταν τους ανθρώπους, ακριβώς έτσι όπως εμείς τις μοντέρνες ζούγκλες μας, τις τεχνολογικές ζωές μας. Σύντομες, γρήγορες, τεχνητά ευτυχισμένες τροχιές , απολύτως συνδεδεμένες, όχι με το αίσθημα της επιβίωσης, μα με μια συνήθεια. Που όσο πλαταίνουν οι όχθες της, εκείνη δεν χωρά παρά εμάς τους ίδιους. Εκεί έξω υπάρχουν επτά και κάτι δισεκατομμύρια σύμπαντα.
Ο φόβος τον δάγκωσε στην καρδιά, προχώρησε μέσα από τα δάση της στάχτης. Ίδια μολύβι, απάνθρωπα, βγαλμένα από το πιο ζοφερό παραμύθι, δεν διαθέτουν καμιά εκδοχή ζωής, ελπίδας, πίστης. Όλα αυτά τα κρατούν αναμμένα τα αυτοσχέδια φανάρια του πατέρα. Χρησιμοποιεί για καύσιμο πολυκαιρισμένο μηχανόλαδο, σέρνει το καρότσι του όπως ο καθένας μας. Δεν διαθέτει πια την πολυτέλεια να σταθεί. Η βιογραφία του στέκει γεμάτη από ταξίδια, μετακινήσεις, διαδοχικά δάση, μια γκρίζα θάλασσα, ξανά υπόγεια καταφύγια, κελάρια με άλλους μέσα, ζωντανούς νεκρούς.
Κοίταξε πάλι το δρόμο. Πρόσεξε καλά προς τη μεριά του δημοτικού φωτισμού, δεν διέκρινε τίποτε, Καμία στάχτη ή κάτι ξαφνικό, μια παραμόρφωση στην ευτυχία του με εκατόμβες νεκρών και παρατημένες αποσκευές, υφασμάτινες βαλίτσες και τα ρέστα, όπως συμβαίνει σε αυτή τη σκοτεινή πορεία.
Ο Κόρμακ Μακ Κάρθι ζωντανεύει τον δρόμο με τα διάσπαρτα πτώματα, κάνει τον ήχο της βροχής να χτυπά μονότονα πάνω στο μουσαμά αυτών των δυο ολομόναχων ανθρώπων. Είναι ο ήχος από τα ξερόκλαδα, εκείνος του σπασμένου λουκέτου, η μυρωδιά από το λαρδί που καίγεται, μια άλλη φριχτή και δυσώδη ανθρωπότητα σημαδεμένη από καρβουνιασμένα μωρά. Σκέφτηκε πως οι άνθρωποι στην ιστορία του Αμερικάνου μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα που χρειάστηκε αρκετό δρόμο προτού κατακτήσει μια θέση μες στην μεγάλη εποποιία της εθνικής μυθιστοριογραφίας, δεν συναντιούνται. Προσέχουν μην τάχα και διασταυρωθούν σε κάποια πορεία δίχως τέλος και τότε, Θεέ μου πόση ντροπή μπορούν να υπομείνουν τα βλέμματά τους.
Ένας άνδρας και ο μικρός γιος του διασχίζουν μια Αμερική που θυμίζει καμένη γη. Τίποτε δεν κινείται στο κατεστραμμένο τοπίο, μόνο στάχτη στην ατμόσφαιρα. Το κρύο κάνει ακόμη και τις πέτρες να σπάνε και το χιόνι πέφτει γκρίζο από έναν σκοτεινό ουρανό.
Και ο χρόνος; Δεν λέει τίποτε για αυτόν στο οπισθόφυλλο που δεν αφήνει κανέναν υπαινιγμό για τον σκληρό εκείνο κόσμο που φανερώνεται από σελίδα σε σελίδα μες στο ξεχωριστό αυτό μυθιστόρημα. Γιατί δεν έχει καμιά σημασία ο χρόνος, μήτε αν τραβάς προς κάποια κατεύθυνση, αφού όλα χαθήκανε. Και απομένουν κάτι σκιές στους τοίχους του κόσμου, να ψηλώνουν ώσπου να χαθούν και αυτές.
Ένιωσε την παγωνιά και ας ήταν ένας δύσκολος κιόλας Ιούνης. Οι θόρυβοι των πόλεων τον είχαν συνεφέρει. Μα είχε μια πίκρα στο στόμα του, άλλο πράγμα. Και δεν μπορούσε να φανταστεί με πόσο κόπο έφταναν τα πρόσωπα της ιστορίας ως τον εαυτό τους, με πόσο κόπο κρατούσε ζωντανά μες στην καρδιά του ένας ήρωας, πράγματα θηριώδη μες σε εκείνον τον κόσμο. Όπως η ελπίδα, η βαθιά πεποίθηση, το εις εαυτόν, όπως μια καθαρή ψυχή, κόντρα σε κάθε καιρό, σε κάθε πληγωμένο όνειρο. Τέτοιο μοιάζει αυτό που θρέφει το μυθιστόρημα του Μακ Κάρθι. Ένα μουχλιασμένο, σάπιο όνειρο πως τάχα ο κόσμος έχει φτιαχτεί για την ευτυχία και πως θα υπομένει για πάντα τις αδεξιότητες μας. Σε κάθε σελίδα μπορεί κανείς να επαληθεύσει τη ζωή που καίγεται. Και όσα την θυμίζουν στάχτες για αυτούς τους δυο διαβάτες που στέκουν τ’ αναμμένο, τρεμάμενο φως τους σε μια απομακρυσμένη αγροικία, σημάδι ανθρώπου και ζεστασιά σιωπηλή.
Και όμως ακόμη και μες στην τραγωδία μιας Αμερικής που ‘χει χάσει πια όλες τις ευκαιρίες και όλοι οι δρόμοι βγάζουν σε μια μολυβένια θάλασσα, δίχως πουλιά και δίχως ουρανό, ο μεγάλος αυτός δημιουργός που βρήκε τον τρόπο να σιγοτραγουδήσει το σκοτωμένο της πνεύμα, βρίσκει μια ευκαιρία να ψιθυρίσει κάτι από την ελπίδα της. Τι και αν είναι δανεικός ο χρόνος και ο κόσμος δανεικός και τα μάτια που ‘χεις για να τον θρηνείς δανεικά και αυτά, πάντα θα ‘χει αξία το δειλό βήμα τ’ ανθρώπου που έχει για σκοπό του μεγαλύτερο και ιδεαλιστικό, να αφήσει κάτι ζωντανό για τον μελλοντικό κόσμο. Σε αυτόν απευθύνεται το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg στην υποβλητική και μετρημένη μετάφραση με τα απότομα σκοτάδια, τις απόλυτες λέξεις. Ο Γιώργος Κυριαζής συνιστά ένα από τα επιχειρήματα που δικαιώνουν αυτήν την σπάνια έκδοση του δημοφιλούς, εκδοτικού οίκου.
Ένιωσε πως σωνόταν η ανάσα του. Κατευθύνθηκε πάλι προς το δωμάτιο του αγοριού. Έπειτα στάθηκε στο μέσον της κουζίνας κάτω από ένα πράσινο, φωσφορικό φως. Πήρε στα χέρια του μια κονσέρβα. Απέναντί του ο τηλεοπτικός δέκτης που με τόσες ίντσες δύσκολα κρύβεται πια, έδειχνε μια διαλυμένη συνοικία σε κάποια περίχωρα της Μέσης Ανατολής. Από κάτω περνούσαν ψυχρά και αδιαπραγμάτευτα τα νούμερα των νεκρών και οι εκατοντάδες των τραυματιών. Λίγο πιο πάνω, ένας τίτλος δίχως περιθώρια και αυτός για την ηθική του πολέμου. Άμαχος Πληθυσμός. Σε κάποια λήψη, βρέχει στάχτη από τον ουρανό και λίγο διαφέρει η αλήθεια από την μυθιστορία του Αμερικανού Κόρμακ Μακ Κάρθι. Άνοιξε το μεταλλικό δοχείο, έφαγε λαίμαργα το περιεχόμενο, μάλλον αχλάδια βυθισμένα σε μπόλικο, βιομηχανικό σιρόπι. Θέλησε να μην αφήσει τίποτε, ξαφνικά πεινούσε, η ψυχή του ήθελε τα πάντα από εκείνο το κονσερβοκούτι. Ο κόσμος έστεκε μες στα χέρια του μ’ ανοιγμένο καπάκι, βυθισμένος και εκείνος στο δικό του μηχανόλαδο. Επέμεινε μόνο και μόνο για να κόψει το δάχτυλό του. Τινάχτηκε και άφησε το αίμα του να τρέξει. Απέναντι ο τηλεοπτικός δέκτης φανέρωνε με πόσους τρόπους η τέχνη συνομιλεί με την πραγματικότητα. Και ένιωσε ένα ρίγος, μια διάχυτη ανησυχία. Όχι για το κόψιμο, όχι για αυτό.
Ο δρόμος, του Cormac McCarthy
Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 269