Η ελληνική γραμμή, του Περικλή Γιαννόπουλου
Το αχαλίνωτο του φωτός: Ένα σημείωμα για το βιβλίο «Η ελληνική γραμμή» του Περικλή Γιαννόπουλου που πρωτοκυκλοφόρησε στα 1903 από το περιοδικό Ανατολή εκείνου του καιρού και σήμερα συγκαταλέγεται στα μεγάλα βιβλία.
Μια περίληψη του έαρος θα μπορούσε να είναι τ’απόγευμα εκείνης της Κυριακής. Το πλήθος συρρέει στην προκυμαία, στα υπαίθρια τα μπαρ, ανεβαίνει πάνω στους φάρους και στέλνει σινιάλα στο όνειρό του τ’απατηλό. Ανθίζουνε οι έρωτες και τα παιδιά που παίζουν τους Στρατηγούς, ίσως αύριο μας πνίξουνε στο αίμα μα τούτη την ώρα γελούν και μεταβάλλονται σε αιθέριες μορφές, κάπως άυλες και φευγαλέες. Απόψε η σκηνή φαντάζει ειδυλλιακή, επιτομή της ανθρώπινης, της λαϊκής ευτυχίας. Και δεν υπάρχει τρόπος για να χαλάσει κανείς ετούτη τη μεγαλοπρέπεια και τη δόξα, επειδή λέει στα σημεία κερδίζει σ’ολα τα πονταρίσματα η πιο γνήσια ομορφιά.
Μες σε αυτό το ύφος το ευδαιμονικό, σε μια άκρη, αντίκρισα τον Περικλή. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα και σχεδόν τον προσπέρασα. Άλλωστε δεν ήταν παρά μια γραμμή στο βάθος των οριζόντων. Με είχε κυριεύσει η χαρά του πλήθους και δεν θα τον αναγνώριζα αν δεν ήταν το φως. Διότι λησμόνησα να σας πω ότι ο Περικλής το ‘χε συνήθειο να τραβάει πάντα κατά κει που πέφτουν οι μεγάλοι προβολείς του κόσμου. Και δεν φοβάται, μήτε που διστάζει να ομολογήσει την πίστη του. Σε αυτό το θάμπος που κάτι ώρες μας πνίγει και άλλωστε πάλι σμίγοντας με τα στοιχεία της φύσεων, συνθέτει κάτι αντίκρυ σε κάθε θάνατο και σε κάθε ομορφιά.
Περικλή, Περικλή, μα έπαιρνε τη φωνή μου ο άνεμος. Ένας Θεός ξέρει πού τάχα θα ακουστώ και άραγε πότε. Μου θυμίζω εκείνα τα ερτζιανά που λάμνουν στο τίποτε του διαστήματος, κουβαλώντας ένα σήμα από τον κόσμο μας τον τρεμάμενο. Έτρεξα, με όλες τις δυνάμεις μου έτρεξα, προς εκείνη τη γραμμή του Τζιακομέτι που τόσο ελληνική, διαμορφώνεται μέσα από την απαραβίαστη την αλήθεια της. Και όλο φώναζα μα θαρρείς πως έπνιγαν τη φωνή μου οι μαρκίζες και τα αίθρια και το πλήθος στα αναψυκτήρια που πενθεί και ζει και αγαπιέται ως την παραφορά.
Ξάφνου, διαισθάνθηκα την αφόρητη μελαγχολία του Περικλή. Και έπαψα να φωνάζω, διότι είναι αδύνατο η φόρμα να χωρέσει ένα μέγεθος όπως αυτός. Τον μύστη και τον τελετάρχη της πρώιμης ελληνικότητας, τον σηματωρό της πνευματικής μας πορείας, όταν άκριτα αγοράζαμε από τα φτιασιδώματα της Ευρώπης. Καθρεφτάκια και φο μπιζού, την ώρα που μες στην τελειότητά της η «Ελληνική γραμμή», ομώνυμη με το βιβλίο του μεγάλου αυτού Έλληνα βρίσκει τη θέση της κατά μήκος του βράχου. Όλα καταλύονται, μου είχες πει, εις τας αιώνας των αιώνων , βορά στην αρμύρα του χρόνου. Έτσι γίνηκε και με αυτό.
Τώρα κυμαινόταν στο βάθος της ζωγραφιάς που σκάρωσα για να σου πω δυο κουβέντες για τον Περικλή Γιαννόπουλο και το βιβλίο του, την «Ελληνική γραμμή», αφιερωμένο στη ζωγραφική που βρίσκει στα ενδότερα και άλλοτε πάλι στις πρωτεύουσες της Εσπερίας, όλα τα εφόδια που θα χρειαζόταν. Και ακόμη περισσότερο ένα διαχρονικό εγχειρίδιο ελληνικότητας ή πάλι, η «μέθοδος για το συλλογικό», εκείνο που δεν κατακτήθηκε. Μόνο που το τραγουδήσαμε και απάνω στο σβήσιμο του ρεφραίν κρεμάσαμε τα ρούχα μας, για να εισέλθουμε ταπεινοί, με συναίσθηση της μικρότητάς μας στον παράδεισο ή την κόλαση, τι σημασία έχει όταν το σώμα αφήνεις. Μόνο που νιώσαμε κάποτε πως υπάρχει και έκτοτε μας κατέτρωγε την ψυχή το μέγα ατόπημα.
Στάθηκε στο βάθος της λήψης. Δεν ήταν άνθρωπος του καιρού του και ερχόταν από το μέλλον. Είχε λέει δει με τα μάτια του τι τροπή που πήρε λέει η μοίρα και το Έθνος. Και ερχόταν τώρα, πλάσμα θαλασσινό και απόκοσμο, με σκουριασμένα μάτια ζητώντας να ακούσουμε και να νιώσουμε, πρωτίστως αυτό. Να κοινωνήσουμε από της αθανασίας το νεράκι, να μας κεράσει τους αιώνες που
έρχονται και φεύγουν πάνω από τούτο το μικρό, το μέγα τ’αλωνάκι. Είναι με τη ζωγραφική που δέθηκε περισσότερο ο Περικλής Γιαννόπουλος, που με την ελληνικότητά της θέλησε να διαμορφώσει τη φιλοδοξία για μια τέχνη που αντλεί από την αληθινή ζωή , έναν ωκεανό απέραντο και αμετάφραστο. Είναι γλυκό το πιοτό, ακριβώς τ’αντίθετο αυτού εδώ του άγριου τόπου.
Προσπάθησε, με τον δικό του τρόπο ο Γιαννόπουλος, με το πνεύμα και τη θέλησή του, προσπάθησε να μας καθοδηγήσει προς μια ταυτότητα από εμάς τους ίδιους διαμορφωμένη. Μια ταυτότητα που θα γράφει εκείνο το «Υπηκοότητα Ελληνική» με σιωπές και με αίμα, με χρώμα και αρχές. Γιατί είναι δύσκολο πολύ μες σε τούτα τα δύσκολα τα χρόνια που μας τύχανε, είναι δύσκολο να βρει κανείς μια θέση, ικανή να του αποκαλύψει φωτίζοντας τα σπλάχνα του κόσμου. Ο Περικλής Γιαννόπουλος κατέγραψε το χρέος μας και αρνήθηκε κάθε έκπτωση. Στηρίζοντας το όνειρό του στο Βυζάντιο που κατόρθωσε να συνταιριάξει μέτρο και πολυτέλεια, θεό πλάι σ’αυτοκράτορα. Και είδε με τα μάτια του πώς η ιστορία της καινούριας χώρας ετοιμαζόταν να γραφτεί ερήμην μας. Τότε ήταν που έλαμψε μέσα του το χρέος.
Στα χρόνια του Γιαννόπουλου, ο δικομματισμός στην ελληνική, πολιτική σκηνή εμπεδώνεται. Χωρισμένη στα δυο η Ελλάδα, πότε σε τούτα τα συμφέροντα ή στ’αντίθετα, ταξιδεύει από καταστροφή σε καταστροφή. Τρικούπηδες και Διληγιάννηδες αγοράζουν ψήφους, με τους αρμούς του έθνους τσακισμένους. Και έχει στο νου της να φτιάξει έναν κόσμο ίδιο με εκείνο των μεγάλων, ευρωπαϊκών χωρών που ‘χαν ενσωματώσει πια την Αναγέννηση και τρυγούσαν κιόλας τους καρπούς του Διαφωτισμού. Μα για τον Περικλή Γιαννόπουλο, παρά τη θέλησή του ο λαός αυτής εδώ της χώρας, άκριτα αντέγραψε και μιμήθηκε με τον χειρότερο αισθητικά τρόπο τα μεγάλα έργα. Μες στις ιδέες του Γιαννόπουλου ο Γρηγόριος Ξενόπουλος θα αναγνωρίσει το ξεχωριστό, το νέο, το αδοκίμαστο και το ευφυές που έρχεται να δαμάσει τις φόρμες και τις λέξεις, να χωρέσει όλη μας τη σημασία στην μελέτη και την καταγραφή του.
Λέγεται πως ο κριτικός θα πρέπει να είναι κάποιο πρόσωπο της εποχής του. Εκτός και αν πρόκειται για τον Περικλή Γιαννόπουλο που έρχεται με τη σαφήνεια ενός επιγράμματος και με τις όχθες του πλατιές, τόσα χρόνια πίσω, για να μας πείσει πως μες στην πορεία μας την ιστορική, δεν θα ‘χουμε από πού να κρατηθούμε. Εκτός και σταθούμε με το δέος και την αθωότητα που επιβάλλει το μέτρο της ρίζας μας, εκτός και αν διαλέξουμε το δρόμο της ανάβασης που βγάζει στους ναούς μας τους πιο αρχετυπικούς. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, άνθρωπος της εποχής του μα και κάθε άλλης, οπλισμένος με τη συνείδηση όχι εκείνου που πεθαίνει, αλλά αυτού του ζωντανού πράγματος που στέκει καθρέφτης μας αληθινός, στον πάτο του πηγαδιού. Σαν άνεμος περνάει μέσα από την ιστορία του πνεύματος.
«Η ελληνική γραμμή» του Γιαννόπουλου στέκει σήμερα ξεχασμένη στα ράφια των παλαιοβιβλιοπωλείων. Δεμένη σαν πλοίο παροπλισμένο αφήνει πού και πού να ανεμίσει η αυτοκρατορική του σημαία, ρετάλι πια ένδοξο της θέλησής μας. Και άλλωστε το ‘πε και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, πάντα μα μαύρα γυαλιά του στο βάθος κάποιου μπαρ στην Ιπποκράτους και πέριξ. Είπε πως δεν υπάρχει τίποτε πιο συναρπαστικό και ερωτικό μαζί, από τον τρόπο που κανείς ανανεώνει την παράδοση, με το μεράκι του τεχνίτη και την πίστη του προφήτη. Η τέχνη , η ιστορία, γραμμές που τραβούν από μέσα μας για να φθάσουν κάποτε στον άνθρωπο του μέλλοντος, μοιάζουν με φλέβες που μεταφέρουν την ουσία μας την πιο θεμελιώδη. Κάπου διασταυρώνονται, μες στην πολύ εκφραστικότητα της προσωπικής ποιότητας του Γιαννόπουλου, δίνοντας σχήμα και μορφή σε αυτήν την λαμπρή περίληψη της ταυτότητάς μας.
Δεν είχε πια κανένα νόημα να τον φωνάξω. Η γραμμή είχε κιόλας απορροφηθεί μες στα πράγματα. Υπήρξε παντού μια άφταστη ορθοδοξία και κάτι τ’ατημέλητο και τ’αχαλίνωτο στους φωτισμούς. Συλλογίστηκα πως να στρέφεσαι στα ποιήματα, να μελετάς τον κόσμο, κρατώντας τους βαθύτερους στοχασμούς για τις ώρες τις πιο δύσκολες, να παραληρείς και να ξεμακραίνεις και σαν ημίθεος να στοχάζεσαι τις αναλλοίωτες αλήθειες, αυτές που επίμονα φυσούν , σαν άνεμοι αναπάντεχοι, που ξυπνούν πριν την ώρα τους, αυτό είναι κάτι. Άνεμοι και οι ποιητές μες στην καρδιά της εποχής μας, φυσούν κόντρα στα πανιά της λογικής μας σάλπιγγες του ωραίου και του ανέφικτου που ηχούν. Του
θαύματος που αφοπλίζει κάθε αλήθεια παραδεκτή και στέρεα. Εκείνος που γράφει στίχους στα στερεώματα, εκείνος κόβει στα δυο την εγκράτεια, τη νοσταλγία, διακόπτει τη λήθη, ανοίγει τις σκουριασμένες τζαμαρίες και αντικρίζει το θαύμα. Οφείλουμε στους ποιητές ετούτη την παραδοχή καθώς μας εμπιστεύονται τους στίχους τους και από τη δεινή τους θέση, χτυπιούνται με το δαίμονα. Αν τύχει να’ναι μεγάλοι, ευθύς θα το αισθανθούμε επειδή λέει θα συνοψίζουν και θα εξιστορούν τις πιο επικίνδυνες πτυχές μας, τις πιο ξεχασμένες, οργανώνοντας μια έξοδο ηρωική από τη συνήθεια της ύπαρξής μας, κλειδωμένης με σε λογικά δωμάτια με ένδοξη μελαγχολία προικισμένα στα ταβάνια με τα φριχτά, φθαρμένα γύψινα.
Όλα αυτά κατόρθωσε ο Περικλής Γιαννόπουλος, προχωρώντας σε αναγωγές του ελληνικού που προσομοιάζουν στην κατάσταση του έρωτος και σε τίποτε λιγότερο.
Η ελληνική γραμμή, του Περικλή Γιαννόπουλου
Εκδόσεις Ερμείας - Γαλαξίας