Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Χυδαίες ορχιδέες ή ένα λογοτεχνικό παζλ, της Έλενας Μαρούτσου

feature_img__xidaies-orxidees-i-ena-logotexniko-pazl-tis-elenas-maroutsou
«Μετά την έκρηξη όλα σκόρπισαν, τρύπησαν, μετατοπίστηκαν. Βγάζοντας ένα-ένα τα θραύσματα, έβαζα στη θέση τους κι από μια μικρή γάζα. Η γάζα αυτή είναι, ας πούμε, η σελίδα ενός μυθιστορήματος. Όταν γεμίσει κι αυτή αίμα, την αλλάζω».

Ομολογώ ότι ο λόγος που επέλεξα να διαβάσω το βιβλίο «Χυδαίες ορχιδέες» της Έλενας Μαρούτσου είναι ο τίτλος του. Με το που το αντίκρισα δε σκέφτηκα καν περί τίνος πρόκειται, μυθιστόρημα, νουβέλα, διηγήματα, ήξερα ότι με ενδιαφέρει να το ανοίξω. Πώς μπορεί μια ορχιδέα να είναι χυδαία, ένα λουλούδι δηλαδή να είναι πρόστυχο; Και τι υπέροχα που ηχεί αυτό! Αν μια συγγραφέας μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον μου με τον απλό συνδυασμό δυο λέξεων στον τίτλο του βιβλίου της, υπέθεσα ότι δικαιούμαι να έχω προσδοκίες για το περιεχόμενο του. Σε μεγάλο βαθμό, δεν έπεσα έξω.

Οι «Χυδαίες ορχιδέες» είναι μια συλλογή έντεκα διηγημάτων ή, όπως τις έχω πλέον εγώ στο μυαλό μου, ένα λογοτεχνικό παζλ. Οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ένα από τα διηγήματα ως δευτερεύοντες, επανεμφανίζονται σε ένα άλλο ως πρωτεύοντες, διηγούμενοι τη δική τους πια ιστορία. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς σιγά-σιγά, κάποιος ήρωας του θυμίζει κάτι, γυρνάει τις σελίδες προς τα πίσω, βρίσκει αυτό που έψαχνε, επιβεβαιώνεται ή εκπλήσσεται και συνεχίζει την ανάγνωση. Είναι σαν να έφτιαξε η Ε. Μαρούτσου ένα παζλ, ένα παιχνίδι που το προσφέρει στον αναγνώστη για συναρμολόγηση κλείνοντας του το μάτι και κάνοντας τον συνένοχο σε ένα παιχνίδι αλλαγής ρόλων. Δεν είναι σαφές, αν αυτή η σύνθεση μεταξύ των ιστοριών ήταν μέσα στις προθέσεις της συγγραφέως εξ αρχής. Κάποιες φορές νιώθει κανείς ότι οι ίδιοι οι χαρακτήρες των διηγημάτων σήκωσαν το κεφάλι τους και απαίτησαν την αποκάλυψη της δικής τους φωνής σε ένα δικό τους story.

Ξεκινώντας κανείς το πρώτο από τα διηγήματα, αυτό από το οποίο πήρε η συλλογή τον τίτλο της και ένα από τα κορυφαία του βιβλίου, αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι έχει την τύχη να κρατάει στα χέρια του κάτι που όλο και περισσότερο το ακούμε στις μέρες μας και όλο και λιγότερο το βρίσκουμε: καλή λογοτεχνία. Είναι ένα ωραίο αίσθημα αυτό, ανακουφιστικό σε μεγάλο βαθμό και σίγουρα ζεστό και ασφαλές. Να μπορείς δηλαδή, ήδη από τις πρώτες δυο-τρεις σελίδες, να εμπιστευτείς μια συγγραφέα και να αφεθείς στις λέξεις της χωρίς φόβο ότι αυτές θα σε απογοητεύσουν. Η ηρωίδα του συγκεκριμένου διηγήματος είναι η Λίλυ, κόρη της Μέλανυ και εγγονή της Κόνστανς, κατά λογοτεχνικόν κόσμον, της Λαίδης Τσάτερλυ. Η Λίλυ έχει έναν όμορφο γάμο, κάποιες ενοχλήσεις στην υγεία της, μια ψυχρή σχέση με τη μητέρα της. Σύντομα θα αναπτύξει και μια ερωτική σχέση με τον κηπουρό της, Φιλ, που έχει αναλάβει τη φροντίδα των ορχιδέων της. Στο διήγημα αυτό η Ε. Μαρούτσου θα δώσει δύο από τις πιο ωραίες, βαθιά ερωτικές σεξουαλικές σκηνές που έχουμε διαβάσει, χωρίς να νιώσουμε στιγμή ότι αυτές παραπαίουν προς την προστυχιά, τη φτήνια ή τον πουριτανισμό.

Οι σκηνές αυτές δεν είναι οι μόνες στιγμές σεξουαλικού ενδιαφέροντος της συλλογής. Ο ερωτισμός ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα διηγήματα του βιβλίου, σε όλες τους τις πιθανές μορφές και τους «φυλικούς» συνδυασμούς. Παράλληλα με τον ερωτισμό, εκείνο που διαπνέει ολόκληρο το έργο είναι μια εμπνευσμένη διακειμενικότητα, αφού η Ε. Μαρούτσου συνομιλεί ανοιχτά και διαρκώς όχι μόνο με τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ» του Ντ. Χ. Λώρενς, αλλά και με τη «Σαλώμη» του Ό. Γουάιλντ, το «Ένα δικό σου δωμάτιο» της Β. Γούλφ, με τον Κάφκα, τον Παπαδιαμάντη, αλλά και με τους Beatles. Υφαίνεται έτσι ένας λογοτεχνικός ιστός, κατάμεστος από ποικίλα χρώματα και φωνές. Η εικόνα δε που ξεπροβάλλει κυρίαρχα μέσα από τις σελίδες είναι εκείνη της κεφαλής του Ιωάννη, ή οποιουδήποτε άνδρα εν προκειμένω, που βρέθηκε επί πίνακι εξαιτίας ή για χάρη μιας γυναίκας.

Θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσω να αναπτύξω σε αδρές έστω γραμμές μία από τις ιστορίες που ξετυλίγονται στα έντεκα διηγήματα της Ε. Μαρούτσου. Τολμώ όμως να ξεχωρίσω από αυτά, ως τις καλύτερες στιγμές της συλλογής, τα εξής: Το τρίτο διήγημα με τίτλο «Το κράξιμο», στο οποίο αφηγείται η Κόρα, υπηρετικό προσωπικό του ομοφυλόφιλου συγγραφέα κ. Κωνσταντίνου, είναι ένα διαμάντι κι ας είναι εκείνο, τα κομμάτια του οποίου συνδέονται λιγότερο με τα υπόλοιπα του λογοτεχνικού παζλ. Το διήγημα με τίτλο «Γιατί ήταν πριν γεφύρια», στο οποίο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο η Μέλανυ, μητέρα της Λίλυ των «Χυδαίων Ορχιδέων» είναι εξαιρετικά διεισδυτικό. Τέλος, το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Η μοναδική απόχρωση του λευκού», είναι ένα υπέροχο πέρασμα από όλους τους ήρωες του βιβλίου, μέσα από τα μάτια και τα λόγια του πιο λευκού πράγματος του κόσμου, του χιονιού.

Μέσα στις «Χυδαίες ορχιδέες» δεν είναι όλες οι στιγμές ίδιες, δεν παραμένει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε όλα τα διηγήματα. Υπάρχουν πολύ δυνατά κείμενα και άλλα που ασκούν λιγότερη γοητεία. Εκείνο όμως που για μένα είναι αναμφισβήτητο είναι η γλωσσική μαεστρία της Ε. Μαρούτσου, η εικονοπλαστική της δυνατότητα και το βλέμμα της που είναι μόνιμα στραμμένο σε πολύ ενδιαφέρουσες αποχρώσεις της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου. «Γιατί δεν υπάρχει πιο γερό σκοινί από αυτό που δένει τη μάνα με την κόρη, το μυστικό είναι το σκοινί, όχι το αίμα, το σκοινί, κι ας ξεφτίζει κάποτε σαν κλωστή, κι ας γίνεται άλλοτε θηλιά. Τις περισσότερες φορές είναι απλά ένας τρόπος να κρατηθείς για να περάσεις το ποτάμι του χρόνου». Ως ένα τέτοιο σκοινί θα μπορούσα να περιγράψω τις «Χυδαίες ορχιδέες» – λίγες στιγμές ξεφτίζει, κάποιες γίνεται θελκτική θηλιά, παραμένει όμως σε όλες το ζωντανό και παλλόμενο μυστικό που συνδέει πάντα τον συγγραφέα με τον αναγνώστη.

Χυδαίες ορχιδέες, της Έλενας Μαρούτσου
Εκδόσεις Κίχλη, 2015
σελ. 384

1
Μοιράσου το