Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Τζον Τσίβερ: Η βία της ματαίωσης

feature_img__tzon-tsiber-i-bia-tis-mataiosis
 Ο Τζον Τσίβερ γεννήθηκε στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης το 1912 και υπήρξε γόνος μίας οικογένειας που έφερε ανεξίτηλο το τραύμα της χρεοκοπίας. Το αρχικό πλήγμα ήταν η κατάρρευση του κλωστοϋφαντουργικού κλάδου της περιοχής που βύθισε τον, πωλητή υποδημάτων, πατέρα του στην πτώχευση και στην επακόλουθη κατάθλιψη. Το φαλιμέντο της εταιρίας όπου είχαν επενδυθεί οι τελευταίες οικονομίες της οικογένειας, λίγα χρόνια αργότερα, είχε ως αποτέλεσμα την κατάσχεση του επιβλητικού βικτοριανού σπιτιού των παιδικών του χρόνων. Ενδιαμέσως, η μητέρα του είχε αναγκαστεί να ανοίξει ένα μικρό κατάστημα δώρων, προκειμένου να συνδράμει στη δυσχερή κατάσταση. Ο Τσίβερ περιγράφει εκείνη την εποχή ως μία ατελείωτη καταβύθιση στον εξευτελισμό.

Η δεύτερη βαρυσήμαντη αλλαγή που σημάδεψε τον Τσίβερ ήταν η μετακόμιση από τη Νέα Υόρκη (όπου ζούσε από τις αρχές της δεκαετίας του ’40) στο ευκατάστατο προάστιο του Westchester. Τα διηγήματα που έγραψε εκεί, τοποθετημένα στο γεωγραφικό alter ego του Westchester ονόματι Σέιντι Χιλ, έμελλε να του χαρίσουν τον κολακευτικό χαρακτηρισμό «Τσέχοφ των προαστίων»…

Η χρεοκοπία και τα προάστια λοιπόν οι δύο σημαδούρες της συγγραφικής πορείας του Τσίβερ, ο οποίος, αν και συνέγραψε πέντε μυθιστορήματα, οφείλει τα εγκώμια και την αναγνώριση που εισέπραξε στα διηγήματά του. Το διασημότερο μάλιστα εξ αυτών, με τίτλο “The Swimmer” (1964), μεταφέρθηκε με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη (1968) από τον σκηνοθέτη Φρανκ Πέρι, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λανκάστερ. Πράγματι, η φόρμα της σύντομης ιστορίας μοιάζει να ταιριάζει γάντι στον Τσίβερ, ο οποίος κατορθώνει να εμφυσήσει ρυθμό και ψυχή στα διηγήματά του από την πρώτη κιόλας στιγμή, κρατώντας σφιχτά –κι όχι αρπάζοντας– τον αναγνώστη από τον γιακά. Τελικός προορισμός, ένα φινάλε όπου συνοψίζει εποπτικά και στιβαρά όχι τόσο όλα όσα έχουν προηγηθεί, αλλά κυρίως όλα όσα έχουν υπονοηθεί. Φειδωλός αλλά απίστευτα περιεκτικός, χειρουργικής ακρίβειας και απέριττης κομψότητας. Αυτός είναι ο επίλογος των διηγημάτων του Τσίβερ, που ξεπερνά κατά πολύ την ιστορία και τους πρωταγωνιστές αυτής και υψώνεται ως διαυγές αξίωμα και οξυδερκής ολοκλήρωση (θυμίζοντας Άντον Τσέχοφ, εξ ου κι ο προαναφερθείς κολακευτικός χαρακτηρισμός για τον Τσίβερ).

Επί της ουσίας, η κατακλείδα των διηγημάτων του Τσίβερ κεφαλαιοποιεί και σφραγίζει ένα υποδόριο κλίμα δυσλειτουργίας και ακανόνιστου που καιροφυλακτεί από την πρώτη κιόλας στιγμή. Σαν κάτι να είναι ξεχαρβαλωμένο στο εσωτερικό των ηρώων και του περίγυρού τους και να ακούγεται μονίμως στο πίσω φόντο ένας ενοχλητικός κι ανεξήγητος βόμβος. Σαν να πρόκειται να διαλυθούν όλα στα εξ ων συντίθενται, όχι με το σοκ του κρότου, αλλά ως φυσική κατάληξη ενός οικοδομήματος που τρίζει, μπάζει και τρεκλίζει από παντού. Μία οξεία αίσθηση παραλόγου, μία υπόκωφη χροιά θλίψης. Μια αδήλωτη, αλλά εν τέλει ρητή πεποίθηση πως κάτι δεν πηγαίνει καλά, δεν πήγαινε ποτέ καλά και δεν θα πάει ποτέ καλά. Χωρίς να αγγίζουν την ένταση μίας σαρωτικής τραγωδίας, τα διηγήματα του Τσίβερ δεν έχουν ανάγκη από κάποιο χαμένο παράδεισο της μνήμης, από κάποια εντυπωσιακή συντριβή του παρόντος, από κάποια λυτρωτική κάθαρση του μέλλοντος. Η γύμνια μιας ζωής που αγκομαχά να βρει το νόημά της (αν τελικά υφίσταται κάποια υπέρτατη αξία που να μπορεί να συνοψιστεί σε αυτή τη λέξη) ξεμπροστιάζεται ενώπιόν μας, αφήνοντας μία στυφή γεύση στο στόμα.

Ο Τσίβερ εντάσσεται μεν στην ευρεία ομάδα των Αμερικανών συγγραφέων και δραματουργών που ξεκοκαλίζουν την τακτοποιημένη ασφάλεια της λευκής χριστιανικής μεταπολεμικής Αμερικής, αλλά ο τρόπος του είναι ιδιαίτερος και μοναδικός. Εξυπακούεται πως υφίσταται μία διαρκής σύγκρουση ανάμεσα σε ένα φαντασιακά και ψευδεπίγραφα ευδαιμονικό περιβάλλον και την τοξικότητα μίας καταπίεσης σχεδόν αφόρητης, μιας ζωής που δεν ανέχεται το οποιοδήποτε λάθος ή παραστράτημα. Κοκτέιλ, πισίνες, πάρτι, γκαλά, δεξιώσεις, περιποιημένο γκαζόν. Καθωσπρέπει νοικοκυρές που ασχολούνται ολημερίς με φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Άνδρες που πηγαινοέρχονται στην αποδοτική δουλειά τους με το τρένο, επιστρέφοντας το σούρουπο σε μία απατηλή γαλήνη. Καλοί τρόποι, φροντισμένα σπίτια, αισθήματα παγωμένα σαν τα μόνιμα χαμόγελα που κοσμούν πρόσωπα που τρέμουν το συνοφρύωμα. Η φρίκης της κοινωνικής αποτυχίας, της οικονομικής καταβαράθρωσης, της φανέρωσης των αμαρτωλών αδυναμιών σε ένα σύμπαν καθαγιασμένης τελειότητας.

Πίσω από όλη αυτή τη βιτρίνα καιροφυλακτεί κάτι πιο οριακό από μία ευθραυστότητα. Κάτι πιο νοσηρό από μυστικά, ψέματα, πίκρες κι ανείπωτες επιθυμίες. Είναι ένας τρόμος που υπερβαίνει τα στεγανά της οικογένειας, της κοινωνίας, των ανθρώπινων σχέσεων. Είναι ένα angst μεταφυσικό κι απόκοσμο. Περισσότερο ένας στοχασμός, παρά ένα δριμύ κατηγορώ. Περισσότερο μία κραυγή συμπόνιας που δεν βρίσκει φωνή για να ακουστεί, παρά μία καταγγελτική αποκάλυψη της καμουφλαρισμένης φαυλότητας. Ο Τσίβερ, σε μία σεμνή και λιτή τελετουργία των λέξεων, δεν ρίχνει το αμάξι στο κενό ενός γκρεμού. Αντιθέτως, το οδηγεί με σταθερή ταχύτητα και απόλυτη ψυχραιμία σε ένα τοίχο που αρχικά αχνοφαίνεται και γρήγορα ορθώνεται ακριβώς μπροστά μας. Οι ήρωές του είναι στραπατσαρισμένοι, καταπονημένοι, λαβωμένοι και αφόρητα έκπληκτοι από την αδυναμία τους να σταματήσουν το απολύτως προδιαγεγραμμένο. Ένας τοίχος προς τον οποίο κατευθύνονταν, με την ψευδαίσθηση, ενόσω πλησίαζαν, πως αυτός τους κυνηγά. Ζαλισμένοι και αιμόφυρτοι, δεν θα αποζητήσουν καμία νοσηλεία, αλλά θα επιστρέψουν κουτσαίνοντας εκεί που ανήκουν. Στο σπίτι. Στο Σέιντι Χιλ. 

Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες, του Τζον Τσίβερ

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013

Μετάφραση: Κωστής Καλογρούλης

Σελ. 220

1
Μοιράσου το