Scroll Top

Auditorium

“There are No Waves, only the ocean”: Μια γνωριμία με τους κυριότερους μουσικούς εκφραστές της No Wave σκηνής (Μέρος B)

feature_img__there-are-no-waves-only-the-ocean-mia-gnorimia-me-tous-kirioterous-mousikous-ekfrastes-tis-no-wave-skinis-meros-b
Ο όρος “No Wave” σημαίνει τίποτα και τα πάντα. Κενός συγκεκριμένου νοήματος, το No Wave υποδηλώνει την άρνηση, τον αποτροπιασμό, την απόρριψη και την ανάγκη για εύρεση νέων, ριζοσπαστικών φορμών έκφρασης αλλά και αυτοολοκλήρωσης. Με σχετικά μικρή διάρκεια ζωής, το No Wave κίνημα χαρακτήρισε ένα μεγάλο αριθμό μουσικών, εικαστικών, κινηματογραφιστών και διαφόρων άλλων καλλιτεχνών, που η κοσμοθεωρία και η καλλιτεχνική τους αντίληψη επαναπροσδιόρισαν την Avant Garde σκηνή της Νέας Υόρκης, θέτοντας νέα θεμέλια και δεδομένα για τη μετέπειτα πορεία της underground κουλτούρας της μητρόπολης. Αν και το No Wave έχει ευρύ καλλιτεχνικό φάσμα επιρροής, το παρόν άρθρο θα περιοριστεί στο μουσικό κομμάτι του κινήματος, εξετάζοντας τους κυριότερους εκφραστές του, τις επιρροές τους αλλά και το κοινωνικό πλαίσιο που συνέβαλε στη δημιουργία του. 

Μουσική απόρριψης ή απόρριψη της μουσικής; Χαρακτηριστικά και ύφος των No Wave σχημάτων

Η No Wave μουσική «εισέβαλε» στα μουσικά δρώμενα της πόλης με σκοπό να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της Punk/New Wave και να προωθήσει έναν νέο, απαραίτητα ριζοσπαστικό και αποδομητικό ήχο, μακρυά από μεγάλα labels και εμπορικές λογικές. Σαν μουσικό είδος, η No Wave δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς από την παρουσία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών στον ήχο της αλλά μάλλον από την απουσία αυτών. Η βασική «γραμμή» των No Wave σχημάτων ήταν κατά κύριο λόγο η απόρριψη των μέχρι τότε παραδοσιακών Rock φορμών που είχαν υιοθετήσει πολλές Punk και New Wave μπάντες (επηρεασμένες από Βlues-Rock φόρμες και κιθαριστικό παίξιμο α λα Chuck Berry). Αντ’ αυτού ο No Wave ήχος παρουσιάζει μία ατονικότητα, έντονη επαναληψιμότητα και αποδόμηση της ως τότε κλασικής ροκ σύνθεσης (εισαγωγή, στροφή, ρεφρέν κτλ.), συνεχίζοντας έτσι τη μουσική νοοτροπία που είχε καθιερωθεί από τον Le Monte Young (1) και από άλλους καλλιτέχνες της πρώιμης Downtown (2) σκηνής. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο rhythm section (μπάσο, τύμπανα) με έντονες επιρροές από τη Funk και Afro-beat μουσική κουλτούρα, γνωστές για τις παροιμειώδεις μπασογραμμές και τους χορευτικούς τους ρυθμούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, η No Wave μουσική παρουσιάζει ένα σημαντικό εύρος επιρροών και τεχνοτροπιών, που είναι πρωτοφανείς για τα μέχρι τότε μουσικά δεδομένα της πόλης. Όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, η συλλογή του Brian Eno “No New York” αποδείχθηκε κομβικής σημασίας για την εδραίωση της No Wave μουσικής αλλά σίγουρα δεν είναι και η μοναδική. Το 1981, η δισκογραφική ZE κυκλοφορεί τη συλλογή “Mutant Disco: A Subtle Discolation Of The Norm” με συμμετοχή μουσικών όπως οι Kid Creole and the Coconuts, Was (Not Was) και Material, εισάγοντας έτσι μια πιο χορευτική (dance) νοοτροπία στο υπάρχoν μουσικό ύφος. Πλέον το No Wave, από κατακριτής και ανανεωτής της Punk και New Wave φιλοσοφίας, αγκαλιάζει ένα ευρύτερο κοινό με σύμπλεξη επιρροών που κυμαίνονται από το Hip Hop και τη Disco μέχρι τη Free Jazz και τον ορχηστρικό μινιμαλισμό χωρίς φυσικά να απορρίπτεται ο underground χαρακτήρας του. Πάνω σε αυτή την κατεύθυνη που δείχνει να παίρνει το No Wave, χαρακτηριστικό ήταν το σχόλιο του ιδιοκτήτη της ΖΕ, Michael Zilkha, όταν τον Φεβρουάριο του 1981 ζήτησε από τον μπασίστα των Material, Bill Laswell, έναν ντίσκο δίσκο με χέβι μέταλ κιθάρες. Μετά την απόρριψη της πρώτης προσπάθειας του Laswell, o Zilkha εξήγησε περαιτέρω ότι “I want a proper disco record but I want it to be aggressive (sic)”.

Εν κατακλείδι και με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ήχος του No Wave κινήματος, παρόλο που δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς, αποτελεί σίγουρα μία μουσική τάση που συμπυκνώνει πολλές επιρροές, παιγμένες σίγουρα με τρόπο αντισυμβατικό πλην όμως αυθεντικό. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε μερικά από τα πιο γνωστά (και θορυβώδη) No Wave σχήματα, τα οποία είτε ξεχώρισαν με τον πειραματισμό τους είτε με την ένταση που βγάζανε στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Χάριν ευκολίας τα σχήματα που θα αναφερθούν είναι κατηγοριοποιημένα σε αυτά με σαφή Punk/Noise προσανατολισμό και σε αυτά με περισσότερα Dance/Club στοιχεία. 

Στην πρώτη κατηγορία κάποια από τα πιο γνωστά συγκροτήματα είναι: 

8-Eyed Spy
Με μικρή σχετικά διάρκεια ζωής, οι 8-Eyed Spy ήταν σχήμα των οποίων εξέχοντα μέλη αποτέλεσαν η Lydia Lunch και ο Jim Sclavunos (Nick Cave & the Bad Seeds, Grinderman, Sonic Youth, Teenage Jesus and the Jerks). Έχουν δύο full-length κυκλοφορίες (“Live” και “8-Eyed Spy” του 1981 αμφότερα).

Teenage Jesus and the Jerks
Οι Teenage Jesus and the Jerks είναι ίσως μία από τις πρώτες No Wave μπάντες της Νέας Υόρκης και σίγουρα η επιδραστικότερη. Δημιουργήθηκαν περίπου το 1976, όταν η Lydia Lunch γνώρισε σε ένα live στο CBGB τον σαξοφωνίστα James Chance. Μετά από μία διάλυση τo 1979, το συγκρότημα ξανασχηματίστηκε το 2009 με την προσθήκη των Jim Sclavunos και Thurston Moore (Sonic Youth). Το συγκρότημα κυκλοφόρησε συνολικά τρία EP (s/t, “Baby Doll” και “Pre Teenage Jesus and the Jerks” του 1979) καθώς και ένα 7’’ single (“Orphans”, 1978). Ο Simon Reynolds, στο βιβλίο του “Rip it Up and Start Again: Post-punk 1978-1984”, γράφει για το συγκρότημα: «Οι Teenage Jesus, μαζί με τις “συντροφικές” τους μπάντες Mars, The Contortions (του James Chance) και DNA, όρισαν τη ριζοσπαστικοποίηση όχι σαν επιστροφή στις ρίζες αλλά σαν μία εκρίζωσή τους».

James Chance and the Contortions
Ίσως η επιτομή της No Wave μουσικής! Με επιτηδευμένες παραφωνίες και συχνά απροσδιόριστους ρυθμούς (επηρεασμένοι από την Free Jazz της δεκαετίας του ’60), οι Contortions δημιουργήθηκαν από τον James Chance το 1977. Σημαντικότερες κυκλοφορίες τους είναι αναμφισβήτητα ο δίσκος “Buy” (1979) αλλά και ο “Off White” (1979), τον οποίο κυκλοφόρησαν ως James White and the Blacks. Παρόλ’ αυτά, η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά είναι τρία κομμάτια που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή “No New York”.

The Del-Byzanteens
Το συγκρότημα δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από τους Phil Kline (κιθάρα, φωνή) και Jim Jarmusch (πλήκτρα, φωνή), ενώ στις ζωντανές τους εμφανίσεις συμμετείχε συχνά και ο ηθοποιός John Lurie (ο οποίος έχει συνεργαστεί με τον Jarmusch και σε μερικές ταινίες του). Το συγκρότημα έχει κυκλοφορήσει ένα EP 12’’ (“Girl’s Imagination”, 1982), ένα LP (“Lies to Live By”, 1982) και ένα single 7’’ (“Draft Riot”, 1983). Ήταν συχνοί θαμώνες των CBGB και Mudd Club, ενώ τη μουσική τους μπορείς να ακούσεις στo soundtrack της ταινίας του Wim Wenders “The State of Things” (1982). 

Theoretical Girls
Δημιουργήθηκαν το 1977 από τον Avant-Garde καλλιτέχνη και κιθαρίστα Glenn Branca και τον εικαστικό Jeff Lohn. Παρόλο που δεν είχαν υπογράψει με κάποια εταιρεία, οι Theoretical Girls κυκλοφόρησαν το 1978 το ένα και μοναδικό τους single 7’’ “U.S. Millie/You Got me”. Συνολικά έκαναν γύρω στις 20 ζωντανές εμφανίσεις εκ των οποίων οι 3 έγιναν στο Παρίσι. 

Bush Tetras
Δημιουργήθηκαν στη Νέα Υόρκη το 1979 και υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλείς στους κύκλους της club σκηνής της δεκαετίας του 1980, κυρίως χάρη στις Funk επιρροές τους που συνδύαζαν με το Post-Punk ύφος τους. Να σημειωθεί ότι η κιθαρίστρια Pat Place ήταν επίσης και ένα από τα αρχικά, ιδρυτικά μέλη των Contortions του James Chance. Πολλοί θεωρούν τους Bush Tetras ως την μπάντα που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη δημιουργία των Sonic Youth. Έχουν ικανοποιητικό αριθμό κυκλοφοριών στο ενεργητικό τους με σημαντικότερες ίσως τα single 7’’ “Things that boom in the night” (1981) και “Can’t be funky” (1981) καθώς και το LP “Wild Things” (1983).

DNA
Ίσως η μουσικά πιο περίεργη και «ζόρικη» No Wave μπάντα της Νέας Υόρκης. Οι DNA δημιουργήθηκαν το 1978 από τους Arto Lindsay (κιθάρα, ο οποίος συνέχισε και σαν σόλο μουσικός) και Robin Crutchfield (πλήκτρα). Στην αυθεντική σύνθεση της μπάντας συμμετείχε επίσης και η Mirielle Cervenka, αδερφή της Exene Cervenka των θρυλικών X. Σημαντικότερη κυκλοφορία τους είναι το EP “A Taste of DNA” (1981) ενώ και αυτοί συμμετέχουν στη συλλογή “No New York”. Οι DNA εμφανίζονται επίσης και στην ταινία “Downtown 81” (3) του Edo Bertoglio (κυκλοφόρησε το 2000) στην οποία πρωταγωνιστεί ο Jean-Michel Basquiat.

Lizzy Mercier Descloux
Γεννημένη το 1956 ως Martine-Elisabeth Mercier Descloux στη Γαλλία, η “Lizzy” ήταν μουσικός, ηθοποιός, καλλιτέχνης και συνθέτης (πέθανε το 2004). Μαζί με τον συνεργάτη της και εικαστικό Michel Esteban μετακόμισαν το 1977 από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, όπου ο δεύτερος ίδρυσε τη ΖΕ Records (μαζί με τον Michael Zilkha) ενώ η ίδια είχε συνάψει επαφές με τους Richard Hell και Patti Smith. Προτεινόμενα ακούσματα είναι οι δίσκοι της “Press Color” (1979) και “Mambo Nassau” (1981).

Στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται συγκροτήματα με ήχο σαφώς προσανατολισμένο στην Dance/Club σκηνή, παρουσιάζοντας ένα ευρύ φάσμα επιρροών από Jungle και Afro-beat μέχρι Hip Hop (το οποίο βρισκόταν ήδη σε άνθηση από τα τέλη της δεκαετίας του ’70) και Funk. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο Rhythm Section και στους εκστατικούς, επαναλαμβανόμενους χορευτικούς ρυθμούς. Μερικά από τα σημαντικότερα σχήματα είναι: 

Konk
Το πενταμελές σχήμα των Konk δημιουργήθηκε από τον Avant-Garde τζαζίστα Dana Vlcek το 1980. Πρόκειται ίσως για το πιο γνωστό και αγαπητό συγκρότημα στους κύκλους της Dance κουλτούρας με τον χαρακτηριστκό Afro-Jazz/Funk/Post-Punk ήχο τους και τις δυναμικές μπασογραμμές (όπως άλλωστε συμβαίνει με τις περισσότερες μπάντες αυτής της υποκατηγορίας No Wave). Στα τρίβια του συγκροτήματος, ο ντράμερ Richard Edson συμμετέχει επίσης και στον πρώτο δίσκο των Sonic Youth ενώ έχει παίξει και σε αμιγώς νεοϋρκέζικες ταινίες όπως οι “Do the Right Thing” του Spike Lee (1989) και “Stranger Than Paradise” του Jim Jarmusch (1984). Στις σημαντικότερες κυκλοφορίες τους συγκαταλέγονται σίγουρα το single 7’’ “Konk Party” της ιστορικής Celluloid (4) (1982) καθώς και το LP “Yo!” (1983).

ESG
Οι Art-Funk ESG (Emerald, Sapphire and Gold) δημιουργήθηκαν το 1978 στο νότιο Μπρόνξ από τις αδερφές Scroggins (Deborah-μπάσο, Valerie-τύμπανα, Renee-φωνητικά και Maggie–κόνγκας/κρουστά) που ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, μετά από προτροπή της μητέρας τους. Το συγκρότημα έγινε ευρέως γνωστό στους underground Dance κύκλους όταν άνοιξε το 1980 για το Funk/New Wave σχήμα των A Certain Ratio από το Μάντσεστερ στο club Hurrah του Μανχάταν. Σημαντικότερες κυκλοφορίες των ESG είναι το ομώνυμο EP του 1981 (που κυκλοφόρησε από την εξίσου σημαντική 99 Records) καθώς και το single 7’’ “You’re no good” (Factory Records, 1981). Το κομμάτι τους “UFO” θεωρείται ένα από τα πλέον σαμπλαρισμένα τραγούδια όλων των εποχών. Το περιοδικό New York Rocker αναφέρεται στη μουσική τους ως «ένας ήχος τόσο μίνιμαλ (reverb κιθάρα μίας νότας, μπάσο, ντραμς, κόνγκας, χορωδιακά φωνητικά) που καταντάει σχεδόν καθαρός ρυθμός, με χιουμοριστικό αλλά εγκάρδιο στίχο από πάνω. Απόλυτα διασκεδαστικό και απόλυτα αληθινό!» (5).

Liquid Liquid
Οι Liquid Liquid δημιουργήθηκαν στη Νέα Υόρκη το 1980 και αποτελούνται από τους Richard McGuire (μπάσο), Scott Hartley (τύμπανα), Salvatore Principato (φωνητικά) και Dennis Young (μαρίμπα). Παρόλη τη μικρή σχετικά διάρκεια ζωής της μπάντας, οι Liquid Liquid κατάφεραν να κυκλοφορήσουν σημαντικό αριθμό από EP και singles με τα “Liquid Liquid” (99 Records, 1981), “Successive Reflexes” (99 Records, 1981) και “Optimo” (99 Records, 1983) να ξεχωρίζουν. Το κομμάτι τους “Cavern” (“Optimo” EP) έχει χρησιμοποιηθεί από τους θρύλους της χιπ χοπ Grandmaster Flash & The Furious Five ως sampler για το hit single τους “White Lines”. Το 2008 επανενώθηκαν και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να παίζουν. Ο Principato είχε σχολιάσει για τη μπάντα: «Το “λιγότερο είναι περισσότερο” (less is more) έγινε το επαναλαμβανόμενο θέμα τόσο στη μουσική μας όσο και στον τρόπο που την παρουσιάζαμε».

Pulsallama
Οι Pulsallama ήταν ένα χρονικά σύντομο πλην όμως θρυλικό Drum n Bass σχήμα (με την κυριολεκτική έννοια). Ήταν ενεργοί μεταξύ το 1981 και 1982 και αποτελούνταν αρχικά από 12 (!!) άτομα ενώ στη συνέχεια μετατράπηκαν σε 7μελές all-girl “pots-and-pans” γκρουπ. Σχηματίστηκαν στο Lower East Side και στη διάρκεια των δύο χρόνων ζωής τους έγιναν ιδιαίτερα αγαπητοί στα club του Μανχάταν, κυρίως χάρη στην ιδιαίτερη εμφάνισή τους αλλά και στη θεατρικότητα που χαρακτήριζε τη σκηνική τους παρουσία. Έχουν κυκλοφορήσει συνολικά δύο singles 7’’: “Ungawa Pt.II (Way Out Guiana) / The Devil Lives In My Husband's Body” (Y Records, 1982) και “Oui-Oui (A Canadian In Paris)” (Y Records, 1983).

Arthur Russell (Dinosaur L) 
Ο Arthur Russell (21/5/1951 – 4/4/1992) ήταν Αμερικανός συνθέτης, παραγωγός, τσελίστας και τραγουδιστής, του οποίου το όνομα συνδέθηκε ιδιαίτερα με την πρώιμη σκηνή του Downtown (βλ. Υποσημείωση #8) ενώ συνεργάστηκε και με πληθώρα καλλιτεχνών κατά τις δεκαετίες του ’70 και ’80, μεταξύ των οποίων οι David Byrne (Talking Heads), Phillip Glass, Allen Ginsberg και Peter Zummo (επίσης εξέχουσα φυσιογνωμία της πειραματικής Downtown μουσικής σκηνής και στενός συνεργάτης του Russell). Ο ίδιος, αν και δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως No Wave καλλιτέχνης, άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στην τεχνοτροπία και αισθητική πολλών No Wave σχημάτων λόγω κυρίως του δεξιοτεχνικού συνδυασμού της Disco με την Juzz, του New Wave και του ορχηστρικού μινιμαλισμού σε πολλά κομμάτια του. Το παρόν άρθρο αναφέρεται στο πρότζεκτ του ως Dinosaur (ή Dinosaur L) με το οποίο κυκλοφόρησε ένα LP ονόματι “24→24 Music” (Sleeping Bag Records, 1981) στο οποίο βρίσκεται και το κομμάτι “#5 Go Bang!” (κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά και σε single μαζί με το “Clean On Your Bean #1”) στο οποίο συμμετείχε και ο Peter Zummo ως τρομπονίστας.

Material
Οι Material δημιουργήθηκαν το 1979 από τους Bill Laswell (μπάσο) και Michael Beinhorn (πλήκτρα). Η πρώτη τους επίσημη κυκλοφορία ήταν το κομμάτι “Bustin' Out” (6) το οποίο κυκλοφόρησε με τη συλλογή “Mutant Disco: A Subtle Discolation Of The Norm” του 1981 από τη ZE Records. Ο Laswell αποτέλεσε επίσης μέλος των Time Zone (7), ενός Electro/Funk πρότζεκτ του Afrika Bambaataa στο οποίο μάλιστα συμμετείχε και ο John Lydon (Sex Pistols/Public Image Ltd.). Επιπλέον, ο Laswell υπήρξε και συμπαραγωγός στο 35ο άλμπουμ του Herbie Hancock , “Future Shock” (1983). Στις πιο ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες του σχήματος συγκαταλέγονται ο δίσκος “Memory Serves” (Celluloid, 1981) και το EP 12’’ “Temporary Music 2” (Red Records, 1981). Στη δεκαετία του ’90 και μετά την αποχώρηση του Beinhorn, οι Material απέκτησαν έναν πιο Afro/World/Indian/Dub προσανατολισμό.

Λόγω περιορισμένου χώρου καλύφθηκαν μόνο μερικά από τα σημαντικότερα και γνωστότερα μουσικά σχήματα, αλλά σίγουρα δεν είναι και τα μοναδικά. Συνεπώς, αντί επιλόγου, θα ήθελα να αναφέρω και μερικά ακόμα συγκροτήματα/μουσικούς τα οποία υπήρξαν εξίσου σημαντικό μέρος της No Wave κουλτούρας. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι: Boris Policeband, Futants, Judy Nylon, Lounge Lizards, Model Citizens, Sick Dick and the Volkswagens, Ut, Y Pants, Youth in Asia, Was (Not Was), Christina (με την εξαιρετική διασκευή στο “Drive My Car” των Beatles), John Zorn (ειδικά ο δίσκος του 1988 “Spy Vs. Spy: The Music Of Ornette Coleman” που πρόκειται ουσιαστικά για μια hardcore εκδοχή της Free Jazz), Caroline Loeb, Alan Vega (όπως έχει αναφερθεί στο πρώτο μέρος του άρθρου, οι Suicide αποτέλεσαν μέγιστη επιρροή για πολλά No Wave σχήματα), The Plastics, Red Transistor κ.α.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ως No Wave, με την ευρύτερη έννοια του όρου, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι Βρετανοί Pig Bag (ακούστε το ομώνυμο άλμπουμ του 1983), οι Pop Group, οι Throbbing Gristle (της μοναδικά προκλητικής Cosey Fanni Tutti) αλλά εν μέρει και οι Fall και Public Image Ltd., καθότι παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία με την No Wave τεχνοτροπία, ασχέτως αν υπήρχαν προτού εμφανιστεί το κίνημα. Τέλος, ως συνεχιστές της No Wave μουσικής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τους Νεοϋρκέζους Swans (συγκεκριμένα τους δίσκους “Filth” του 1983 και “Cop” του 1984), τους Yeah Yeah Yeahs με την Karen O να εμφανίζεται συχνά σαν κλώνος της Lydia Lunch, τους μυστήριους !!! (προφέρονται ‘chk chk chk’, δοκιμάστε τον ομώνυμο, πρώτο δίσκο τους του 2000) και φυσικά τους μέγιστους Sonic Youth, με δισκάρες όπως οι “Confusion is Sex” (1983), “Evol” (1986) και “Goo” (1990) με το κλασικό πλέον εξώφυλλο του Raymond Pettibon (ο σχεδιαστής-δημιουργός του logo των Black Flag).

Η εφήμερη φύση του No Wave σε συνδυασμό με τον έντονο και πρωτοποριακό του χαρακτήρα κατέστησαν αυτή τη σκηνή ιδιαίτερα σημαντική τόσο για το καλλιτεχνικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της Νέας Υόρκης των ‘80s όσο και για τη μετέπειτα πορεία της. Ο Marc Masters χαρακτήρισε το No Wave ως “a blinding flash of art” (Masters 2008) του οποίου η διάρκεια ήταν τόσο μικρή που δεν πρόλαβε καν να χαρακτηριστεί ως κίνημα. Παρόλα αυτά η δυναμική και οι αντισυμβατικές τεχνοτροπίες των No Wave καλλιτεχνών ήταν τόσο ισχυρές που ακόμα και σήμερα η επιρροή τους είναι έκδηλη σε πολλές πτυχές της underground κουλτούρας. Ποτέ ξανά στην ιστορία των καλλιτεχνικών κινημάτων, μια λέξη τόσο μικρή δεν συμπύκνωνε τόσο ισχυρά μηνύματα, τόσο αποτροπιασμό και ανάγκη για εύρεση νέων διεξόδων μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και η λέξη αυτή; “NO”!

Υποσημειώσεις

(1) Ο La Monte Thornton Young (γεν. 14/10/1935 στο Idaho των ΗΠΑ) είναι Αμερικανός Avant Garde συνθέτης, μουσικός και καλλιτέχνης, και ένας από τους πρωτοπόρους των μινιμαλιστικών προσεγγίσεων στη μουσική παραγωγή. Συχνά οι δουλειές του αναφέρονται ως εξαιρετικά δείγματα της μεταπολεμικής πειραματικής σκηνής οι οποίες απέκτησαν στενούς δεσμούς με τον λεγόμενο “downtown” ήχο αλλά και το ανατρεπτικό καλλιτεχνικό κίνημα Fluxus (βλ. πρώτο μέρος). Επηρεασμένος από την ινδιάνικη μουσική, την τζαζ και το μουσικό σειραϊσμό (serialism), o Young θεωρείται από πολλούς ο εισηγητής της “Drone” μουσικής, την οποία και συνέθετε μαζί με το μουσικό του σχήμα “Theatre of Eternal Music”. Ως μερικές από τις πιο σημαντικές του δουλειές θα μπορούσαν να αναφερθούν οι “Inside the Dream Syndicate, Volume One: Day of Niagara” (1965) σε συνεργασία με τους John Cale, Tony Conrad, Marian Zazeela και Angus MacLise, καθώς και η “Dream House 78' 17″” (1974) με τη συμμετοχή της Marian Zazeela και μελών των Theatre of Eternal Music.

(2) Ο όρος “Downtown Music” περιγράφει μία σκηνή των αρχών της δεκαετίας του ’60 η οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκε όταν η Yoko Ono (από τα πρωταρχικά μέλη της καλλιτεχνικής συλλογικότητας Fluxus) άνοιξε ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι στο νούμερο 112 της Chambers Street με σκοπό τη στέγαση παραστάσεων και καλλιτεχνικών πειραμάτων, των οποίων τη μουσική επένδυση επιμελείτο, μεταξύ άλλων, ο Le Monte Young. Όπως ακριβώς και το κίνημα του No Wave, έτσι και η “Downtown” μουσική σκηνή είχε την τάση να μην μπαίνει σε μουσικά καλούπια και να απορρίπτει την ευρωπαϊκή πεπατημένη στην ποπ μουσική κουλτούρα. Για μία πρώτη επαφή με τον ήχο αυτής της σκηνής, προτείνεται η ομώνυμη κυκλοφορία των The Plastic Ono Band της Yoko Ono (“Plastic Ono Band”, 1970, Apple Records).

(3) Στην ταινία εμφανίζονται επίσης οι Tuxedomoon, The Plastics, James White and the Blacks, Kid Creole and the Coconuts καθώς και η Deborah Harry (Blondie).

(4) Η Celluloid Records ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1976 από τον Μαοϊκό ακτιβιστή Gilbert Castro και τον ελληνικής καταγωγής Jean Georgakarakos (ή Karakos όπως συχνά αναφέρεται). Αρχικά η εταιρεία αναλάμβανε την έκδοση και διανομή στη γαλλική αγορά κυκλοφοριών της αγγλικής Rough Trade και της νεοϋρκέζικης ZE Records μέσω της αλυσίδας δισκοπωλείων Pop Shop, καθώς επίσης και εισαγώμενους blues/jazz δίσκους. Το 1977 ο Γεωργακαράκος μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, αφού είχε ήδη προηγηθεί η γνωριμία του με τον Bill Laswell των Massacre και Material, μεταφέροντας έτσι τη δισκογραφική εκεί. O ίδιος ο Laswell μάλιστα διαμαρτυρόταν στον Γεωργακαράκο για την έλλειψη τόλμης στον τομέα της μουσικής παραγωγής και τη συμπόρευση όσων ήξερε με το σύστημα (ζητώντας έτσι έμμεσα την παραμονή του Γεωργακαράκου στη Νέα Υόρκη). Επίσης αποτέλεσε τον de-facto παραγωγό της δισκογραφικής. Μεταξύ πολλών παραγωγών, η Celluloid κυκλοφόρησε δουλειές από τους James Chance, Alan Vega, Soft Cell, Cabaret Voltaire και Tuxedomoon. Ο Jean Γεωργακαράκος απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2017.

(5) Ira Kaplan, Greg McLean και Andy Scwartz, “30 New York Bands”, New York Rocker, Δεκέμβριος 1980, σελ. 26-27

(6) Στο συγκεκριμένο κομμάτι συμμετέχει επίσης η Nona Hendryx (πρώην LaBelle) ενώ ο Laswell λέγεται ότι αναζήτησε έμπνευση στα γράμματα του, φυλακισμένου τότε Μαύρου Πάνθηρα, George Jackson.

(7) Το κομμάτι “World Destruction” (1984) απέκτησε ιδιαίτερη φήμη χάρη στη σειρά Mr. Robot (2015-16), στην οποία κλείνει την πρώτη σεζόν. 

Όλες οι πληροφορίες σχετικά με τις κυκλοφορίες των συγκροτημάτων προέρχονται από τη σελίδα discogs (https://www.discogs.com/) καθώς και από το προσωπικό αρχείο του αρθρογράφου.

Content Sources

  • Astor, Pete. Blank Generation, Bloomsbury, 2014
  • Baker, Stuart (Ed), “New York Noise: Art and Music from the New York Underground, 1978 – 88”, London: Soul Jazz Records, 2007
    * Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αντίστοιχες μουσικές συλλογές από την Soul Jazz
  • Chang, Jeff, “Can’t Stop, Won’t Stop: A History of the Hip Hop Generation”, New York: New American Library, 2011
  • Chevigny, Paul, “Gigs: Jazz and the Cabaret Laws in New York City”, New York: Routledge, 1991
  • Currid, Elizabeth, “The Warhol Economy: How Fashion, Art and Music Drive New York City”, Princeton, NJ: Princeton University Press, 2007
  • Gendron, Bernard, “Between Montmartre and the Mudd Club: Popular Music and the Avant- Garde”, Chicago: University of Chicago Press, 2002
  • Gruen, John, “Keith Haring: The Authorised Biography”, London: Thames and Hudson, 1991
  • Hae, Laam, “The Gentrification of Nightlife and the Right to the City: Regulating Spaces of Social Dancing in New York”, New York: Routledge, 2012
  • Hager, Steven, “Art after Midnight: The East Village Scene”, New York: St. Martin’s, 1986
  • Hoban, Phoebe, “Basquiat: A Quick Killing in Art”, New York: Viking, 2004
  • Lawrence, Tim, “Life and Death on the New York Dance Floor, 1980-1983”, Durham: Duke University Press, 2016
  • Masters, Marc, “No Wave”. London: Black Dog Publishing, 2007
  • “NO! The Origins of No Wave”. Pitchfork. 2008.
  • (http://pitchfork.com/features/article/6764-no-the-origins-of-no-wave/ )
  • Needs, Chris, “Dream Baby Dream: Suicide: A New York City Story”, London; New York: Omnibus Press, 2015
  • Reynolds, Simon, “Rip it Up and Start Again: Post-punk 1978-1984”, London: Faber and Faber, 2005
  • Shannon, Joshua, “The disappearance of objects: New York art and the rise of the postmodern city”, New Haven, Conn.; London: Yale University Press, 2009
  • Shapiro, Peter, “Turn the Beat Around: The Secret History of Disco”, London: Faber and Faber, 2005
  • Zukin, Sharon, “Loft living: Culture and Capital in Urban Change”, London; Baltimore: The Johns Hopkins University Press, 1982
1
Μοιράσου το