Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The Painted Bird, του Václav Marhoul

feature_img__the-painted-bird-tou-vclav-marhoul
Ο «ξένος» σε καιρό πλήρους ηθικής κατάπτωσης είναι το πρώτο θύμα του κτήνους που θεριεύει. Η σχηματοποιημένη εκδοχή του αλλότριου που φέρει οποιαδήποτε ετερότητα σε σχέση με τη μαζικοποιημένη κυρίαρχη όψη του πλήθους ως προς το χρώμα του δέρματος ή λιγότερο εμφανή χαρακτηριστικά που άπτονται του δικαιώματος αυτοκαθορισμού (θρησκευτικού, σεξουαλικού, πολιτικού) γίνεται το επίκεντρο όλων των αιτιάσεων για οποιοδήποτε δεινό, κάτι περισσότερο από αποδιοπομπαίος τράγος. Ο αναίτιος αποδέκτης ενός ολότυφλου μίσους που δεν χρειάζεται καν μία πρόχειρη αιτιολόγηση. Μίας κτηνωδίας απαλλαγμένης από τη χρεία προσχημάτων.

Μία αφηρημένη εκδοχή ενός τέτοιου ξένου σώματος είναι το νεαρό αγόρι στο «Βαμμένο Πουλί». Ένα αγόρι δίχως όνομα, δίχως σαφή προσδιορισμό της ετερομορφίας του σε σχέση με το εξαντλητικά ομοιογενές σύνολο των χωρικών που συναντά στην περιδιάβαση του στη βουκολική ύπαιθρο της επίσης ανώνυμης ανατολικοευρωπαϊκής χώρας. Είναι ο καιρός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της οργιώδους εξαχρείωσης, της αποτύπωσης μίας ολοσχερούς ήττας του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των αξιών του.

Η χώρα του παιδιού, στην οποία επίσημη γλώσσα είναι μία Interslavic διάλεκτος και όχι κάποια γνωστή συγκεκριμένη σλαβική, μοιάζει βγαλμένη από τον πιο μακρύ μεσαίωνα, έχει μοιράσει το απόλυτο συγχωροχάρτι στους εκφραστές του μίσους και ταυτόχρονα έχει ήδη αρχίσει να κατασκευάζει το άλλοθι τους για το μέλλον (δε θα είναι άλλη από τη παραμορφωτική συνθήκη του πολέμου και την άγνοια για τα πεπραγμένα των αρχών, αυτή που η ιστορία υπέδειξε ως πανάκεια για τους απανταχού, δια πράξεως ή παραλείψεως, εγκληματίες).

Μπροστά στα αποτελέσματα της επώασης μίας ανθρωποφάγου μήνιος, μέχρι και η Θεία χάρις ωχριά ∙ πόσο μάλλον η ευμετάβλητη αθωότητα ενός παιδιού που μεγαλώνει στην καρδιά του σκότους, αποξενωμένο από κάθε έννοια στοργής. Ο νεαρός πρωταγωνιστής του Marhoul, όπως προέκυψε από τις σελίδες του έργου του Jerzy Kosinski και απέκτησε σάρκα και οστά από τον συνταρακτικό Petr Kotlár, είναι η συλλογική ματαίωση της αθωότητας ενός ολόκληρου πολιτισμού. Ένας άνθρωπος που από τα μικράτα του θα αναγκαστεί, δίχως ποτέ να του δοθεί οποιαδήποτε επιλογή επ’ αυτού, να διανύσει εφιαλτικά όλη τη διαδρομή προς την απάνθρωπη αποκτήνωση.

Σταδιακά, θα απολέσει το δικαίωμα να εκπλήσσεται αντικρίζοντας το πρόσωπο του τέρατος. Η τα πάντα πληρούσα φρίκη έχει αντικαταστήσει κάθε ελπίδα, η κόλαση έχει θριαμβεύσει επί του παραδείσου και έχει φέρει το βασίλειό της στη γη. Οι απανωτές πληγές θα στερήσουν από το παιδί την πίστη σε μία εναλλακτική πραγματικότητα όπου η θηριωδία με όλες τις μορφές της δε θα είναι καθημερινό συναπάντημα, αλλά δυστοπία. Το βλέμμα του θα πετρώσει, γιατί δε θα έχει πουθενά να στραφεί ∙ μέχρι και ο ουρανός στο «Βαμμένο Πουλί» είναι μολυβένιος, πνιγηρός, σαν στέγαστρο ενός υπαίθριου θεάτρου φρικωδίας.

Χωριό με το χωριό που προσπερνά, δυνάστη με τον δυνάστη που συναντά, ο μικρός βιώνει τη συντριβή της μάταιης διαφυγής. Κάθε του στάση αποκαλύπτει μία ακόμα στρώση ανθρώπινης διαστροφής, μία έκφραση της εξουσιαστικής διάθεσης που άπαντες θεωρούν ότι να απευθύνουν στον νεαρό δικαιούνται δυνάμει κάποιου νοσηρού φυσικού δικαίου. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, όσες συναναστροφές δεν κατατείνουν στον πλήρη εξευτελισμό του (ένας Γερμανός στρατιώτης με την ελάχιστη ανθρωπιά μέσα του, έναν Καθολικός παπάς σε κρίση πίστεως, ένας Σοβιετικός ελεύθερος σκοπευτής), εκπέμπουν ένα αχνό φως που είναι ανίκανο να νικήσει το έρεβος των καιρών.

Το μόνο που μπορεί να χαρίσει στην ελπίδα το ηλεκτροσόκ που θα την επαναφέρει από τον κόσμο των νεκρών είναι η ίδια η επιβίωση, διότι «ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες». Στο «Βαμμένο Πουλί», το μέλλον κάθε άλλο παρά ελπίδα προμηνύει, η άφιξη των Σοβιετικών δυνάμεων δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα ούτε σημαίνει την ελευθερία, αφού η σήψη είναι κοινωνική, βαθιά ριζωμένη στους ανεπίσημους θεσμούς, όχι ξενόφερτη. Ωστόσο, μόνη η επιβίωση φέρει μαζί της υποχρεωτικά και την τελευταία ρανίδα ελπίδας, επειδή αποτελεί πράξη αντίστασης σε ένα καθεστώς απόλυτης κυριαρχίας του θανάτου.

Ο Václav Marhoul δεν παρουσιάζει την απόλυτη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης ∙ κάτι τέτοιο θεωρείται εκ των προτέρων αδύνατο, δε μπορεί να αποτυπωθεί σε φιλμ, είναι πέραν της ανθρώπινης λογικής. Περιγράφει όμως διεξοδικά την κοινωνική όψη του ολέθρου και για να το επιτύχει φιλοτεχνεί ένα φιλμ αυστηρής όψης, δωρικού ρυθμού, εξαντλητικό για τον θεατή. Επιμένει στη γραφική απεικόνιση της βίας, με τρόπο ωμό αλλά και ψυχρό, κλινικό, παραπέμποντας κατά βάση στο μυθικό “Come and See” του Elem Klimov.

Εμφορούμενο από μία εξαντλητική αίσθηση επαναληψιμότητας, το «Βαμμένο πουλί» συνιστά ένα δύσκολο θέαμα, ικανό να προκαλέσει οξείες αντιδράσεις στους θεατές με δυσανεξία στη στυγνή βία (όπως έγινε στο φεστιβάλ της Βενετίας). Εγείρει όμως το θυμικό των υπολοίπων με τρόπο αξιοσημείωτο, συνιστά μία μείξη κλασικού και μοντέρνου κινηματογράφου, μία κινηματογραφική σύμπραξη δυστοπίας και βιωμένης φρίκης. Πέραν της πασίδηλης αρτιότητας στην κατασκευή και της καθηλωτικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας, το «Βαμμένο Πουλί» αποτελεί μία μελέτη της κτηνωδίας μέσα από τα παιδικά μάτια μίας ρημαγμένης ύπαρξης. Μία αναμέτρηση με το τέρας του σύγχρονου μεσαίωνα όπως εμφανίστηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο δεν φέρει στρατιωτική περιβολή, αλλά ρούχα της καθημερινότητας.

The Painted Bird, του Václav Marhoul
Μεταφρασμένος Τίτλος: Το Βαμμένο Πουλί
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 168'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

 

_
Φίλιππος Χατζίκος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το