Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The Magnificent Seven, του Antoine Fuqua

feature_img__the-magnificent-seven-tou-antoine-fuqua
Οι προσδοκίες που έχει ο καθένας μας για μία ιστορία παίζουν καταλυτικό ρόλο στο πόσο θα μπορέσει να την απολαύσει. Καλώς ή κακώς, όταν ο Antoine Fuqua στριμώχνει στην ίδια οθόνη τους Denzel Washington, Ethan Hawke, Chris Pratt, Vincent D' Onofrio, Peter Sarsgaard και Luke Grimes, για να μεταφέρουν ένα remake των θρυλικών «Επτά Σαμουράι» (Shichinin no Samurai) του Kurosawa και του αξέχαστου “The Magnificent Seven” (1960) του Sturges, οι προσδοκίες τείνουν να είναι εξαιρετικά υψηλές. Δυστυχώς όμως, όπως συνηθίζουν να λένε στην Αμερική, “the bigger they are, the harder they fall”. Προς αποφυγήν αφορισμών, βέβαια, η ταινία είχε τις καλές στιγμές της και δεν θα τις παραλείψουμε.

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τον πυρήνα, την ιστορία. Η ιστορία ελάχιστα έχει αλλάξει από την πηγαία ταινία του John Sturges, και με τον Nic Pizzolatto (“True Detective”) στο σενάριο, η αλήθεια είναι πως, ακόμη και διστακτικά, θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σε ένα αποτέλεσμα καλύτερο και του αρχικού. Η αρχέτυπη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό άλλωστε, όσο ντεμοντέ κι αν θεωρείται πλέον, είναι ένα γόνιμο έδαφος για καθηλωτικές ιστορίες στα χέρια του κατάλληλου δημιουργού. Ταυτόχρονα, όταν μία ταινία έχει τόσους πολλούς κεντρικούς ήρωες, είναι μία εξαιρετική ευκαιρία για πολύ δυνατές σεκάνς με ζωντανούς χαρακτήρες, αν τους υποδύονται οι κατάλληλοι ηθοποιοί. Ομολογουμένως, όταν κοιτάει κανείς το ρόστερ της ταινίας περιμένει πως αυτό, τουλάχιστον, έχει γίνει σωστά. Δυστυχώς, τα δύο παραπάνω στοιχεία, που θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία να λάμψει αποτυγχάνουν παταγωδώς. Οι διάλογοι στερούνται έμπνευσης και οι χαρακτήρες περισσότερο θυμίζουν μονοδιάστατους κομπάρσους απ' ότι ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές. Οι μόνοι ήρωες που παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον είναι οι Washington και Hawke, αλλά και πάλι, μόνοι τους αδυνατούν να σώσουν την ταινία. Συγκεκριμένα, μάλιστα, ο χαρακτήρας του Washington (ο ηθοποιός κέρδισε ένα Όσκαρ στο πλευρό του ίδιου σκηνοθέτη), παρόλο που φυσικά κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή, δείχνει στερημένος του συναισθηματικού βάθους που διέπει τον χαρακτήρα στην ιστορία του 1960. Ο δε Sarsgaard, είναι μοναδικά αδιάφορος στον ρόλο του «κακού» της ιστορίας, και δημιουργεί εύλογες απορίες για το ποιον βαραίνει η ευθύνη γι’ αυτό, τον ίδιο ή τον σκηνοθέτη και τις οδηγίες του;

Ας μη γίνομαι άδικος, όμως, η ιστορία, που έχει ήδη ειπωθεί άλλες δύο φορές στο παρελθόν, βρίσκει νέο νόημα στις ΗΠΑ του σήμερα. Πρόκειται για το ταξίδι αυτοθυσίας επτά απόκληρων την αμερικανικής κοινωνίας, που πασχίζουν να σώσουν τους ίδιους ανθρώπους που τους οδήγησαν στην αποξένωση, από τα νύχια ενός ανθρώπου που μπορεί να μην είναι ξεκάθαρα σατανικός, αλλά είναι αδιαμφισβήτητα καπιταλιστής και κομμάτι της ίδιας της κοινωνίας που καταπιέζει. Σε μία Αμερική που κινδυνεύει να κυβερνηθεί από τον Donald Trump (ή τη Hillary Clinton, για να μην προσποιούμαστε ότι το πρόβλημα περιορίζεται σε αυτόν), και όπου εκατοντάδες μαύροι νέοι χάνουν τη ζωή τους άδικα από λευκούς αστυνομικούς, ιστορίες σαν αυτήν έχουν ένα ξεχωριστό νόημα πλέον. Ο συναισθηματικός παραλληλισμός γίνεται, μάλιστα, ακόμα πιο έντονος στην τελική κλιμάκωση της δράσης, όπου για πρώτη φορά ο σκηνοθέτης δείχνει να βρίσκεται στο στοιχείο του και η ταινία να λειτουργεί πιο αρμονικά. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας και οι χαρακτήρες δεν ήταν τόσο κακογραμμένοι, αλλά είχαν βαθύτερο υπόβαθρο απ' αυτό που τους προσέδωσε το πηγαίο ταλέντο των ηθοποιών, η κλιμάκωση αυτή θα λειτουργούσε ακόμη καλύτερα και η ταινία θα εξυψωνόταν, ίσως και στο επίπεδο των προκατόχων της! 

1
Μοιράσου το