Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Τα «Βιβλία στο Κύμα» αφιερώνουν το καλοκαίρι στον Έρωτα

feature_img__ta-biblia-sto-kima-afieronoun-to-kalokairi-ston-erota
Πέντε παραλλαγές στο θέμα της ερωτικής επιθυμίας

Αν έπρεπε να διακρίνουμε τους ατλάντειους πυλώνες της σφαίρας της Λογοτεχνίας, η απάντηση προκύπτει ίδια με ορμέμφυτο: ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Το νήμα της ερωτικής επιθυμίας αποτελεί το μόνιμο υφάδι στη ρόκα ποίησης, πεζογραφίας και θεάτρου από καταβολής του έντεχνου λόγου ως ο σπασμός-χειρονομία προς την αναπαραγωγική κατάφαση που, ωστόσο, όντας καταστατικά συνδεδεμένη με τον ρόγχο της ανυπαρξίας, συμπληρώνει το αδιαχώριστο δίβουλο ζεύγος δημιουργία-καταστροφή. Καθώς η λογοτεχνία συνιστά την κατεξοχήν τέχνη του «amo amare» και το καλοκαίρι την κατεξοχήν εποχή όπου το απολλώνιο ηλιακό στοιχείο συμπλέκεται με τις διονυσιακές παρεκτροπές της λίμπιντο, θεωρούμε ότι η παρούσα πεντάδα μπορεί να καταστεί η λυδία λίθος του φετινού «εγκλιματισμού κάτω από τον Φοίβο» ερώτων όντως πραγματικών ή -καλύτερα;- λογοτεχνικών.

Ενδοχώρα (1934-1937), του Ανδρέα Εμπειρίκου
Εκδόσεις Άγρα
σελ. 121

«[Ο]ι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά/ που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα»: οι επιλογές μας ξεκινούν με την ιχνηλάτηση της επιθυμητικής «Ενδοχώρας» (κείμενα 1934-1937) του Ανδρέα Εμπειρίκου η οποία έπεται της εν είδει μανιφέστου «Υψικαμίνου» του annus mirabilis 1935 αλλά που, ωστόσο, συμπληρώνει την «γραμματολογική παρέμβαση» της μεσοπολεμικής ομάδας των στρατευμένων ελλήνων υπερρεαλιστών φέρνοντας στο προσκήνιο την ερωτική επιθυμία ως τον δεύτερο πολιορκητικό κριό του υπερρεαλιστικού οπλοστασίου μαζί με την αυτόματη γραφή, κατ' αναλογία των πυλώνων ψυχανάλυση/ μαρξισμός. Αφιερωμένο ως τεύχος στη Μάτση Χατζηλαζάρου αλλά και με επιμέρους αφιερώσεις και φόρους τιμής, στην απογραφή της «ένδον» αυτής «χώρας» από υπερρεαλιστικούς στίχους μέχρι πεζόμορφη ποίηση «εκτός στίχου» αλλά και την μονοπυρηνική επιγραμματική ποιητική του «Πλοκάμου της Αλταμίρας», η επιθυμία στις τέσσερις όψεις της (ερωτική, επαναστατική, αισθητική, ερμηνευτική), συνεχίζοντας το «Πανσεξουαλιστικώς/ Πανανθρωπιστικώς» του κινούμενου «Μπογιατιού» δίνει μια γεύση του amour fou, την μέθη του οποίου αξιοποίησε ο ευρωπαϊκός υπερρεαλισμός για την επαναστατική του δυναμική, «άνευ ορίων/ άνευ όρων».

Κραυγές-Σπαράγματα-Όρνια, του Joyce Mansour
Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος
Εκδόσεις Άγρα
σελ. 148

Παραμένοντας στο στρατόπεδο της υπερρεαλιστικής Ιστορικής Πρωτοπορίας, περνάμε στην ποίηση της Ηγερίας του κινήματος, της αιγύπτιας Joyce Mansour η οποία πραγματοποίησε κυριολεκτικά το άλμα εις ύψος από τον αθλητικό στίβο στο βάθρο της ποίησης. Πολιτογραφημένη στα γαλλικά γράμματα και εκλεκτή του Breton, στην ποίηση της Mansour το χαοτικό μεθόριο Έρωτα-Θανάτου γεφυρώνεται σε σημείο να γίνεται πιο διάτρητο από ποτέ: η ερωτική επιθυμία και η διαδρομή της φτάνει μέχρι το μεδούλι της -ακόμη και ενταφιασμένης- ανθρωπινότητας με όλα τα παραφερνάλια του παροξυσμού (κανιβαλισμός, λαγνεία, μακάβριο, διαστροφή, ασύστολη και αναίσχυντη ασέλγεια) να διατρανώνουν αφενός το απαράδεκτο του θανάτου και αφετέρου δεξιώνοντας το «κακό» ως διαλεκτικό μέρος του έρωτα και της ύπαρξης συνολικά. «[Έ]τοιμη να τονε φάει σε μια στιγμή με συννεφιά/ έτοιμη να γίνει η μαιτρέσα της σάρκας του/ έτοιμη να τονε σύρει διασχίζοντας τον χώρο/ έναν δίχως ρίζα άνθρωπο καμωμένον άστρο»: η απροσδόκητη έλευσή της συνδυάζεται με την άγρια εφόρμηση των στίχων της οι οποίοι, αν και κατά τόπους μπορεί να σημάνουν την παρουσία μιας καταστροφικής femme fatale, κατά το ουαλδικό πρότυπο της Σαλώμης, εντούτοις, αποτελούν μια ανατομία της ερωτικής επιθυμίας στην πιο αδιαίρετη στιγμή της με τον θάνατο και ως εκ τούτου η σαρκική φρενήρης αποχαλίνωση αιμάσσει, τεντώνεται και διαστρέφεται εις άκρον έως ότου λάβει τις διαστάσεις ενός οργασμικού κοσμικού εφιάλτη.

Σκίρτημα ερωτικόν, του Θωμά Κοροβίνη
Εκδόσεις Άγρα
σελ. 80

Από την ποίηση στην πεζογραφία και από τον ετερόφυλο έρωτα σε ένα ομόφυλο ερωτικό σκίρτημα, το νέο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη θεματίζει την παραμονή του Κ.Π. Καβάφη στην Κωνσταντινούπολη όπου η οικογένεια θα αναγκαστεί να καταφύγει από το 1882 έως τον Οκτώβριο του 1885 λόγω της εθνικιστικής επανάστασης του Αραμπί στην Αίγυπτο και των μετέπειτα ταραχών που κατέστησαν την παραμονή της οικογένειας επισφαλή. Η Πόλη αποτελεί εμβληματικό τόπο για τον Καβάφη με τον «ένδοξο βυζαντινισμό» να κατέχει ιδιαίτερη θέση ως κύκλος ποιημάτος ενώ ο ίδιος δήλωνε «Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή» (από τη μεριά της μητέρας του, Χαρίκλειας το γένος Φωτιάδη) καθώς και για τις (παρα)φιλολογικές βιογραφικές αφηγήσεις, εφόσον σύμφωνα με ανέκδοτες βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου «ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883». Ο θεσσαλονικιός Κοροβίνης μεταχειριζόμενος την γνώριμη πλέον σε αυτόν τεχνική του «the author as a character» όσο και τον ετερόγλωσσο αυτοαναφορικό μονόλογο απομονώνει και φωτίζει ενόσω κυκλώνει μια tranche de vie του Αλεξανδρινού, προσθέτει ένα ακόμα στρώμα στο παλίμψηστο που ο ίδιος ο Καβάφης αρχίζει (μετα)μοντέρνα να συγκροτεί (ιδιαίτερα με την πλούσια εσοδεία των τελευταίων χρόνων) σε ένα βιβλίο για το οποίο ευελπιστούμε να κάνουμε λόγο αργότερα επί το αναλυτικότερον και συγκριτικότερον. 

Η ερωμένη της, της Ντόρα Ρωζέττη
Επιμέλεια: Χριστίνα Ντουνιά
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 242

Πρόκειται για ένα «χαμένο» μυθιστόρημα του μεσοπολέμου το οποίο ανέδειξε επιμελώς η Χριστίνα Ντουνιά και το οποίο συνδέεται με την καβαφική περίπτωση, καθώς ο Κ.Π. Καβάφης το είχε στη βιβλιοθήκη του ενώ το φιλολογικό ανέκδοτο θέλει άκοπη τη «Στροφή» του Σεφέρη. Εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε με έναν «έρωτα κυριών», επενδυμένο σαφώς με όλες τις συμβάσεις και τους διστακτικούς καθωσπρεπισμούς της εποχής, ο οποίος, μολαταύτα, θεματοποιεί κεντρικά τη λεσβιακή ερωτική επιθυμία και όχι ως παρεπόμενο ή συμπλήρωμα του πατριαρχικού επιθυμητικού βλέμματος συνιστώντας, κατά τη γνώση μου, μια μοναδική νεοελληνική περίπτωση η οποία πλαισιώνεται ομαλότερα αν αναλογιστούμε τους, λίγο ή πολύ παράλληλους, άτυπους όσο και ιδιότυπους γυναικείους κύκλους της παρισινής Rive Gauche οι οποίοι αμφισβητούν ανοικτά τις επιταγές της ετεροκανονικότητας, διεκδικούν τη θέση της γυναίκας στην τέχνη και αφήνουν ισχυρό το στίγμα τους μεταξύ πρώτου και δεύτερου φεμινιστικού κινήματος.

Ιστορία της σεξουαλικότητας, Ι. Η βούληση για γνώση, του Michel Foucault
Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
Εκδόσεις Πλέθρον
σελ. 186

Δίκην γέφυρας ανάμεσα στη «φυσικά» μη μηδενίσιμη απόσταση ετεροκανονικότητας-ομοκανονικότητας, δοκιμάζουμε τον πρώτο τόμο της περίφημης πλέον «Histoire de la sexualité» του Foucault η οποία ήδη από τα ομόλογα σεμινάρια στο Collège de France όσο και από την αυτοτελή της εμφάνιση στα 1976 έχει αποτελέσει το κεντρομόλο σημείο φυγής πλείστων όσων μεταδομιστικών θεωρήσεων του κόσμου μας με -ίσως τη μεγαλύτερη εφαρμογή- ακόμα και σήμερα. «Αρχαιολογώντας», κατά το προσφιλές φουκωικό ιδίωμα, το σύστημα της σεξουαλικότητας από τη δόμηση της «υπόθεσης καταστολής» στην αποδόμηση της, από την ars erotica στη scientia sexualis και τον έλεγχο επί τον σωμάτων από το δικαίωμα επί ζωής και θανάτου της patria potestas στο κανονιστικό μοντέλο βιωτικών πρακτικών του καθεστώτος «βιοπολιτικής», ο Foucault χαρτογραφεί το πλέγμα των λογοθετικών εξουαστικών μηχανισμών οι οποίοι διασπείρονται άμα και αφήνουν περιθώρια αντίστασης.

1
Μοιράσου το