Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Συνέντευξη στη μαύρη τρύπα της Πλατείας Αμερικής

feature_img__sinenteuksi-sti-mauri-tripa-tis-plateias-amerikis
Ποτέ δεν είχα φανταστεί τι ζόρι τραβάνε οι υπάλληλοι στα μαγαζιά. Γι’ αυτό και μετά από αυτήν τη συνέντευξη τους συμπαθώ όλους. Αλήθεια.

Είχα κατέβει στην Αθήνα άφραγκος. Με φιλοξενούσε η ξαδέρφη μου στο πατρικό της, είχα εκατό ευρώ στην τσέπη και αυτό μόνο και μόνο επειδή είχα πούλησει μερικά από τα πράγματά μου. Είχα βρεί ευτυχώς μια δουλειά part time μεσω ενός φίλου, αλλα έπρεπε να φύγω απρόσμενα από ‘κει. Επιδοτούμενοι υπάλληλοι μου είπαν. Μαλακίες. Σε περίπου δύο βδομάδες έπρεπε να βρω άλλη. Λίγο πριν λήξει η διορία, διαβάζω σε μια αγγελια: Ζητείται υπάλληλος σε κατάστημα ταχυφαγείου, εμφανίσιμος, Έλληνας, με δίπλωμα. Πλήρες ωράριο. 

Βάζω τα καλά μου, να κάνω καλή πρώτη εντύπωση, οπλίζομαι με ψέμματα και παίρνω τηλέφωνο. Ένας τύπος από την άλλη άκρη της γραμμής μου λέει, λίγο πριν πέσει σε κώμα, να περάσω κατά τις δύο το βράδυ που θα έχει κόψει λίγο η δουλειά. Δυο το βράδυ; Το σκέφτηκα λίγο. Τι να κάνεις, αυτή είναι η μία και μόνη μου ευκαιρία. Θα πάω. Το μαγαζί ήταν μια τρύπα, κάπου στην πλατεία Αμερικής. Χωμένο μέσα σε ένα στενάκι. Δεν ήξερες αν ήταν καν ανοιχτό. Ενας τύπος στην είσοδο ηταν αραχτός στο πεζούλι και πίσω του ο πάγκος-ψυγείο. Ζαμπόν, κασέρι, ντομάτες και αυγά. Ψημένα κοτόπουλα, μπιφτέκια και μπέικον. Πίσω στο τοίχο δυο πολυχρησιμοποιημένες αλλα «μάχιμες» ακόμα τοστιέρες. Σίγουρα πουλούσαν τσαμπουκά, δεν γουστάραν να τις καθαρίσεις. Η λίγδα και τα ψίχουλα είχαν ενσωματωθεί πάνω τους. Μπαίνω μέσα, και από μια πορτούλα, εμφανιζεται ένας πενηντάρης, με άσπρο φανελάκι και τιράντα.

«Ακούω». Πρέπει να είναι ο τύπος που μου μίλησε στο τηλέφωνο σκέφτομαι. Αν δεν με δείρει σε λίγο, σιγουρα θα ξαναπέσει σε κώμα από τη βαρεμάρα.

«Ήρθα για την αγγελία». Κοφτός και ‘γώ, μιας και δεν χρειάζονται τυπικότητες απ’ ότι βλέπω.

«Γεια σου. Θέλουμε άτομο για full time δουλειά, κυλιόμενο ωράριο και νύχτες. Πεντακόσια καθαρά» (πεντακόσια μαλάκα, τι να κάνω, από το να πεινάσω). Μία μύγα παραδίπλα άραξε σε ένα κομμάτι κοτόπουλο. Ο τύπος σκουπίζει τα χέρια του, και συνεχίζει:

«Ξέρεις να μαρινάρεις κρέας; Να πουλάς μπροστά μπορείς καθόλου; Μας έφυγε ο δεύτερος και χρειαζόμαστε άτομο».

«Γιατί φεύγει;» Ερώτηση ύπουλη και επικίνδυνη από μέρους μου.

«Γιατί πάει μετανάστης στη Γερμανία» είπε ο τύπος με χαρακτηριστική ευκολία.

«Πάμε πίσω». Το πίσω ήταν ένα δωματιάκι μια σταλιά, μια κουζίνα δηλαδή, όπου έκοβε τα κρέατα, τα μαρινάριζε, έπλενε κάνα πιάτο και είχε στοιβαγμένα παντού τεράστια τάπερ με σαλάτες, χαρτοπετσέτες, ψωμάκια και κατσαρίδες να κόβουν βόλτες. Μια μύγα έτρωγε χαρούμενη βούτυρο. Μάλλον είχε κίνηση, για να έχει τόσα πράγματα εκει πίσω.

«Λοιπόν, είχα κάνει μάγειρας στο στρατό και πριν κάνα χρόνο δούλευα στην κουζίνα σε ένα ταβερνάκι. Δε θα έχω θέμα εδώ».

«Θα φανεί». Λέει, ίσως με λίγη θλίψη στο βλέμμα. Δεν ήταν τόσο κακός τελικα, μάλλον είχε βαρεθεί τα περιττα λόγια. Λακωνικός δηλαδη.

«Παρεπιπτώντος με λένε Τάσο», συμπληρώνει.

«Ανδρέας, χάρηκα». Και δώσαμε τα χέρια.

«Δικό σου είναι το μαγαζί;» Ρὠτησα, ξεκινώντας και γω το ψάρεμα.

«Όχι, υπάλληλος είμαι. Το αφεντικό σκάει πιο μετά και μετράει εισπράξεις, κόβει κίνηση κλπ. Αλλά μην χαίρεσαι, έχει κάμερες παντού. Ναι αυτή η σκατότρυπα, έχει κάμερες. Ο κυρ Νίκος είναι αν έρθει».

Όντως είχε κάμερες. Σε κοιτούσαν σαν άσχημα ηλίθια μάτια βοδιού. Μία στο πίσω δωματιάκι και μία μπροστά. Ένας πελάτης μπήκε. Εικοσάρης, μες την καλή χαρά, ευγενική φυσιογνωμια. Λεπτοκαμωμένος, με μαλλι που δεν είχε αποφασίσει ακόμα που ήθελε να πάει.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο του μικρού, ακούω ένα σφυριχτό και καταχθόνιο μπινελίκι, σα να ήταν φίδι.

«Γαμώ το κέρατό σου μαλάκα. Γιατί δεν πάτε στο διάολο βραδιάτικα; Τέτοια ώρα και θέλει να φάει το μαλακισμένο; Ο κόσμος τέτοια ώρα ή γαμιέται ή κοιμάται», είπε σχεδόν μονολογώντας. Έπειτα σα να θυμήθηκε ότι είμαι και εγώ εκεί, οπότε συμπληρώνει:

«Εντάξει, δεν μου φταίει το παιδάκι σε τίποτα, ίσα ίσα μου αφήνει και λεφτά για να πληρωθώ και εγώ, αλλά είναι που κάνω τόσα πράγματα μαζί και ποτέ δε με αφήνουν στην ησυχία μου».

Όταν βγήκε μπροστά, ήταν σχεδόν χαμογελαστός. Τρόμαξα στη σκέψη ότι όλοι οι υπάλληλοι μου ρίχνουν τέτοια μπινελίκια λίγο πριν μου χαμογελάσουν. Σε λίγο ξεκίνησε να φτιάχνει την παραγγελία. Καθώς ετοίμαζε το σάντουιτς χαλώντας τη νιρβάνα μιας παρέας μυγών, χτυπάει το τηλέφωνο. Ο μικρός είχε πάει να πάρει τσιγάρα μέχρι να γίνει το σάντουιτς.

«Σκάσε γαμημένο σκάσε». Αμέσως αλλάζει τον τόνο της φωνής του σε χαρούμενο και το σηκώνει με ένα κουδουνιστό «παρακαλώ». Ταυτόχρονα το βάζει στον ώμο του.

«Ναι, Πράσινο Ζαμπόν εδώ. Φυσικά και είμαστε ανοιχτά, πώς αλλιώς σας απαντάω;» Εδώ κρατήθηκε με το ζόρι στα όρια της ευγένειας. Τα μάτια του, ένα γαμωσταυρίδι το λέγανε. «Ναι, δώστε μου την παραγγελία… Και που τα φέρνουμε; Ναι, ναι, ναι». Σημειώνει τη διεύθυνση. «Έγινε, ευχαριστoύμε για την παραγγελία», κλείνει με χαρούμενο τόνο. Αφήνει το τηλέφωνο να πέσει προσεκτικά παραδίπλα.

«Ποτέ δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί σκατά με ρωτάνε, αν είμαστε ανοικτά, αφού το σηκώνω το γαμημένο το τηλέφωνο».

Mε κοιτάει ενώ τα χέρια του συνεχίζουν τη δουλειά τους σχεδόν σαν να είναι αυτόνομα. Τέλος πάντων, αυτά συμβαίνουν παντού φαντάζομαι.

«Πόσο καιρό δουλέυεις εδώ;» Θα έσκαγα αν δε τον ρώταγα. Υπολόγιζα να είναι μερικούς αιώνες.

«Άστα να πάνε φιλαράκι» μου λέει με μαλακωμένη φωνή. «Πολύ καιρό για τις ώρες που δουλεύω κάθε μέρα. Φαντάσου, είναι εξήντα ώρες κάθε βδομάδα, αλλά δε μου μένουν ποτέ λεφτά και έτσι δεν μπορω να φύγω».

Τότε σχημάτισα την εικόνα. Ο τύπος ήταν δέσμιος της δουλειάς. Μισούσε τους πάντες και τα πάντα, γιατί ένοιωθε ότι τον βασανίζαν παρά τη θέλησή του.

«Και διακοπές δε πάς ποτε;» Συνέχισα να ρωτάω, πιο πολύ γιατι άρχισα να ενδιαφέρομαι για ‘κείνον, παρά για να μάθω τι με περιμένει.

«Πάω, πως. Μια βδομάδα τον χρόνο. Από το καθόλου… Εσύ τι σκοπούς έχεις σε σχέση με τη δουλειά; Ξέρεις, δεν θέλουμε άτομα που φεύγουν σε έξι μήνες».

Πήγα να του απαντήσω κάτι του στυλ «τι λες ρε φίλε πλάκα μας κάνεις;». Όση ώρα σκεφτόμουν την απάντηση στο μυαλό μου, εκείνος συμπλήρωσε:

«Όχι πως με νοιάζει εμένα, καλά να πάθει το αφεντικό αν δε μένει ποτέ κανείς, αλλά, να… Μόλις συνηθίζω κάποιον, αυτος φεύγει». Με κοιτούσε σταθερά. Σχεδόν σαν να με παρακαλούσε. Νομίζω, ότι τα μάτια του μου φωνάζανε ξεκάθαρα «έχω κολλήσει εδώ, σε αυτήν τη μαυρη τρύπα και δε μπορώ να ξεφύγω. Έλα να κολλήσουμε μαζι».

Ανάβω τσιγάρο, φυσάω τον καπνό προς τα πάνω. Στέκομαι για λίγο και αισθάνομαι ένα σφίξιμο. 

«Μίσο λεπτάκι» του λέω και βγαίνω έξω. Ακουω από μακριά ένα «ε, που πάς;», αλλά δεν απαντάω. Πάω στο αυτοκίνητο, παίρνω από τα εργαλεία μια καλή πένσα που έχω. Βρίσκω το ρολόι του μαγαζιού. Ψυχή δεν υπάρχει. Ανοίγω τη χαζή ασφάλεια που υπήρχε, κόβω το κεντρικό καλώδιο, πετάγονται σπίθες, χέζομαι πάνω μου, γίνεται ένα ωραίο βραχυκύκλωμα.

Για τις επόμενες μέρες, μέχρι να φτιάξουν τις ζημίες, ο Νίκος υποθέτω θα είχε αναγκαστική άδεια.Στην χειρότερη δεν θα έφτιαχνε σάντουιτς και δεν θα σήκωνε τηλέφωνα.

Εγώ έπρεπε να βρω δουλειά και γρήγορα μάλιστα.

1
Μοιράσου το