Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Πάντζη

feature_img__sinenteuksi-me-ton-skinotheti-andrea-pantzi
Ο Ανδρέας Πάντζης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο και σπούδασε κινηματογράφο, θέατρο και σκηνοθεσία όπεραςστη Μόσχα. Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μεγάλου μήκους, ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις, αρχαίες τραγωδίες και όπερες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι τρεις τελευταίες ταινίες μυθοπλασίας που σκηνοθέτησε απέσπασαν 21 βραβεία και η ταινία του, «Σφαγή του κόκορα» ήταν η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας για το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1997. Η «Σφαγή του κόκορα» ανακηρύχθηκε επίσης Καλύτερη Ευρωπαϊκή Ταινία της Χρονιάς στο Φεστιβάλ της Βαρκελώνης. Η νέα του ταινία «Η χαρά και η θλίψη του σώματος» με πρωταγωνιστές τον πρωτοεμφανιζόμενο Χάρη Αμπράζη, την Silvia Petkova και τον Γιώργο Χωραφά έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες στους κινηματογράφους.

Καταρχάς, πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο; Ποιες ήταν οι ταινίες/δημιουργοί, τα σημεία αναφοράς για εσάς;

Κοίταξε να δεις, βλέποντας ταινίες κατάλαβα ότι μου αρέσει αυτό το πράγμα. Αυτό έγινε όταν ήμουν μικρός στο Γυμνάσιο. Αλλά εντάξει, από μικρός έκανα Καραγκιόζη στη γειτονιά, έπαιζα θέατρο στο σχολείο και έπαιζα μάλιστα τον ηρωα που πληγώνεται και θυμάμαι που έπεφτα στην αγκαλιά της κοπελιάς που μ’ άρεσε. Και σίγουρα έβλεπα και πολλές ταινίες. Δεν υπάρχει δηλαδή κάτι οπως π.χ. το είδα μια ταινία και αποφάσισα ότι θα κάνω αυτό το πράγμα. Δεν είναι έτσι. Είναι πιο απλό. Κατάλαβα μέσα από τα χρόνια ότι ήθελα να το κάνω αυτό. Τώρα όσον αφορά τις ταινίες και τους σκηνοθέτες που μου αρέσουν είναι και λίγο παράξενα τα γούστα μου, μπορεί δηλαδή να σου πω και σκηνοθέτες που εσύ να μην τους έχεις δει ποτέ. Για εμένα, σημαντικός για τη δουλειά μου είναι ο σκηνοθέτης MiklosJancso, ο οποίος πέθανε πριν από δεκαπέντε μέρες σε ηλικία 92 ετών στη Βουδαπέστη… Σημαντικοί για μένα είναι και κάποιοι Ρώσοι σκηνοθέτες, όπως ο Tarkovsky. Πολύ σημαντική επίσης ήταν και η μελέτη των γραπτών του Αϊζενστάιν. Υπάρχουν έξι τόμοι με τα γραπτά του στα Ρώσικα. Μου αρέσουν και διάφοροι άλλοι σκηνοθέτες, όπως ο Bertolucci, ο Visconti, ο Πολωνός AndreiWaida. Kαι γενικά τείνω περισσότερο να βλέπω ταινίες παρα να κυνηγώ σκηνοθέτες. Για παράδειγμα, ο Clint Eastwood έχει κάνει για μένα μια από τις πιο ωραίες ταινίες στην ιστορία του σινεμά, το “Unforgiven”, («Οι Ασυγχωρητοι»), μια ταινία για τη Δύση και τις πόρνες. Εκπληκτική ταινία! Εγώ είμαι υπέρ μιας δραματουργίας που ο θεατής που βλέπει την ταινία να ειναι σε θέση να συν-δημιουργεί, αφήνω δηλαδή κάποιες τρύπες κενές, τις ονομάζω «μαύρες τρύπες της δραματουργίας», τις οποίες αφήνω ο θεατής που βλέπει την ταινία να τις καλύψει. Αυτές τις τρύπες καλείται ο θεατής να τις καλύψει και να συν-δημιουργήσει. Δηλαδή, εσύ, αν με ρωτήσεις τώρα γιατί αυτό είναι έτσι στην ταινία, εγώ θα σε ρωτήσω «εσύ τι νομίζεις;». Εγώ δε δίνω απαντήσεις γιατί πρέπει ο θεατής να μην είναι ένας παθητικός δέκτης του θεάματος αλλά πρέπει να είναι ένας θεατής ενεργητικός.

Στα γυρίσματα του «Η χαρά και η θλίψη του σώματος»

Σε τι βαθμό επηρεάζουν διάφορες εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού τις ταινίες σας;

Σε μια ταινία πρέπει να έχουμε στοιχεία των πολιτισμών μας, θα μου πεις εσύ τώρα «τι είναι πολιτισμός μας»; Πολιτισμός μας είναι η λογοτεχνία μας, η μουσική μας (τα τραγούδια τα λαϊκά και τα δημοτικά), είναι οι κινηματογραφικές ταινίες, η ποίηση. Η ταινία μου «Ο βιασμός της Αφροδίτης» είναι γεμάτη από ποιήματα του Σεφέρη. Για τον Σεφέρη έχω κάνει δύο ταινίες ντοκιμαντέρ. Αφιέρωσα για τον Σεφέρη εφτά χρόνια της ζωής μου. Στοιχείο του πολιτισμού μας είναι και ο Καραγκιόζης. Αλλά και τα έθιμά μας είναι μέρος του πολιτισμού μας. Στη «Σφαγή του κόκορα» τα έθιμα ειναι παρόντα, δείχνουν την ελληνικότητά μας. Γιατί το να είσαι Έλληνας σήμερα, όπως και το να είσαι Νορβηγός, Πολωνός, Γερμανός, κλπ. είναι αντίσταση. Αλλιώς βυθίζεσαι σε μια λαίλαπα παγκοσμιοποίησης, η οποία προσπαθεί να απαλείψει τις διαφορές στους ανθρώπους, να τους κάνει όλους όμοιους για να είναι πιο εύκολοι αγοραστές. Τα προιόντα είναι τυποποιημένα και όταν οι αγοραστές είναι τυποποιημένοι κι αυτοί, είναι πιο εύκολο να τους ταιριάξουν αυτά τα προιόντα και να τ’ αγοράσουν. Γι αυτό, το να έχουμε τα χαρακτηριστικά ενός έθνους, να ανήκουμε σε ενα έθνος είναι πολύ σημαντικό σήμερα. Δηλαδή θα έλεγε κανείς πως η σημασία του έθνους που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα σήμερα δεν έχει εκλείψει καθόλου. Εξακολουθεί να είναι η ίδια. Πολιτισμός όμως ακόμη είναι τα εθνικά μας φαγητά. Ας πούμε στην Ελλάδα, ο γύρος, τα γιουβαρλάκια. Είναι, αν θέλεις αυτά, άνθη σε έναν κήπο με ποικιλία. Αντίστοιχα, τα σεφταλιά στην Κύπρο… Όλα αυτά κάνουν τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα, πιο ανοιχτή. Γιατί διαφορετικά, όπως συμβαίνει και με τον ήρωά μου (σ.σ. Ο Ευαγόρας στην ταινία «Η θλίψη και η χαρά του σώματος») υπάρχει μια φοβερή μοναξιά ολόγυρα.

Ο Ευαγόρας, ο μοναχικός ήρωας του φιλμ «Η χαρά και η θλίψη του σώματος»

Πώς νιώσατε όταν διαβάσατε την πρώτη-πρώτη κριτική που γράφτηκε για την πρώτη ταινία που γυρίσατε και προβλήθηκε στους κινηματογράφους; Δεκαετίες μετά, πόσο σας απασχολούν οι απόψεις των κριτικών για τις ταινίες σας;

Όταν αρχίζεις μια πρώτη δουλειά, είναι σημαντικό ας πούμε να γράψουν για εσένα καλές κριτικές για να μπορείς να συνεχίσεις στη δεύτερη δουλειά σου. Αλλά υπεισέρχονται διάφορα πράγματα. Δηλαδή, όταν έφυγα από τη Ρωσία νόμιζα ότι, επειδή ήμουν ο πρώτος, θα μου πουν «να ήρθε ο Ανδρέας, κάνει καλές ταινίες». Εγώ όμως είμαι ένας άπατρις. Δεν έχω χώρα πίσω μου, η Ελλάδα δεν είναι πίσω μου. Η Ελλάδα λέει «είσαι από την Κύπρο, φύγε» κι έφυγα. Οι κριτικοί λοιπόν γράφουν όχι το τι βλέπουν απλώς. Γράφουν ανάλογα με το αν είσαι φίλος τους, αν έχεις κοιμηθεί μαζί τους, αν έχεις φάει μαζί τους, όλα αυτά τα αστεία πράγματα. Δηλαδή, έχει γράφτει κριτική ότι «ο Ευαγόρας βγαίνει από τη φυλακή και τον υποδύεται ο Χωραφάς», δηλαδή αυτος που το έγραψε δεν έχει δει την ταινία! Εγώ δεν βλέπω τις κριτικές. Έχω πάρει συνολικά 26 βραβεία για τις ταινίες μου, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Είμαι λίγο αποστασιοποιημένος από τα βραβεία και από τις κριτικές. Επειδή αυτή είναι η δουλειά μου, θέλω να βλέπουν τις ταινίες μου αλλά δεν με πληγώνει η κριτική. Είναι αστείο. Είμαι στις αίθουσες, βλέπω τον κόσμο να βγαίνει ικανοποιημένος και βλέπω τους κριτικούς να γράφουν ανοησίες. Γελώ. Εδώ πλέον, ο κριτικός ως εξουσία δεν υποβοηθά τον θεατή να δει τι γίνεται αλλά ασκεί εξουσία. Δηλαδή, όταν ο κριτικός εμπεριστατωμένα δει και καταλάβει τι έκανα, δέχομαι να μου κάνει κριτική. Υπάρχει και ένα άλλο πράγμα για να κατανοήσεις καλύτερα το τι συμβαίνει… Αυτό που λέμε, «κανείς στον τόπο του δεν είναι προφήτης». Γιατί το λέμε αυτό; Το λέμε αυτό γιατί φαντάσου τώρα στην Ιταλία, στην Ρώμη, να ‘χεις ένα σπίτι και να βλέπεις να βγαίνει ο Φελίνι το πρωί με τα κοντά παντελονάκια του στον κήπο και να ποτίζει τα λουλούδια του, και λες, «τώρα αυτός ειναι ο Φελίνι;» Η εγγύτητα τείνει να απομυθοποιήσει τον άνθρωπο-μύθο. Με τον ίδιο τρόπο, ας πούμε, επειδή οι Έλληνες δημιουργοί είναι κοντά μας και τους βλέπουμε, τους απομυθοποιούμε. Δεν υπάρχει ο μύθος. Τις ξένες ταινίες τις εκθειάζουν. Όταν είναι μια ελληνική, η δική μου ας πούμε ειδικά, η πλειοψηφία είναι αρνητική. Εμένα αυτό το πράγμα με ατσαλώνει. Ξέρω τι κάνω, ξέρω ότι κάνω πράγματα που δεν κάνει κανείς, χρωματίζω δάση, χρωματίζω ελαιώνες, χρωματίζω δέντρα. Τα ρούχα των ηθοποιών μου είναι όλα δραματουργικά διαλεγμένα, δεν έχω γυρίσει ποτέ ούτε ένα πλάνο στον δρόμο με πλήθος στο φόντο ή τον ήρωα αναμεμειγμένο στο πληθος… Γιατί αυτό παραπέμπει σε μια αστικήάποψη ερμηνείας της Ιστορίας… Κάνω ένα διαφορετικό σινεμά. Είμαι σίγουρος για το τι κάνω και το ποιος είμαι. Αυτή η χώρα θα πληρώσει κάποια στιγμή για να δει τις ταινιες μου!!! Αυτή η γενιά ας μην πειστεί. Θα τις δει η επόμενη. Εγώ τότε δεν θα υπάρχω. Έγω δεν θα ζω για να έχω τεράστια έσοδα όταν θα γίνουν cult movies. Μπορεί αυτό να ακούγεται αλαζονικό, αλλά ξέρω πολύ καλά ποιος είμαι…

Γιώργος Χωραφάς και Χάρης Αμπράζης ως Μιλέν και Ευαγόρας αντίστοιχα

Ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία; Τι σας συγκινεί περισσότερο από τα δύο τελικά;

Κοίταξε, ντοκιμαντέρ κάνω για θέματα που με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Εντάξει, θα ‘θελα να κάνω κάθε ένα-δύο χρόνια μια μεγάλου μήκους μυθοπλασία αλλά μέχρι να μαζέψω τα λεφτά περνάει πάρα πολύς χρόνος με αποτέλεσμα να κάνω ντοκιμαντέρ, να κάνω θέατρο για να ζησω. Έχω κάνει «Μάκβεθ» με το Εθνικό Θέατρο της Κύπρου, εχω κάνει «Οιδίποδα Τύραννο» με το Εθνικό Θέατρο της Βουλγαρίας, εχω κάνει τις «Τρεις Αδερφές του Τσέχωφ» με το Εθνικό Θέατρο της Ρουμανίας, έχω κάνει Μπέκετ και αλλα πολλα…Κάποτε είδα τις φωτογραφίες του Σεφέρη που τραβηξε στην Κυπρο το 1953-1955. Σκέφτηκα οτι θα ήταν ωραίο να κάνω μια ταινία για αυτές τις φωτογραφίες. Κατάφερα να κάνω την ταινία «…Φωτογραφική μηχανή σωστά κανονισμένη…». Στην ταινία αυτή σταματώ πάντα μπροστά στα συρματοπλέγματα που χωρίζουν την ελεύθερη από την κατεχόμενη Κύπρο. Όταν ανοίξανε αυτά τα οδοφράγματα το 2004, είχαν ήδη ολοκληρώσει τα γυρίσματα. Όμως, κατάλαβα ότι ήμουν ηθικά υποχρεωμένος να φτιάξω μια ταινία για τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Σεφέρης στην Κατεχόμενη Κύπρο, ηθικά υποχρεωμένος απέναντι στον ελληνισμό. Μου πήρε άλλα τέσσερα, πέντε χρόνια για να τελειώσω την ταινία «Ο Σεφέρης στη χώρα της έκλειψης». Τα είχε δείξει η ΕΡΤ πάρα πολλές φορές. Έκανα και το πρώτο και το δεύτερο ντοκιμαντέρ από αγάπη γιατί αυτά τα ντοκιμαντέρ δεν αφήνουν λεφτά για να ζήσεις. Θα ήθελα να κάνω πάντα ταινίες μυθοπλασίας. Αυτές όμως χρειάζονται πολλά λεφτά για να γίνουν…

Στις ταινίες σας, τα προβλήματα των ηρώων συνδέονται συχνά με τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της Κύπρου. Σε τι βαθμό έχει επηρεάσει η κυπριακή ιστορία το κινηματογραφικό σας έργο;

Ο καλλιτέχνης κάνει τα πράγματα που ξέρει πολύ πιο έντονα. Ουσιαστικά, η τέχνη είναι ένα μπλέξιμο, ένας καμβάς πραγμάτων της ζωής μας, των εμπειριών μας. Οπότε, θα ήταν αδύνατο να μην κάνω ταινίες για την Κύπρο. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα να κάνω ταινίες για την Ελλάδα. Αλλά και η τελευταία μου ταινία «Η χαρά και η θλίψη του σώματος» είναι μια ταινία για τη Βουλγαρία, τις χώρες του μετασοσιαλισμού κι αυτό επειδή ξέρω πολύ καλά τη Βουλγαρία, τη Ρωσία (εκεί σπούδασα). Στη Βουλγαρία είχα για 20 χρόνια σπίτι (μέχρι το 2013) και συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο... Έχω κάνει όπερα, τον «Δον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ. Στην ταινία μου «Το τάμα» συμπαραγωγός μου ήταν το Βουλγαρικό Κέντρο Κινηματογράφου, στη «Σφαγή του Κόκορα» είχα Βούλγαρο συμπαραγωγό οπότε, αν θέλεις, επειδή ξέρω αυτήν τη χώρα εκφέρω έναν λόγο πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητά της. Στους Βούλγαρους βεβαια δεν αρέσει και πολύ που κάποιος ξένος μιλάει για τη χώρα τους. Σίγουρα πάντως, «πίσω» από όλες μου τις ταινίες υπάρχει η Κύπρος.

Ο Ευαγόρας με τον παππού του, πριν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ευαγόρας και Αφροδίτη, δυο ονόματα που επανέρχονται ξανά και ξανά στα έργα σας. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της επανάληψης;

Η απάντηση μου θα είναι λίγο βαριά γιατί θα είναι θεωρητική. Θα στην πω λίγο επιγραμματικά. Έχω πει ότι κάνω ένα σινεμά το οποίο μπορεί να φαίνεται ρεαλιστικό αλλά έχει στοιχεία πολύ επιλεγμένα τα οποία δεν τα συναντάς σε μια απλή αντανάκλαση της πραγματικότητας. Στις σκηνές που στήνω τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αν ένας άνθρωπος κινείται στο πλάνο, απαγορεύεται πίσω του, στο φόντο, να υπάρχουν κομπάρσοι. Έχω εξηγήσει πιο πάνω γιατί συμβαίνει αυτό. Με αυτόν τον απόλυτο έλεγχο θέλω να πω κάτι. Έχω διαλέξει πως να ντύσω τους ηθοποιούς και τα χρώματα πρέπει να αναφέρονται στην ψυχολογία και τον τρόπο που σκέφτονται… Έρχομαι τώρα πιο κοντά στην ερώτησή σου. Ο Ευαγόρας ήταν ο πρώτος Έλληνας βασιλιάς της Κύπρου. Σήμερα το να ‘σαι Έλληνας είναι δείγμα αντίστασης, μια πράξη αντίστασης εναντια στην παγκοσμιοποίηση. Με το να μην του δωσω ενα τυχαίο όνομα αλλά αυτό το συγκεκριμένο, θέλω να υπογραμμίσω κάτι. Να τονίσω αυτό το γεγονός… Με τον τρόπο αυτό οι ηρωές μου ονομάζονται πάντα το ίδιο, για να δείξω ότι «παιδιά, φύγετε από την ιστορία που σας λέμε, απομακρυνθείτε λίγο και κοιτάξτε πίσω από την ιστορία». Γιατί αν μια μυθοπλασία ήταν τυχαία θα αντανακλούσε την πραγματικότητα με τον ίδιο τυχαίο τρόπο. Εδώ, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Με τον ίδιο τρόπο, όταν κοιτάξεις από ένα παράθυρο και δεις τα αυτοκίνητα που είναι παρκαρισμένα, είναι αδύνατο να είναι όλα κόκκινα ή όλα μαύρα, όπως είναι στο μεγάλο πλάνο που είδες στην ταινία. Με αυτό θέλω να πω κάτι. Ουσιαστικά, είμαι ένας παραμυθάς. Ας μείνουμε εδώ. Μπορώ να σου μιλήσω για τη ζωγραφική, την προαναγεννησιακή, τη δίχως προοπτική, για τη σχέση προοπτικής, Θεού, ματιού…Θα μπορούσα να σου μιλήσω για τη σχέση λαού και ιστορίας, για κομπάρσους, αλλά θα ναι πολύ βαρύ. Άστο…

Ο Ευαγόρας και η Ντίτα του (Αφροδίτη)

Πιθανολογείται ότι η ατυχής μετάφραση μιας φράσης στη νέα σας ταινία, και πιο συγκεκριμένα της φράσης «Οι Τούρκοι δεν έχουν μπέσα» οδήγησε στον αποκλεισμό της από το φεστιβάλ του Βερολίνου. Λογοκρίνεται η σύγχρονη κινηματογραφική λειτουργία;

Αφήστε το, δεν πήρα απάντηση ποτέ. Δεν ξερω. Εικάζω. Γιατί όταν στείλαμε την ταινία, προς επιλογή, στο πρώτο dvd υπήρχε μια άλλη εκδοχή της μετάφρασης των διαλόγων. Όταν στείλαμε το τελικό dvd, όλοι οι διάλογοι ήταν ακριβώς οι ίδιοι, με εξαίρεση αυτήν τη φράσηόπου μεταφράσαμε τη λέξη «μπέσα» στη φράση «οι Τούρκοι δεν έχουν μπέσα» με την αγγλική λέξη “trust”. «You can not trust them!” Τι να πω…Δε θέλω να κάνω άλλο σχόλιο.

Η σκηνή κατά την οποία ο πρωταγωνιστής λέει την επίμαχη φράση

Για τρίτη φορά στην καριέρα σας συνεργάζεστε με τον κύριο Χωραφά. Τι καινούριο αποκομίσατε από αυτήν την τρίτη σας συνεργασία;

Με τον Γιώργο δεν υπάρχει απλώς η σχέση σκηνοθέτη και ηθοποιού. Είναι μια σχέση φίλων, συνεργατών, και όσον αφορά στον ρόλο του, μια σχέση συνδημιουργών. Δηλαδή ακόμα και το μοντάζ το βλέπει ο Γιώργος και το κουβεντιάζουμε. Φτιάχνουμε τον ρόλο του, τους διαλόγους σύμφωνα με τον χαρακτήρα, προσπαθώντας να συγκεράσουμε αυτόν τον χαρακτήρα με την προσωπικότητα του Χωραφά. Αυτό έχει δημιουργήσει μεταξύ μας έναν κώδικα συνεργασίας. Αυτό κάνει τη συνεργασία μας εξαιρετική, πέρα από μια απλή συνεργασία σκηνοθέτη με ηθοποιό. Αν ρωτήσεις κάποτε τον Γιώργο, θα σου πει νομίζω ότι οι πιο σημαντικοί ρόλοι της καριέρας του είναι «Η Σφαγή του Κόκορα» και «Το Τάμα». Είμαστε φίλοι, δηλαδή ξέρω την οικογένειά του, τα παιδιά του, τι κάνει, δηλαδή σχεδόν τα πάντα. Αυτή είναι μια πετυχημένη συνεργασία, μοναδική νομίζω.

Ανδρέας Πάντζης και Γιώργος Χωραφάς σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων

Πριν λίγα χρόνια, προεδεύσατε της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας. Με αφορμή αυτήν την εμπειρία σας, αλλά και γενικά, πώς βλέπετε την κινηματογραφική παραγωγή της νεότερης γενιάς δημιουργών (Λάνθιμος, Τσίτος κλπ.);

Κάποιοι δημιουργοί της νέας γενιάς δεν μου αρέσουν γιατί μου θυμίζουν Γκοντάρ του 1970. Εν πάση περιπτώσει, το σινεμά είναι γενικά η τέχνη με τη μεγαλύτερη οικονομική διαπλοκή. Δηλαδή, ένας παραγωγός που βρίσκεται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, θα πουλήσει μια ταινία που ‘χει κάνει πάση θυσία. Εδωπέρα, ο νοών νοείτω. Αυτό που θέλω όμως να τονίσω είναι ότι η θητεία μου ως πρόεδρος στο Φεστιβάλ της Δράμας ήταν μια εξαιρετική εμπειρία. Είδα πάρα πολλές ταινίες και νομίζω ότι οι Έλληνες κινηματογραφιστές – λόγω της κρίσης ίσως, γιατί όταν υπάρχει μια πίεση, αυτή η πίεση σε κάνει να θες να ξεφύγεις και να πάρεις μια αναπνοή, όπως όταν σου κόβεται το οξυγόνο κάτω στη θάλασσα και πνίγεσαι και βγαίνεις και «αχχ αέρας», γιατί η τέχνη λειτουργεί ως εισπνοή καθαρού αέρα από το πνίξιμο κάτω από το νερό- έχουν δημιουργήσει εξαιρετικές ταινίες. Και πάλι το πιστεύω ότι η πίεση, δυστυχώς, βοηθά για να βγουν καλύτερα έργα, να εκφραστούν μέσω της τέχνης με ένα τρόπο εξαιρετικό τα απωθημένα που έχει ο άνθρωπος, που είναι απωθημένα όχι απλώς δικά του, αλλά προβλήματα γενικότερα μιας κοινωνίας.

Photo Sources

  • Προσωπικό αρχείο κύριου Πάντζη
  • Επίσημη σελίδα ταινίας «Η χαρά και η θλίψη του έρωτα» στο facebook

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΛΑΧΑΚΗ

1
Μοιράσου το