Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Silence, του Martin Scorsese

feature_img__silence-tou-martin-scorsese
Όταν καλείσαι να γράψεις για μια ταινία του Martin Scorsese συμβαίνει το εξής περίεργο: νιώθεις σαν κάποιος που μετά βίας «γρατζουνάει» πέντε συγχορδίες στην κιθάρα, και παρόλα αυτά αναλαμβάνει να μιλήσει για τη δουλειά ενός απαράμιλλου δεξιοτέχνη της εξάχορδης όπως ο Al Di Meola, για παράδειγμα. Ο Scorsese ζει και αναπνέει σινεμά, γνωρίζει την τέχνη του καλύτερα από τον οποιονδήποτε, τόσο βαθιά που να μην έχει ανάγκη την παραμικρή επιβεβαίωση ή επαλήθευση των ικανοτήτων του από κανέναν γραφιά.

Επειδή όμως διαλέξαμε (κάπως αλαζονικά, είναι η αλήθεια) να αποτιμούμε την αξία ταινιών, να απαριθμούμε τα θετικά και τα αρνητικά τους, να μετράμε το «βάρος» τους, έρχεται η στιγμή που, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα πρέπει να τοποθετηθούμε και σε σχέση με ένα νέο φιλμ του Μάρτυ. Και -εκ των πραγμάτων- να κριθούμε κι εμείς. Γιατί ο Scorsese έχει κερδίσει το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται με σεβασμό -όταν το ξεχνάς αυτό, είναι σαν να βρίσκεσαι εκτός θέματος ήδη από την αρχή του κειμένου σου.

Οφείλουμε, λοιπόν, πρωτίστως να ξεκαθαρίσουμε ότι είμαστε πολύ μικροί για να αξιολογήσουμε τη δουλειά του κι ότι δεν τίθεται το ζήτημα να αποφανθούμε για το αν αυτός ο τόσο μεγάλος Αμερικανός δημιουργός έκανε μια «καλή» ή μια «κακή» ταινία. Του είναι εντελώς αδύνατον να κάνει κακή ταινία, όπως ήταν αδύνατον να γράψει κακή ποίηση ο Eliot, να παράξει έστω και μια σελίδα κακής πρόζας ο Céline, να ζωγραφίσει ο Goya έναν κακό πίνακα ή να συνθέσει ο Bach κακή μουσική. Όταν πρόκειται για τόσο μεγάλους καλλιτέχνες, αυτό που πρέπει να αποσαφηνίσουμε είναι πολύ πιο λεπτό, πολύ πιο σύνθετο. Επιδιδόμαστε σε μια άλλου τύπου διερεύνηση, έχουμε να εντοπίσουμε τη γραμμή εκείνη που χωρίζει το καλό, ή έστω το εξαιρετικό, από το μεγαλειώδες, και να δούμε σε ποια πλευρά βρίσκεται το έργο.

Στα 00s, ο Scorsese μας έδωσε το “Gangs of New York”, το “Aviator” και το “Departed”, ταινίες οπωσδήποτε σημαντικές (το πιο ωραίο έργο του σε εκείνη τη δεκαετία, ήταν, βέβαια, ένα ντοκιμαντέρ για τον Bob Dylan, το “No Direction Home”) αλλά που δεν μπορούσαν να σταθούν δίπλα στα αριστουργήματά του των 70s και 80s. Έπειτα, τα τελευταία έξι χρόνια, είχαμε το “Shutter Island”, το “Hugo” και το “The Wolf of Wall Street”, εκ των οποίων μόνο το τελευταίο θύμιζε κάπως τον μεγάλο δημιουργό που ήταν κάποτε ο Scorsese. Ο σκηνοθέτης του εμβληματικού “Taxi Driver”, εξελισσόταν σε έναν ακίνδυνο βιρτουόζο, έναν λαμπρό περφεξιονιστή που δεν «ενοχλούσε» πια κανέναν.

Αρχίσαμε να μιλάμε, περισσότερο από όσο θα έπρεπε, για την εντυπωσιακά στιλβωμένη όψη των ταινιών αυτών (φωτογραφία, κουστούμια, καλλιτεχνική διεύθυνση, οπτικά εφέ), αντί να ασχολούμαστε με το περιεχόμενό τους. Ο άνθρωπος που έκανε το “Mean Streets”, το “Raging Bull”, το “The King of Comedy”, το “After Hours”, το “Last Temptation of Christ”, το “Goodfellas” και το “Cape Fear”, να επαινείται για τον τρόπο που αξιοποίησε το 3D στο “Hugo”; Σκεφτείται το για ένα λεπτό: ποιος θα καθόταν να ασχοληθεί με τη σκηνογραφία στο “Raging Bull”; Σε ποιον θα έμενε μυαλό να μιλήσει για κάτι τέτοιο μετά από μια τόσο σφοδρή φιλμική εμπειρία; Εν ολίγοις, ο Martin έδειχνε έτοιμος για να τοποθετηθεί σε κάποιο μουσείο. Αλλά ξέρετε τι γίνεται: τα μουσεία τα κατοικούν οι νεκροί.

Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, και θεωρώντας ότι έχω «ξεμπερδέψει» με τον Scorsese (τον λατρεύω όσο πάντα, αλλά πίστευα ότι δεν μου επεφύλασσε πια ιδιαίτερες εκπλήξεις), δηλαδή εντελώς απροετοίμαστος για αυτό που με περίμενε, ξεκίνησα για να παρακολουθήσω το “Silence”. Μπήκα στην αίθουσα επιφυλακτικός, στην πρώτη ώρα σήκωνα φρύδι ειρωνικά (που να ήξερα ο ανόητος) κι όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους ένιωθα σαν να είχε περάσει από πάνω μου αμαξοστοιχία. Τόσες αιχμηρές ιδέες, τέτοια κριτική επεξεργασία των πολιτικών, ηθικών, ψυχολογικών, εθνογραφικών, υπαρξιστικών διαστάσεων του προβλήματος της θρησκείας (και του θρησκευτικού ιμπεριαλισμού), τόσος πνευματικός κάματος και τέτοια αγωνία μεταφυσικής διερώτησης, σε ένα αμερικάνικο φιλμ, σχετικά μεγάλου κοινού -ε ναι, αυτός ο Scorsese μου είχε λείψει.

Κι αυτό που κάνει στο Silence, η συγκινητική μάχη που δίνει με τον Θεό (του), μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα ανάλογα εγχειρήματα των Bergman, Dreyer, Bresson, Malick, Dostoyevsky, Gide και Καζαντζάκη (εννοείται ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που νοηματικά βρίσκεται πολύ κοντά στον «Τελευταίο Πειρασμό» -το ότι την έκανε μετά τον «Λύκο της Wall Street» δε, είναι σχεδόν σκανδαλώδες). Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν πρόκειται για την καλύτερη ταινία του εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά σίγουρα είναι ό,τι πιο «ζόρικο», στοχαστικό, καλλιτεχνικά θαρραλέο, βαθύ και πολυεπίπεδο έχει κάνει από τα μέσα των 90′s.

Η κατασκευαστική αρτιότητα στις ταινίες του Martin, θεωρείται δεδομένη. Αυτό που (μου) έλειπε στις πρόσφατες δουλειές του, ήταν το βίαιο πάθος του καλλιτέχνη που παλεύει με οράματα, ιδέες και αισθήματα, η μεταφυσική αγωνιά, το υπαρξιακό λαχάνιασμα, η διάθεση για ρίσκα -αυτή η άγρια ορμή, η οποία γεννούσε κάθιδρα και ματωμένα αριστουργήματα. Στο “Silence” την ξαναβρήκα. Τούτο εδώ είναι έργο εκείνου του Scorsese, του ενστικτώδους, βασανισμένου δημιουργού, όχι του επιδέξιου διασκεδαστή, του δεξιοτέχνη παραμυθά που νοσταλγεί παιδικές ηλικίες κι αθωότητες (του σινεμά και τη δική του, σαφώς).

Μέσα από την ιστορία δύο ιησουιτών ιερέων που, στα μέσα του 17ου αιώνα, αποφασίζουν να ταξιδέψουν μέχρι την Ιαπωνία για να διασώσουν τον πνευματικό τους καθοδηγητή από το καθεστώς που καταδιώκει ανελέητα τους χριστιανούς και τους υποβάλλει σε φριχτά βασανιστήρια προκειμένου να απαρνηθούν τη θρησκεία τους, ο τεράστιος αυτός Αμερικανός δημιουργός ανοίγει λογαριασμούς με την πίστη του, το νόημα του ασκητισμού, την ηθική της ευθύνης απέναντι στον Άλλο, τον αθεϊσμό και την εξουσία.

Και παραδίδει ένα φιλμ που αναρωτιέται για τα πάντα και θέτει σε δοκιμασία τα πάντα -χαρακτήρες, αισθήματα, σκέψεις, ιδεολογικά συστήματα, θεολογικές απόψεις, ανθρωπισμούς και φανατισμούς, δόγματα κάθε μορφής- για να σε αφήσει στο τέλος ολομόναχο απέναντι στον εαυτό σου, την Σιωπή (ή τον ατέρμονο, άηχο Λόγο), τον Θεό (ή την απουσία του) και τον σκληρό αυτό κόσμο στον οποίο, αφού είσαι εδώ, πρέπει να αντιπαρατεθείς με την μόνη περιουσία σου: μια μικρούλα, περήφανη πεποίθηση που μπορείς να κρατάς στα χέρια εν είδει φυλαχτού και να συνεχίζεις, όταν όλα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν.

Ένας βαθύς προβληματισμός πάνω στην διφορούμενη έννοια του «αποστάτη», του προδότη, διαπερνάει από άκρη σε άκρη το “Silence” (θυμίζοντας, ως έναν βαθμό, το διήγημα του σπουδαίου Jorge Luis Borges, «Τρεις Εκδοχές του Ιούδα») . Ο ιερέας του Garfield μάς παρουσιάζεται μέχρι ένα σημείο σαν ένας νέος Χριστός (αυτό θέλει κι ο ίδιος να πιστεύει για τον εαυτό του), αλλά τελικά καταλήγει Ιούδας. Αυτός ο Ιούδας, όμως, ενδέχεται να προδίδει τον Κύριο από αγάπη (αλλά μια αγάπη πιο υψηλή, την αγάπη για τα δυστυχισμένα πλάσματα), να απαρνιέται τον Θεό για χάρη των ανθρώπων, πράγμα που οδηγεί σε μια άλλη σύλληψη της αγιοσύνης.

Ίσως η πιο σπαρακτική μορφή ταπεινότητας να σου χαρίζεται όταν παύεις να θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για το βασίλειο των ουρανών, και επιλέγεις να κυλιστείς στο βούρκο της γης, μαζί με τους βασανισμένους, ίσως, μας λέει το φιλμ του Scorsese, η πραγματική απάρνηση να συμπεριλαμβάνει την αντικατάσταση της «θεϊκής αποστολής» από τον επίγειο αγώνα. Κι ενώ ο Χριστός του Dafoe, επιστρέφει στον σταυρό για να πεθάνει, ο «Ιούδας» του Garfield, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να παραμείνει στη γη και πως η αυθεντική θυσία δεν πρέπει να γίνεται για να υπερασπιστεί τον Λόγο του Χριστού, αλλά για να δικαιώσει την καθημαγμένη σάρκα των ανθρώπων. Δεν υπάρχει αντίφαση στη λογική του Scorsese όμως. Και οι δύο διαλέγουν τον δύσκολο δρόμο, τον ανήφορο, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης.

Το “Silence”, βέβαια, δεν είναι αποκλειστικά υπαρξιστικό (όπως το “The Last Temtation of Christ”), δεν μιλάει δηλαδή μόνο για την προσωπική περιπέτεια και το δράμα του να πρέπει να νοηματοδοτήσεις μόνο σου τη ζωή (άρα και τα μαρτύρια που την συνοδεύουν) και να προσδώσεις έναν πυρήνα σημασίας στον Πόνο, όταν ο Θεός μένει αμέτοχος και βουβός, είναι κι ένα πολιτικό φιλμ. Επιχειρηματολογεί νιτσεϊκά (ο νιτσεϊσμός είναι παρών στον Scorsese και σε άλλες απ” τις σπουδαίες ταινίες του: εκτός του καζαντζακικού αριστουργήματος, δείτε επίσης το “Goodfellas” και το “Cape Fear”), διαπιστώνοντας ότι κάθε λαός δημιουργεί τους θεούς που έχει ανάγκη, βλέπει πως κάθε μορφή καθολικής αλήθειας (μια ακόμα μεταμφίεση της εξουσίας) περιμένει να εξελιχθεί σε τυραννία.

Προβληματίζεται για την αλαζονεία που εμπεριέχει η επιθυμία μας να εντάσουμε τους άλλους στα δικά μας συστήματα αξιών αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητές τους που μπορεί να τους καθιστούν αλλεργικούς σε αυτά, αναδεικνύει την θεμελιώδη διαφορά θρησκευτικού αισθήματος και οργανωμένης θρησκείας (αγάπη, ευσπλαχνία και ευγένεια από την μια πλευρά, μίσος, αναλγησία και βαρβαρότητα απ” την άλλη), και καταλήγει σαρκαστικά στο συμπέρασμα ότι οι οργανωμένες θρησκείες, παρά τις όποιες διαφορές τους, μοιάζουν σε ένα βασικό πράγμα: στην αγριότητα με την οποία επιχειρούν να επιβάλλουν την κοσμοθεωρία τους. Κάθε θρησκεία δεν κάνει τίποτα άλλο από το να λειτουργεί ως μεταφυσικός μανδύας, φυσικών, κοινωνικών, πολιτικών δυνάμεων και εξουσιαστικών πρακτικών.

Όλο αυτό το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα στοχασμών (πρόκειται, κατά βάση, για ένα φιλμ ιδεών που στόχο έχει να προκαλέσει προβληματισμούς και συζητήσεις), ο Scorsese το τοποθετεί σε γερά αισθητικά θεμέλια -περιττό να αναφερθούμε στους κλασσικά άψογους τεχνικούς τομείς-, ενώ σκηνοθετικά είναι πιο «μαζεμένος» από ποτέ. Μια σχεδόν ασκητική κινηματογράφιση (από την οποία απουσιάζει εντελώς η μουσική επένδυση -ένα προφανές σύμβολο της σιωπής του Θεού, αφού η μουσική συντροφεύει, παρηγορεί, μεταρσιώνει, δίνει την αίσθηση ότι το Κενό είναι γεμάτο με Κάτι, ως τέχνη μεταφυσική, παρέχει ιδιότητες και σχήμα στο Αόρατο: αν υπήρχε soundtrack, πώς θα μπορούσε να αποδοθεί επακριβώς το ψυχικό μαρτύριο αυτών των ανθρώπων που παλεύουν, κόντρα σε ό,τι τους έμαθαν, σε ό,τι ήλπισαν και πίστεψαν με όλη τους την καρδιά, να αποδεχτούν το καταπλακωτικό Τίποτα που περικυκλώνει την ύλη) χωρίς την παραμικρή στυλιστική υπερβολή.

Απαλλαγμένη από τον οπτικό στόμφο ταινιών όπως το “Shutter Island” και το “Hugo”, ένας ρυθμός αργός, υποβλητικός, σε πλήρη αντιδιαστολή με την φρενίτιδα του “The Wolf of Wall Street”, μια βραδυφλεγής, μετρημένη αφηγηματική ανάπτυξη κι ένας επιβλητικός -αλλά ποτέ πομπώδης- εικαστικός τόνος που φέρνει στον νου από Kurosawa, Herzog και Coppola μέχρι David Lean, μετατρέπουν το “Silence” στο πιο λιτό και δωρικό έργο του Scorsese εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η στραφταλιζέ λάμψη του περιτυλίγματος που χαρακτήριζε τη φιλμογραφία του για πάνω από μια δεκαετία, έχει πάει περίπατο, κι έμεινε μόνο η ουσία. Πραγματικά, έχουμε να κάνουμε με ένα κατανυκτικό έργο τέχνης.

Δεν λείπουν εντελώς τα προβλήματα -ερμηνευτικές αστοχίες εδώ κι εκεί, σκηνές που χρονοτριβούν αδικαιολόγητα, μια αδυναμία να μας εμπλέξει συναισθηματικά η ταινία μέχρι τα μισά της περίπου, κάποια αχρείαστα μελοδραματικά ξεσπάσματα- αλλά μπροστά σε μια τέτοια επάνοδο του Martin Scorsese στο μεγάλο σινεμά (γιατί το “Silence” είναι αυτό ακριβώς, μεγάλο σινεμά, κι όπως καθετί το μεγάλο δικαιούται να είναι ΚΑΙ προβληματικό) όλα αυτά δεν είναι παρά λεπτομέρειες. Ο δημιουργός που αγαπήσαμε, όπως οι ήρωές του, επιλέγει μετά από χρόνια, τον δύσκολο δρόμο, τον ανήφορο. Δεν έχουμε παρά να υποκλιθούμε.

Silence, του Martin Scorsese
Είδος: Ιστορική, Δραματική
Διάρκεια: 161'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Γιάννης Σμοΐλης
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το