Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

Sam Mendes: Ο αιώνιος σκηνοθέτης του "American Beauty"

feature_img__sam-mendes-o-aionios-skinothetis-tou-american-beauty
Τελειομανής, προσεκτικός, με έμφαση στη λεπτομέρεια, ο σκηνοθέτης που μας συστήθηκε με το “American Beauty” και μας κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον με τις επόμενες ταινίες του, κλείνει σήμερα τα πενήντα του χρόνια. 

Ο Sam Mendes είναι ξεχωριστή περίπτωση σκηνοθέτη, γιατί κατάφερε αυτό που δεν έχουν πετύχει παρά ελάχιστοι σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου: έκανε πάταγο από την πρώτη του κιόλας ταινία. Το 1999 ήταν η χρονιά του “American Beauty”: βραβεία, Όσκαρ, αποθεωτικές κριτικές -και όχι άδικα. Ο Mendes με την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά κατάφερε να κερδίσει κοινό και κριτικούς, να μας χαρίσει ένα αριστούργημα και να δώσει ένα πολύ ξεχωριστό σκηνοθετικό στίγμα.

Έκτοτε, μας χάρισε άλλες έξι ταινίες, όλες ενδιαφέρουσες, όλες μαεστρικά σκηνοθετημένες, όλες άξιες λόγου: “Road to perdition”, “Jarhead”, “Revolutionary Road”, “Away We Go” και φυσικά οι ταινίες με τον James Bond, “Skyfall” και “Spectre”, που τον έφεραν δυναμικότερα από ποτέ στο επίκεντρο της προσοχής. 

Αν έπρεπε να αποδώσουμε έναν χαρακτηρισμό για κάθε σκηνοθέτη, για τον Mendes νομίζω θα διαλέγαμε τον εξής: τελειομανής. Ο Mendes σε κάθε του έργο δημιουργεί ένα μικρό σύμπαν, στο οποίο τοποθετεί πολύ προσεκτικά τα κομμάτια της κάθε σκηνής, μέχρι να μας παραδώσει ένα άψογο αποτέλεσμα, χωρίς ψεγάδια, χωρίς ατέλειες, χωρίς παραφωνίες.

Ωστόσο, ο Mendes παραμένει μέχρι σήμερα ο σκηνοθέτης του “American Beauty”, αφού καμιά από τις επόμενες ταινίες του δεν κατάφερε να φτάσει -πολύ περισσότερο να ξεπεράσει- το καλλιτεχνικό επίπεδο της πρώτης του ταινίας. Γιατί μπορεί η αρτιότητα να είναι το ζητούμενό του, κάθε φορά, όμως στο “American Beauty” προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. 

Αν η πρώτη του ταινία είναι η πιο πολυσυζητημένη του 1999 και κάτοχος πέντε Όσκαρ αυτό μάλλον οφείλεται -μεταξύ άλλων- στην καθαρή της ατμόσφαιρα. Το σύμπαν του “American Beauty” είναι τόσο τακτοποιημένο, τόσο καλοστημένο, που στο τέλος φαίνεται ψυχρό και αποστειρωμένο, σχεδόν ψυχαναγκαστικό. Όμορφα πλάνα, καλοσυγυρισμένα δωμάτια, προσεκτικές κινήσεις των ηρώων, τάξη και απλότητα. Η αίσθηση που αποπνέει η ταινία ταιριάζει υπέροχα με τον κυνισμό που χαρακτηρίζει τους ήρωες, ενώ παράλληλα, και κατά έναν ειρωνικό τρόπο, έρχεται κόντρα στα θυελλώδη συναισθήματα των πρωταγωνιστών και στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα που διαπραγματεύεται το φιλμ.

Ο Mendes μάς χαρίζει μια πολύ δυνατή ιστορία, χωρίς να το διατυμπανίζει. Μας ταρακουνάει, αλλά το κάνει με έναν τρόπο ήρεμο, πράο, αργό, σαν να σηκώνει τα χέρια ψηλά, σαν να μην ευθύνεται ο ίδιος για τα συναισθήματα που μας προκαλεί η ταινία. Αυτός απλώς κρατάει τα νήματα και τα πάντα κινούνται ρυθμικά από μόνα τους, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. 

Σε καμία από τις επόμενες ταινίες του δε συναντούμε σε τόσο έντονο βαθμό την «τακτοποιημένη» αυτήν απλότητα, εκτός, ίσως, από το “Revolutionary Road”: η πολυσυζητημένη επανένωση των Leonardo DiCaprio και Kate Winslet σε ένα κοινωνικό δράμα που διαδραματίζεται στα 50s, όπου οι ήρωες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις υπαρξιακές τους αναζητήσεις και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Βαδίζοντας στα σκηνοθετικά χνάρια του “American Beauty” και αναπλάθοντας εκείνη την ατμόσφαιρα, έχουμε ένα φιλμ με δυνατές ερμηνείες, άψογα πλάνα, πολύ δυνατό story. Πραγματικά, πρόκειται για μια ταινία χωρίς λάθη και χωρίς ατέλειες. Δυστυχώς, όμως, η ταινία δεν πείθει, δε συγκινεί, δεν κερδίζει τις εντυπώσεις. 

Ο Sam Mendes, δικαίως, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο χαρισματικούς σκηνοθέτες του Hollywood. Σε αυτούς που ξεχωρίζουν, σε αυτούς που έχουν το προσωπικό τους σκηνοθετικό ύφος. Ίσως, όμως, να ανέβασε από την αρχή τον πήχη πολύ ψηλά. Και θα θέλαμε πολύ να τον δούμε να τον ξεπερνάει για ακόμα μία φορά. 

1
Μοιράσου το