Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Promised Land του Gus Van Sant

feature_img__promised-land-tou-gus-van-sant
Σίγουρα όλοι έχει τύχει κάποια στιγμή να διαβάσετε τη λεγόμενη κριτική-θάψιμο. Ο όρος είναι αδόκιμος και αναφέρεται στην κακή ή αδιάφορη ταινία, για την οποία ο κριτικός φροντίζει με απαράμιλλο ζήλο να εκφράσει τα χειρότερα. Δεν προσπαθώ να γεμίσω λέξεις το κείμενο χωρίς λόγο. Περισσότερο σας προετοιμάζω για την ακόλουθη κριτική μίας ταινία που κατορθώνει (περί κατορθώματος πρόκειται) να είναι ταυτόχρονα «κακή» και αδιάφορη.

Η συνεργασία Matt Damon/Gus Van Sant επανέρχεται στο προσκήνιο μετά το επιτυχημένο“Good Will Hunting”. Μάλιστα οι αρμοδιότητές τους παραμένουν οι ίδιες, παρόλο που αρχικά ο Damon προοριζόταν για σκηνοθέτης της ταινίας. Ο τελευταίος γράφει το σενάριο (σε συνεργασία με τον συμπρωταγωνιστή του, John Krasinski, που πρωταγωνίστησε επίσης στο καταπληκτικό “Away We Go”) και ο Van Sant σκηνοθετεί. Η υπόθεση της ταινίας είναι απλή: ο Στηβ (Matt Damon) καταφθάνει σε μια φτωχή, αμερικάνικη αγροτική πόλη, χτυπημένη από την οικονομική ύφεση και με τη βοήθεια της συναδέλφου του Σου (Frances McDormand) προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους να του παραχωρήσουν τα δικαιώματα γεώτρησης. Όλα αυτά για λογαριασμό της εταιρίας κολοσσού, την οποία εκπροσωπεί. Τα πράγματα περιπλέκονται αρκετά όμως, λόγω της εναντίωσης ενός δασκάλου της περιοχής στο όλο εγχείρημα (Hal Holbrook) και της εμφάνισης ενός εκπροσώπου μίας περιβαλλοντικής οργάνωσης (John Krasinski).

Το θέμα του φιλμ είναι αρκετά επίκαιρο, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Εταιρίες μαμούθ στέλνουν στρατιές υπαλλήλων τους σε επαρχιακές πόλεις ή χωριά με στόχο να πείσουν τους κατοίκους, να παραχωρήσουν τη γη τους έναντι ενός χρηματικού αντιτίμου, ώστε να πραγματοποιηθεί η διαδικασία εξόρυξης φυσικού αερίου, γνωστή και ως “fracking.” Δυστυχώς η ταινία επιλέγει να υπεραπλουστεύσει τα πράγματα. Αναλώνεται σε όρους καλού-κακού (από τη μια η εταιρία κι από την άλλη οι απλοί άνθρωποι της επαρχίας που προβάλλονται ως άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου) και χρησιμοποιεί το διδακτισμό σαν όπλο υποτιθέμενης αφύπνισης. Δεν μιλάμε ούτε καν για την υποφερτή μορφή του διδακτισμού, τύπου “Lincoln.” Αναφερόμαστε στον ενοχικό, ύπουλο διδακτισμό. Όταν νιώθεις τον δημιουργό της ταινίας να σου κουνάει το δάχτυλο μέσα στη μούρη. Αποκορύφωμα ο δακρύβρεχτος και γεμάτος αφέλεια μονόλογος του πρωταγωνιστή προς το τέλος της ταινίας που δεν διστάζει να αντιταχθεί στις επιταγές των εργοδοτών του, ώστε να υπερασπιστεί τους ανθρώπους που είχε σταλεί να ξεγελάσει. Κι αν αυτό δεν σας είναι αρκετό, το περιτύλιγμα της συγκεκριμένης σκηνής αποτελεί ένα από τα πιo αισχρά κλισέ στην ιστορία του σινεμά. Όπου ο πρωταγωνιστής, μεγαλωμένος όπως οι άνθρωποι που έχει τώρα απέναντί του, ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει το δρόμο του σε αυτή τη ζωή. Έτσι «γίνεται καλός», τα βρίσκει με τον εαυτό του και ενημερώνει τους κατοίκους για τις βλαβερές συνέπειες του εγχειρήματος, δίχως να νοιάζεται για τη διαφαινόμενη απόλυσή του.

Ακόμη, μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός, ότι παρόλο που η ταινία πατάει σε λάθος βάσεις, είναι αδύνατο να εντοπίσεις κάτι που ίσως τη «σώσει». Ο Matt Damon είναι μέτριος στο ρόλο του, όπως επίσης και το υπόλοιπο καστ. Η μουσική επένδυση σχεδόν ανύπαρκτη. Η σκηνοθεσία του Van Sant είναι άνευρη και διεκπεραιωτική σε σημείο να διερωτόμαστε αν πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που δημιούργησε το “Elephant”.

Προσωπικά σιχαίνομαι τις ακραίες απόψεις, ιδιαίτερα όσον αφορά το σινεμά. Κι ενώ είμαι ορκισμένος εχθρός της φράσης «αυτή την ταινία μη τη δεις», καθώς πιστεύω ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά αυτό που βλέπει, οι κύριοι Van Sant και Damon με αναγκάζουν να κλείσω ακριβώς έτσι το κείμενο μου. «Αυτή την ταινία μη τη δεις».

1
Μοιράσου το