Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Πρέπει να μιλήσουμε κ. Τρούμαν

feature_img__prepei-na-milisoume-k-trouman
Τυχαία μπήκα στο βιβλιοπωλείο, τυχαία έπεσε το μάτι μου πάνω στο βιβλίο και καθόλου τυχαία μ’ έβαλε σε ανυπόφορες σκέψεις. Ο λόγος για την συλλογή διηγημάτων του Truman Capote, “Music for Chameleons” («Μουσική για Χαμαιλέοντες», Εκδόσεις «Καστανιώτη»).

Είχε ήδη παρθεί η απόφαση μ’ ένα αντικειμενικότατο «αμπεμπαμπλόμ» ότι θα διαβάσω ένα άλλο βιβλίο. «Καλύτερα να το αφήσω στα χέρια της τύχης, παρά να μου κακιώσουν τα υπόλοιπα βιβλία στην βιβλιοθήκη μου», σκέφτομαι η τρελή. Παρ’ όλα αυτά, κάτι μέσα μου μ’ έκανε ν’ αρπάξω το βιβλίο του Capote και να που ήδη βρισκόμουν να διαβάζω το εισαγωγικό σημείωμα, μία εκ βαθέων εξομολόγηση του συγγραφέα σε πρώτο άμεσο και σοκαριστικό πρόσωπο. Τι είχε να πει το πρόσωπο αυτό…;

Για να είμαστε ακριβείς, ο κ. Truman δε μου «είπε» από μόνος του τίποτα. Όπως είθισται να συμβαίνει με κάθε τι που μας εκφράζει και εν συνεχεία μας απελευθερώνει, έτσι κι σε αυτή την περίπτωση, εγώ και ο Truman Capote βρεθήκαμε να κάνουμε έναν συγκινητικό διάλογο. Νοερό μεν, διάλογο δε. Εγώ προβληματισμένη τον ρώτησα, «και πως ξεκίνησαν όλα αυτά τα θαυμαστά συγγραφικά σου κατορθώματα κ. Τρούμαν;» κι εκείνος μου απάντησε αναπολώντας, «μία μέρα, άρχισα να γράφω χωρίς να ξέρω ότι έτσι γινόμουν σκλάβος εφ’ όρου ζωής σ’ έναν ευγενή μεν αλλά άσπλαχνο αφέντη. Όταν ο θεός σου δίνει ένα ταλέντο, σου δίνει κι ένα μαστίγιο που το ‘χεις μόνο για να αυτομαστιγώνεσαι» (σελ. 9, Πρόλογος). Εγώ τότε τραβήχτηκα ασυναίσθητα προς τα πίσω, έκπληκτη από το καινούριο αυτό απόφθεγμα. «Ναι, έτσι είναι αγαπητέ κύριε», αναφώνησα, σκεπτόμενη το γλυκό βάσανο της συγγραφής. Με κάθε γέννα, έρχεται και ο αβάσταχτος πόνος και με κάθε παράγραφο, έρχεται η ανασφάλεια, η αμφιβολία, η αυτοκριτική, οι τρεις ανελέητες φίλες κάθε επίδοξου συγγραφέα.Μα, ο προκλητικός μου συνομιλητής δε με λυπάται, παρά την ωχρή μου πλέον όψη και συνεχίζει να με τρομοκρατεί. «Έπαψε να είναι διασκεδαστικό [η συγγραφή] όταν ανακάλυψα τη διαφορά μεταξύ καλής γραφής και κακής γραφής, και μετά έκανα άλλη μία, ακόμα πιο ανησυχητική, ανακάλυψη, της διαφοράς μεταξύ της πολύ καλής γραφής και της αληθινής τέχνης, που είναι λεπτή αλλά αδυσώπητη. Και ύστερα το μαστίγιο έπεσε!». Κάπου εδώ είχε παγώσει το αίμα μου. Ο άνθρωπος απέναντί μου είναι διορατικός, δε χωράει αμφιβολία πλέον. Το πραγματικό βασανιστήριο για κάποιον που παράγει καλλιτεχνικό έργο είναι όντως η συνειδητοποίηση του πότε κάτι είναι πολύ καλό και πότε είναι αριστουργηματικό. Τότε πέφτει το μαστίγιο για το οποίο μας μιλάει και ο Capote. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, οι απαιτήσεις αυξάνονται, οι ανασφάλειες μεγεθύνονται, αλλά ευτυχώς για όλους μας αναζωπυρώνεται συγχρόνως και το δαιμόνιο ταλέντο. Με άλλα λόγια, αυτό για το οποίο μου μιλούσε ο κ. Τruman, ήταν η «ενηλικίωση» του καλλιτέχνη.Μία άλλη ξαφνική συνειδητοποίηση γίνεται εντός μου. Ο αξιέπαινος συνομιλητής μου δε μου τα εξομολογείται όλα αυτά για να με τρομοκρατήσει. Αντιθέτως, θέλει να μου δείξει το καλοδεχούμενο βάρος που πρέπει να σηκώσει κανείς, ώστε να δημιουργήσει. Είναι η υποχρέωση του καλλιτέχνη απέναντι στην τέχνη. Η όμορφη υποχρέωση! Σχεδόν ψιθυρίζοντας μου απαριθμεί τις πνευματικές επιβραβεύσεις που περιμένουν αυτόν που τολμά και δημιουργεί! Σα να κοιτάω μέσα από κλειδαρότρυπα, αφήνω τον κυβερνοχώρο να με ταξιδέψει στα μεγάλα έργα του Τruman Capote. Από το “Other Voices, Other Rooms” (1948), μεταπηδώ στο “Breakfast at Tiffany’s” (1958), στο βραβευμένο “In Cold Blood” (1965) και κάνω μία στάση στο “Music for Chameleons” (1980).

Αφού χόρτασα το μυαλό μου με ωραία καλλιτεχνικά έργα, επιστρέφω στη συζήτηση μου με τον κ. Truman με νέα ορμή αυτοπεποίθησης. Δε με τρομάζουν πια αυτά που μου εξηγεί. Σαφώς υπάρχει ρίσκο, φόβος για αποτυχία και ανασφάλεια λόγω δημόσιας έκθεσης όταν δημιουργούμε κάτι και θέλουμε να το μοιραστούμε με τον κόσμο, αλλά όσο κι αν αυτό το στενό μονοπάτι, που οδηγεί στην ευτυχία της δημιουργίας, είναι πότε εξαντλητικό, πότε μοναχικό και πότε απογοητευτικό, είναι παράλληλα γεμάτο απολαύσεις και συγκινήσεις. Σε ρωτώ λοιπόν… δεν αξίζει να το περπατήσεις; «Ναι» , μου απαντάει ο συνομιλητής μου όλο σιγουριά και δύναμη. «Αλλά στο μεταξύ είμαι εδώ, μόνος μες το σκοτάδι της τρέλας μου, ολομόναχος με την τράπουλά μου… και φυσικά με το μαστίγιο που μου έδωσε ο Θεός» (σελ. 18, Πρόλογος).

Η «Μουσική για Χαμαιλέοντες» είναι μία συλλογή από 13 ξεχωριστά διηγήματα και μία νουβέλα, τα οποία σου δίνουν την αίσθηση ότι διαβάζεις κρυφά το ημερολόγιο ενός συναρπαστικού ανθρώπου. Η γενικότερη ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου είναι σα να κάθεσαι σε μία γωνιά και να παρακολουθείς, σχεδόν ηδονοβλεπτικά, τις αλλόκοτες ιστορίες που σου εξιστορεί ο Truman Capote με το χαρακτηριστικό ζωηρό του ύφος. Ίσως για κάποιους, μερικές από τις ιστορίες να μη δείχνουν να έχουν κάποιο νόημα, ίσως να φαντάζουν απλές ή μονοδιάστατες, αλλά για τους λάτρεις των ρεαλιστικών διηγημάτων θα είναι μία εξαιρετική επιλογή. Και μην αυταπατάσαι… ένας συγγραφέας πάντα κρύβει κάτι κάτω απ’ το χαλάκι των προτάσεών του.

A.

Ιστορίες που ξεχώρισα: «Μουσική για Χαμαιλέοντες», «Ένα Φως σ’ ένα Παράθυρο», «Φέρετρα σκαλισμένα στο χέρι», «Παράτολμο Εγχείρημα», «Νυχτερινές Στροφές ή Πώς Κάνουν τα Σιαμαία Σεξ» .

Κάτι που αξίζει να μάθεις (ή όχι): Ο Truman Capote ξεκίνησε να γράφει στα 8 του χρόνια. Και κάτι ακόμα… το βιβλίο του “In Cold Blood” βασίζεται εξ ολοκλήρου στην έρευνα του συγγραφέα για τους πραγματικούς φόνους ενός ζευγαριού και των δύο εκ των τεσσάρων παιδιών του, το 1959 στο Κάνσας.

O Truman Capote στο Κάνσας, 1967

Photo Sources

  • http://www.monroegallery.com/showcase/35
  • http://www.burningsettlerscabin.com/?tag=truman-capote
1
Μοιράσου το