Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, του Edouard Louis

feature_img__poios-skotose-ton-patera-mou-tou-edouard-louis
Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο αναρωτιέται, γιατί να ασχοληθεί ένας νέος συγγραφέας με τη σχέση πατέρα-γιου, όταν έχουν ήδη ειπωθεί τόσο πολλά επί του θέματος, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην τέχνη εν γένει. Γιατί αυτή η θεματική επανέρχεται; Γιατί οι λογοτέχνες συνήθως είναι άνδρες και αστοί. Γιατί στη σημερινή κοινωνία η πρόσβαση στην μόρφωση, άρα και στη δυνατότητα να ξεδιπλωθεί κανείς ως συγγραφέας, έχει κριτήρια ταξικά και έμφυλα. Σε αυτήν την κοινωνία όμως αντιστέκεται ευθέως ο Edouard Louis με το συγγραφικό του έργο, ουρλιάζοντας για ό,τι οι κανόνες αισθητικής θέλουν ανείπωτο. Γι’ αυτό και η δική του συμβολή στην λογοτεχνική προσέγγιση της σχέσης πατέρα-γιου είναι μείζονος σημασίας. Γι’ αυτό και το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» αποτελεί απαραίτητο κεφάλαιο σε ό,τι θέλουμε να αποκαλούμε σύγχρονη λογοτεχνία.

Το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που εξαρχής προκάλεσε έντονη αίσθηση. Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας -και πρωτόλειο του συγγραφέα- «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2014. Αποτέλεσε γρήγορα εμπορική επιτυχία, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε είκοσι χώρες, αλλά και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αντίποδες το 2018 (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης). Το επόμενο βιβλίο του Louis «Ιστορία της Βίας» εκδόθηκε το 2016 στη Γαλλία και στην Ελλάδα το 2019 (Αντίποδες, μτφρ Στέλα Ζουμπουλάκη), ενώ την ίδια χρονιά ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το πρώτο του βιβλίο. Μάλιστα, την ίδια περίοδο ο Edouard Louis επισκέφθηκε την Ελλάδα για να μιλήσει για το έργο του.

Ο βασικότερος λόγος της επιτυχίας της τριλογίας και της έντονης συζήτησης περί αυτής, είναι ο αυτοβιογραφικός της χαρακτήρας, αφού στα τρία βιβλία καθρεφτίζεται η προσωπική ιστορία του ίδιου του συγγραφέα. Στο πρώτο βιβλίο αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια και στο πώς «μεταμορφώνεται» από Εντύ Μπελγκέλ σε Εντουάρ Λουί. Ο Λουί, μεγαλώνοντας ως ομοφυλόφιλο αγόρι μιας οικογένειας εργατών στη Β. Γαλλία, αντιμετωπίζει το ρατσισμό και τη φτώχεια. Η κοινωνική του τάξη του και ο σεξουαλικός του προσανατολισμός αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια στην επίτευξη των ονείρων του, γι' αυτό και ο Εντύ γίνεται Εντουάρ, ενώ η μόρφωση φαντάζει για εκείνον να είναι το μόνο όχημα προς την κοινωνική ανέλιξη, άρα και την ελευθερία της αστικής ζωής μακριά από την επαρχία. Η «Ιστορία της Βίας» θα ασχοληθεί με την πραγμάτωση του ονείρου αυτού, καθώς ο πρωταγωνιστής κάνει σπουδές στις κοινωνικές επιστήμες και μετακομίζει στο Παρίσι. Για να μην προδώσουμε την πλοκή του βιβλίου, αρκούμαστε να πούμε ότι το όνειρο της ελευθερίας στο αστικό περιβάλλον θα καταβαραθρωθεί από την αρχή του βιβλίου με τον πιο βίαιο τρόπο. Ο Γάλλος συγγραφέας, ως μορφωμένος αστός, βιώνει την χειρότερη μορφή βίας και με την αυτήν την εμπειρία και το τραύμα που γεννήθηκε από αυτήν, ασχολείται και στο πρώτο του βιβλίο, χωρίς όμως να καταφεύγει στο μελόδραμα. Το μήνυμά του είναι πολιτικό. Φωνάζει ότι για τους κοινωνικά καταπιεσμένους, η πίστη στη δυνατότητα απελευθέρωσης από τον κοινωνικό αποκλεισμό δεν είναι παρά ψευδαίσθηση:

...δεν καταλάβαινα πως η συμπερίληψη είναι η προϋπόθεση του αποκλεισμού, ότι είναι ένα και το αυτό, και ακόμη ότι, ίσως, ο αποκλεισμός προηγείται της συμπερίληψης, τουλάχιστον έτσι όπως ο αποκλεισμός μου αποκαλυπτόταν καθ’ εαυτόν, πρώτος στη σειρά της συνείδησής μου, ως πεπρωμένο στο οποίο συμπεριλαμβανόμουν, ως η ιστορία από την οποία δεν είχα πια το δικαίωμα να αποσπάσω τον εαυτό μου

Μετά το τραύμα επέρχεται η κάθαρση. Στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» ο Εντουάρ επιστρέφει στο χώρο που μεγάλωσε ως Έντυ για να επισκεφθεί τον πατέρα του. Εκείνος δεν είναι νεκρός, αλλά ζει μια ζωή ανάξια να βιωθεί, όπως θα έλεγε ο Agamben*. Η μέση του έχει καταστραφεί από τα πολλά χρόνια δουλειάς στα εργοστάσια, αλλά οι αντικοινωνικές πολιτικές του Σαρκοζί, αντί να τον βοηθήσουν, έφεραν μόνο την επιδείνωση του προβλήματος· τον «σκότωσαν», με αποτέλεσμα την καθήλωση στο κρεβάτι… (θέμα που θιγεί εξαιρετικά στον κινηματογράφο και ο K. Loach στο “ I, Daniel Blake”). «Αναφωνώντας» έτσι «ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», ο Edouard Louie θέλει καταρχάς να καταγγείλει τις βάρβαρες πολιτικές της οικονομικής κρίσης, αλλά και να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα του για να καλύψει μια προσωπική του ανάγκη· να μπορέσει να επουλώσει ένα τραύμα, αυτό της σχέσης του με εκείνον, αλλά και για να γνωρίσει από την αρχή τον ίδιο του τον εαυτό («το να γράψω την ιστορία της ζωής του σημαίνει να γράψω την ιστορία της απουσίας μου»).

To σύνολο της αφήγησης επαναφέρει εικόνες γνωστές ήδη από το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», μόνο που αυτή τη φορά κυριαρχεί η προσπάθεια συμφιλίωσης με τον πατέρα. Χωρίς να προσπαθεί να ξεχάσει τη βία που εισέπραξε από τον ίδιο του τον πατέρα και να τον αθωώσει, πλέον συνειδητοποιεί και αφηγείται το πώς ο πατέρας του ήταν θύτης και θύμα ταυτόχρονα («Ήσουν εξίσου θύμα της βίας που ασκούσες όσο και εκείνης που δεχόσουν»). Πηγή της βίας που υπέστη ήταν η τοξική αρρενωπότητα. Τώρα, λόγω του «παιδικού του σώματος» (λόγω της ακινησίας) ο πατέρας δεν μπορεί πια να ασκήσει βία, έχοντας εκπέσει από τον ρόλο του κραταιού πατέρα που επιπλήττει τον γιο του για κάθε εκδήλωση θηλυκότητας (βλ. και φιλοσοφικές προεκτάσεις – επιτελεστικός ρόλος το σώμα στην προσωπική ταυτότητα). Γι’ αυτό και η κάθαρση είναι πλέον δυνατή: ο γιος μπορεί να αγνοήσει το δίκαιο μίσος του, να ξαναγνωρίσει τον άνθρωπο πίσω από τη φιγούρα του πατέρα, ίσως με τον τρόπο που θα ήθελε εκείνος να τον γνωρίσει.

Αλλά και ο πατέρας του εκφράζεται διαφορετικά πλέον. Του τονίζει ότι πριν γίνει πατέρας, επέτρεπε στον εαυτό του να χορέψει, ακόμη και να ντυθεί γυναίκα («με έκανε να καταλάβω πως ήσουν άλλος κάποτε» τονίζει ο συγγραφέας). Επίσης δεν ντρέπεται πια για τον γιο του ούτε και τον αποθαρρύνει, αλλά δηλώνει περήφανος γι' αυτόν. Ίσως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι κάποτε ο ίδιος γιόρταζε για τον θάνατο του δικού του πατέρα, ενός πατέρα που χτυπούσε τη γυναίκα του… Η βία γεννά βία.

Πλησιάζοντας προς το τέλος, το κείμενο γίνεται εντονότερα πολιτικό ή, ορθότερα, καταγγελτικό. Αναφέρονται οι εκάστοτε πολιτικοί και τα προγράμματα που εφάρμοσαν, εξαιτίας των οποίων ο πατέρας οδηγήθηκε σε αυτή την κατάσταση. Εξού και ο τίτλος. Στο κείμενο ο συγγραφέας «ουρλιάζει»: «Γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ αυτά τα ονόματα;» – «θέλω να γραφτούν τα ονόματά τους στην Ιστορία από εκδίκηση».** Η αφήγηση είναι τόσο φορτισμένη συναισθηματικά που ένα μέρος της κριτικής αντιμετωπίζει αυτό το κομμάτι του βιβλίου ξεχωριστά από το υπόλοιπο, με την κατηγορία της πολιτικής ρητορικής.

Μόνο που αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του συγγραφέα – η λογοτεχνία που οραματίζεται είναι καθαρά πολιτική. Όταν «για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής» (βλ. και οπισθόφυλλο), για τον ίδιο η λογοτεχνία πρέπει να προσεγγισθεί με όρους πολιτικής (έχει άλλωστε συνυπογράψει μανιφέστο για τον πολιτικό ρόλο της διανόησης). Η λογοτεχνία δεν πρέπει να υπηρετεί μονάχα το «υψηλό» αλλά να αντικατοπτρίζει την κανονική ζωή στην ωμότητά της, αναφερόμενη σε όσους βίαια αποκλείονται λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, κοινωνικής τάξης κ.λπ· πρέπει να μιλήσει και γι΄αυτές τις ζωές, και να είναι προσβάσιμη και σε όσους δεν έχουν επαφή με τη λογοτεχνία, σε όσους δεν είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν***. Αυτή είναι και η καλλιτεχνική επαναστατικότητα του συγγραφέα: αντί να κρύβεται πίσω από την αισθητική αξία των λέξεων και του κειμένου, ουρλιάζει ευθέως για ό,τι θέλει να καταγγείλει.

Δεν πρέπει να ουρλιάξουμε; Δεν φοβάμαι να λέω τα ίδια και τα ίδια γιατί αυτό που γράφω, αυτό που λέω, δεν υπακούει στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας αλλά σε εκείνες της ανάγκης και του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς.

Για όλους τους παραπάνω λόγους κάθε είδους αντικειμενική κριτική στο βιβλίο είναι αναπόφευκτα ελλιπής. Δεν μπορούμε απλά να αντιμετωπίσουμε τον Edouard Louie ως έναν σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό λογοτέχνη, γιατί δεν είναι μόνο λογοτέχνης. Το έργο του είναι πρωτίστως πολιτικό και η αφήγηση του για έναν κόσμο διαρκούς καταπίεσης πολιτική πράξη. Όπως ήδη τονίστηκε αγωνίζεται για μια διαφορετική λογοτεχνία. Οι κριτικοί που αρνούνται ή απλώς αγνοούν αυτή του την πλευρά, απλώς διαιωνίζουν ό,τι εκείνος πολεμά. Γι’ αυτό και είναι αδύνατη η αντικειμενική κριτική. Η πολιτική δεν είναι ούτε και χρειάζεται να είναι αντικειμενική.

*Ήδη από την σελίδα 12 φαίνεται η αναφορά στον Agamben και τη θεωρία του για τον Homo Sacer. Homo Sacer σημαίνει ιερός άνθρωπος. Κατά θεσμό του αρχαϊκού ρωμαϊκού δικαίου, έτσι αποκαλούσαν ανθρώπους που λόγω παραβατικής συμπεριφοράς καταδικάζονταν στην εξής τιμωρία: ανακήρυτταν τη ζωή τους ιερή, αλλά και φονεύσιμη, δηλαδή μπορούσε πλέον ο οποιοσδήποτε να τους αφαιρέσει τη ζωή χωρίς να τιμωρηθεί. Ήταν άνθρωποι εκτός δικαίου, με ζωές γυμνές, ανάξιες να βιωθούν (βλ. Agamben Giorgio, Homo Sacer Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Εξάρχεια, 2016, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας). Στην επίμαχη σελίδα ο Edouard Louie γράφει: «Πολιτική είναι η διάκριση… και πληθυσμούς που είναι καταδικασμένοι στο θάνατο, το διωγμό, το φόνο», αλλά και στην επόμενη σελίδα: «Ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων στους οποίους η πολιτική επιφυλάσσει έναν πρόωρο θάνατο». 

** Η Εφημερίδα των Συντακτών

***Από συνέντευξη στον Guardian: “As long as a large proportion of books are addressed only to the privileged elite, as long as literature continues to assault people like my mother or the taxi driver, literature can die. I will watch its death with indifference”.

Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, του Edouard Louis
Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις Αντίποδες
σελ. 80

1
Μοιράσου το