Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Patriot, του Μιχάλη Μαλανδράκη

feature_img__patriot-tou-mixali-malandraki
Μια κοινωνία με το κακό συνήθειο του να παίρνει και να δίνει αψήφιστα απαξίωση αποκαλώντας ανθρώπους «Αλβανούς». Να τρέπει την καταγωγή σε ένα ανεξίτηλο στίγμα λες και προκλήθηκε από το πυρωμένο σίδερο της ξενοφοβίας. Και να πλαισιώνει τις ζωές των ανθρώπων αυτών με τις χείριστες δυνατές συνθήκες ενσωμάτωσης· είναι η κοινωνία του “Patriot”, που δεν είναι άγνωστη ή εξωτική αλλά μάλλον αυτή που απλώνεται ενώπιον μας με το πρώτο πρωινό ξεθηλύκωμα των περσίδων των παραθύρων.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης με το εκδοτικό πρωτόλειο του, το “Patriot”, δε σιωπά απέναντι σε αυτήν την μάστιγα, επιλέγει να ορθώσει το λογοτεχνικό (αντι)παράδειγμα του, να φωτίσει βίαια τα τραχιά μαγγανοπήγαδα που πλείστοι Αλβανοί χρειάστηκαν να υποστούν κατά την έλευσή τους.

Ο Αγκίμ, συνομήλικος -ένδειξη που εντείνει την υποψία ότι πρόκειται για μυθοπλαστική αντανάκλαση- του νεότατου συγγραφέα, όπως και πολλοί συμπατριώτες του, εγκλωβισμένος στην εργασιακή επισφάλεια, κάνει μια και δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα και ενίοτε, ώστε να συμπληρώσει το κομπόδεμα, παίζει το κλαρινέτο του στους δρόμους των Αθηνών. Ένας άνθρωπος που η συγκυρία δεν του επιτρέπει να αισθανθεί την ανακούφιση του ανήκειν αλλά ακροβατεί σε μια μεταιχμιακή συνθήκη μεταξύ των δυο τόπων, γλωσσών και εθνικοτήτων.

Ζαλωμένος λοιπόν με το ταλέντο του και κινητροδοτημένος από την ασίγαστη αφομοιωτική πρόθεση, ξεκινά το προσωπικό του κυνήγι ευτυχίας, συνιστάμενο στην επαγγελματική αποκατάσταση υπό την στενή έννοια της εξασφάλισης, της σιγουριάς. Έτοιμος λοιπόν να γραπώσει την ευκαιρία, εκείνη που θα ανταμείψει το γινάτι του να παραμείνει στην ξένη χώρα και να μην τα εγκαταλείψει, όπως έπραξαν οι δικοί του. Μιαν επιμονή που συγχέεται με μιαν παραμορφωτική εμμονή, ικανή μεταξύ άλλων να θολώσει την κρίση του και να τον καταστήσει μιαν ευάλωτη λεία σε μιαν όψιμη δελεαστική πρόταση μπλεγμένη με την θαλπωρή της (επίσης) ξενιτεμένης ομογένειας. Τέτοια είναι και η προσφορά του συντοπίτη Αντώνη, η οποία αντηχεί ως η προσήκουσα απαντοχή στα αυτιά του Αγκίμ.

Υπό το κράτος μιας παντελούς ελλείψεως προσωπικού χώρου -λόγω της αναγκαστικής συγκατοίκησης με συμπατριώτες που του έχει στοιχήσει- και της επιτακτικής ανάγκης να ξεφύγει από τον υπαρξιακό άγχος του να διασφαλίζεις τον επιούσιο, πέφτει με τα μούτρα στην νέα του δουλειά στο νυχτερινό κέντρο, αγνοώντας τις αντανακλαστικές του ενστάσεις. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα του κοστίσει την ταυτότητα του, τις ρίζες του. Θα υποχρεωθεί να μεταμορφωθεί στον –φευ- Γιάννη, από τα Γιάννενα. Με τη διαρκή εσωτερική επιβεβαίωση του απταίστου της ομιλίας των ελληνικών και ένα άγρυπνο ξεψείρισμα ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται, μπας και ξεκρίνει ένα γρέζι σπαστής προφοράς στην φωνή τους που θα παραπέμπει σε μιαν κοινή καταγωγή· ένα δυνητικό απάγκιο, στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί, να αποκαλυφθεί και να εκμυστηρευθεί τα άφατα άδυτα του.

Ένα οδοιπορικό σαν παραμύθι, ένα μεθυστικό ψέμα ξετυλίγεται μέσα από την εξιστόρηση της πορείας του ήρωα. Η σκληράδα της πραγματικότητας, η αλήθεια, έχουν στήσει καρτέρι, συσκοτίζουν την ονειρική εξέλιξη· ο παφλασμός τους που υποφώσκει, ξαφνικά μέσω της γρήγορης και κοφτής γραφής του Μαλανδράκη καλπάζει στην επιφάνεια και κατακλύζει την πλοκή. Αίφνης, η απότομη πτώση που ακολουθεί την άνοδο του Αγκίμ θα τον καθηλώσει σε μιαν λεπτή ισορροπία ενός τραγικού διλήμματος μεταξύ ενός διάχυτου συμπλεγματικού ρατσισμού και ενός ωμού εκβιασμού εκ μέρους των ομοεθνών που επιστεγάζει την φοβία μιας επικρεμάμενης δοσολοψίας· την -διατρέχουσα όλο το κείμενο- ιδέα ότι οι χάρες κοστίζουν, η βοήθεια ανταποδίδεται· ότι αν συμβάλλω στο να ορθοποδήσεις μη διανοηθείς να απαρνηθείς το τι θα σου ζητήσω.

Μια νουβέλα που διαβάζεται απνευστί, κάτι που ευνοούν τόσο η ανυπαρξία της στερεοτυπικής διαδοχής ευδιάκριτων κεφαλαίων όσο και η ταχεία εναλλαγή σκηνών με την –ομολουμένως- επιδέξια χρήση του λογοτεχνικού φακού. Με λόγια σταράτα και αλφαδιαστά, αποφεύγοντας το πληκτικό δέλεαρ της απεραντολογίας, ο Μαλανδράκης παραδίδει μιαν εύγλωττη ιστορία που καταρρίπτει τα ειωθότα, διαυγάζει τα σκιερά στενοσόκακα μιας λησμονημένης (ή και παραγνωρισμένης) πραγματικότητας ορισμένων συμπολιτών μας και δημιουργεί αδόκητα σημεία ταύτισης με μιαν πρώτη ύλη που καταρχήν φαντάζει ξένη και ανοίκεια· εντούτοις είναι όμως ένα κομμάτι ενός παζλ βιωμάτων που απαντώνται στην διπλανή πόρτα, πολυκατοικία, γειτονιά.

Το ποιος λογίζεται ως πατριώτης, ως το πρόσωπο που φαινομενικά προστρέχει προς αρωγή σου λόγω μιας εντοπιότητας, ποιον μπορείς να εμπιστευτείς σε έναν αφιλόξενο κόσμο, ποια είναι τα ψυχικά και συναισθηματικά όρια του τοπικισμού και πόσο στιβαροί είναι εν τέλει οι δεσμοί μεταξύ δυο ανθρώπων με ταυτόσημο ριζικό είναι κάποια από τα καταληκτικά ερωτήματα που θα εξακολουθήσουν μοιραίως να πλανώνται και μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης

Patriot, του Μιχάλη Μαλανδράκη
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 96

1
Μοιράσου το