Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Πάνος Τσερόλας: Το μεγάλο ζητούμενο είναι μια αλλιώτικη εκδοχή για τη ζωή

feature_img__panos-tserolas-to-megalo-zitoumeno-einai-mia-alliotiki-ekdoxi-gia-ti-zoi
Το μυθιστόρημα του Πάνου Τσερόλα «Η συνωμοσία της Βανίλιας» αναμφίβολα σε ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Είναι μια λογοτεχνική σύνθεση που εναρμονίζει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον αναγνωστών με διαφορετικές, ίσως, προτιμήσεις. Πρόκειται για την ιδιαίτερη και ρομαντική ιστορία του Μαρκ και της Μάγιας, δύο πρωταγωνιστών με εκρηκτικές προσωπικότητες. Ξετυλίγεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, με ζωντανούς διαλόγους και γλαφυρές περιγραφές ενώ, παράλληλα, αγγίζει οικουμενικά ερωτήματα για τον άνθρωπο και τη θέση του στον κόσμο.

«Η συνωμοσία της Βανίλιας» είναι μία περιπέτεια καταδίωξης ανθρώπων που εναντιώνονται στο σύστημα, μια μυθιστορηματική ιστορία «επανάστασης», όπως έχει χαρακτηριστεί από αναγνώστες, εμποτισμένη με τη φρεσκάδα και τη διάθεση για δημιουργικότητα που πολλές φορές χαρακτηρίζει τα βιβλία νέων συγγραφέων (αν και δεν είναι το πρώτο βιβλίο του που εκδόθηκε)· ένα λογοτεχνικό έργο που ξεφεύγει από τα στεγανά της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, που θα μπορούσε, κάλλιστα, να μεταφερθεί στα χολυγουντιανά κινηματογραφικά στούντιο.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα της εποχής του, θα έλεγα, που συνδιαλέγεται με θέματα που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας. Ο Μαρκ χαρακτηρίζεται, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, ως «πολιτιστικός» τρομοκράτης, μέλος μιας «ιδιαίτερης» τρομοκρατικής οργάνωσης που δεν έχει καμία σχέση με την εφιαλτική εικόνα που έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας για την τρομοκρατία. Αποτελείται από ανθρώπους ιδεαλιστές, λάτρεις του πολιτισμού, της ιστορίας και της τέχνης (στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο ανατινάσσουν την οροφή ώστε να φωτίσει ο ήλιος τα εκθέματα), άτομα που «επαναστατούν», με ό,τι σηματοδοτεί η λέξη αυτή· μία «αόρατη αστυνομία των ανθρώπων του κόσμου», μια «παρέα από φαρσέρ». Μου θύμισαν υπερήρωες της Μάρβελ που παλεύουν για τη δικαιοσύνη και τη σωτηρία του πλανήτη – στη συγκεκριμένη περίπτωση για το μέλλον του πολιτισμού- που ο κόσμος υποστηρίζει και αγαπάει.

Εν αναμονή του επόμενου μυθιστορήματος του Πάνου Τσερόλα που θα κυκλοφορήσει το ερχόμενο φθινόπωρο, συνομίλησα με τον συγγραφέα για τη «Βανίλια» και για τα όσα μου εντυπώθηκαν κατά την ανάγνωσή της.

Ποιες λέξεις-έννοιες θεωρείς ότι διαπερνούν τη «Συνωμοσία της Βανίλιας»;
Στην «καρδιά» κάθε road-movie (είτε φτιαγμένο από εικόνες είτε από λέξεις) κυριαρχεί η έννοια του ταξιδιού. Κάπως έτσι, νομίζω πως το ταξίδι (γεωγραφικό αλλά και συναισθηματικό) χαρακτηρίζει και την «Συνωμοσία» περισσότερο και από λέξεις, όπως έρωτας, καταδίωξη, συνωμοσίες που εκτελούν χρέη πλοκής. Το μεγάλο ζητούμενο, ο άρρητος δηλαδή προορισμός του ταξιδιού των ηρώων, είναι τελικά μια αλλιώτικη εκδοχή για τη ζωή και την εμπειρία του ζειν. Το αν και πώς τα καταφέρνουν είναι άλλη υπόθεση – άλλωστε ειδικά αυτό το ταξίδι είναι πιο συλλογική υπόθεση από ένα ζευγάρι εραστών και παρανόμων. 

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερα «ταξιδιάρικο», αφού οι ήρωες μετακινούνται συνέχεια: Βερολίνο, Καλιφόρνια, Μοντεβίδεο, Παταγονία, Μπανγκόγκ, Τέξας. Φαντάζομαι, δεν έχεις επισκεφθεί όλα αυτά τα –ξεχωριστά σε ορισμένες περιπτώσεις- μέρη; Πως καταφέρνεις και ανταποκρίνεσαι με τόση αληθοφάνεια στις περιγραφές;
Χα, και πως είσαι σίγουρη για την αληθοφάνεια;
Ομολογώ, πάντως, πως η έρευνα για τους τόπους και τα μέρη του ταξιδιού των ηρώων ήταν από τις πιο διασκεδαστικές πτυχές της συγγραφής. Άλλωστε δεν αρκούσε μια απλή περιήγηση σε τουριστικούς οδηγούς ή βασικά εγκυκλοπαιδικά στοιχεία- το ταξίδι τους έχει κάτι από εξερεύνηση και ανακάλυψη μέσα από το φίλτρο του έρωτα, οπότε χρειαζόμουν αρώματα, γεύσεις, αισθήσεις, χρειαζόμουν δηλαδή τις ιστορίες που είχαν τα μέρη και όχι τόσο τη φυσική τους όψη ή γεωγραφία. Όλο αυτό ήταν ταυτόχρονα και μια πρόκληση: Δεν αρκούσε να βρω την «σωστή» περιγραφή αλλά έπρεπε να βρω την εμπειρία του τόπου. Για παράδειγμα, όντως είχα αυτήν την εμπειρία της «ασφυξίας» βλέποντας από κοντά το Τείχος της Βαβυλώνας στο μουσείο της Περγάμου. Το να γράφεις λοιπόν ιστορίες εμπεριέχει και την ελευθερία να ταξιδέψεις σε μέρη (και καταστάσεις, και συνθήκες) που δεν έχεις πάει, αλλά και να… ανατινάξεις μια οροφή αν σου κάνει κέφι. 

Ως νέος συγγραφέας ποια είναι η γνώμη σου για την ελληνική λογοτεχνία; Ποιες βασικές διαφορές διακρίνεις σε σύγκριση με τα μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων; Πως εντάσσεται στα ελληνικά γράμματα η «Συνωμοσία της Βανίλιας»;
Είναι αλήθεια πως ολοένα και περισσότερο γίνεται εμφανής η μεγαλύτερη «πρόσβαση» που έχουν νεότεροι συγγραφείς στην ξενόγλωσση λογοτεχνία και σε κείμενα και προσεγγίσεις που ξεφεύγουν από τον κανόνα της εγχώριας παράδοσης. Πολλές φορές μπορεί να παρατηρηθεί και μια επικράτηση αυτών των επιρροών έναντι της ελληνικότητας: αυτό δεν αφορά μονάχα τα θέματα ή την υφή των ιστοριών αλλά και τη γλώσσα, τη δομή και τις τεχνικές. Για παράδειγμα βλέπει κανείς μια αύξηση της παραγωγής στη λογοτεχνία «είδους» (τρόμος, φαντασία, αστυνομικά), αρκετά πιο «κινηματογραφικές» αφηγήσεις, πειραματισμούς στη φόρμα και τη χρήση της γλώσσας κ.ο.κ.. Με άλλα λόγια, είναι εξαιρετικά πιθανό η επιρροή π.χ. του Pynchon ή του Borges να είναι πιο σημαίνουσα από την επιρροή π.χ. του Τσίρκα ή του Ταχτσή. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το σύνολο των επιρροών έχει μεγαλύτερο πλουραλισμό και ποικιλία.
Κάπως έτσι, με το ένα πόδι στην κληρονομιά της γλώσσας και το άλλο πόδι στην παγκόσμια βιβλιοθήκη μύθων και ιστοριών, η ελληνική λογοτεχνία κάνει ανοίγματα και πειραματίζεται – στο μέτρο πάντα του δυνατού, καθώς η κατάσταση στο εκδοτικό τοπίο μπορεί πολλές φορές να οδηγεί σε πιο «ασφαλείς» και σίγουρες λύσεις. Σε μια σύνολη εκδοτική παραγωγή που ίσως παραμένει μεγάλη παρά την οικονομική κρίση, υπάρχουν αρκετά βιβλία Ελλήνων και Ελληνίδων συγγραφέων που κάλλιστα θα μπορούσαν να «επικοινωνήσουν» με άλλες κουλτούρες και γλώσσες. Ίσως είναι θέμα χρόνου και ωρίμανσης.
Η «Συνωμοσία» είναι (και γεωγραφικά δηλαδή) αρκετά πιο… κοσμοπολίτικη, χωρίς ωστόσο να αναμετράται με θέματα πέρα και έξω από την ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο το «είδος» της, ένα άτυπο road-movie με λέξεις, είναι προφανώς απότοκο αρκετών ξενόγλωσσων επιρροών.

Τα παραθέματα από το έργο του Αισχύλου, «Προμηθέας Δεσμώτης» πως συνδέονται με την ιστορία σου;
Στην πραγματικότητα, πάρα πολλά κομμάτια του βιβλίου είναι βασισμένα (καμουφλαρισμένα βέβαια) σε μύθους και ιστορίες από την αρχαία ελληνική βιβλιοθήκη, είτε αυτούσια είτε σε διάφορες αντιστροφές και παραλλαγές. Η οικουμενικότητα και διαχρονικότητα των μύθων και των ιστοριών αυτών δεν παύει ποτέ να με εντυπωσιάζει: ακόμα και σήμερα εξερευνούμε την ανθρώπινη κατάσταση δανειζόμενοι σχήματα, αρχέτυπα και αναλογίες δυόμιση χιλιάδων ετών.
Κάπως έτσι, η ιστορία του κεντρικού ήρωα ακολουθεί έναν μάλλον αρχετυπικό μύθο: την αμφισβήτηση της όποιας «αρχής» και εξουσίας και την μεταλαμπάδευση ενός μηνύματος προς τους ανθρώπους που ισχυροποιεί τη θέση τους στον κόσμο. Είναι λοιπόν λογικό το σύστημα να θέτει σαν αυτοσκοπό την τιμωρία του και την με κάθε τρόπο εξόντωση του ίδιου, αλλά και της κληρονομιάς του. 

H πλοκή της ιστορίας ξεδιπλώνεται μέσα από τη σχέση της Μάγιας -που επαγγελματικά συστήνεται ως κριτικός μουσείων- και του Μαρκ, ενός «πολιτιστικού» τρομοκράτη. Με ποιο σκεπτικό εμπνεύστηκες αυτήν την ιδιαίτερη πτυχή της ιστορίας; Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θα ήθελες να περάσεις στον αναγνώστη;
Δυο κόσμοι, σε σημεία συγκρουσιακά αντίθετοι και σε άλλα απλώς παράλληλοι, συντίθενται, μέσω του έρωτα, παράγοντας έναν ολοκαίνουριο. Η αντίθεσή τους ήταν αυτή που τους οδήγησε στον ίδιο «χωροχρόνο» (δυο φορές μάλιστα) και αυτή που (εκ)κινεί το ταξίδι τους. Αλλά αυτός ο κόσμος που ταξιδεύουν, αυτή η εμπειρία του χώρου και του χρόνου, είναι προϊόν του έρωτα, της «κοινής ματιάς». Η πρώτη «μονάδα» του συλλογικού άλλωστε είναι το… δύο, οπότε ας το πούμε μια καλή αρχή.

Δίνεις μια ιδιαίτερα δυνατή και «άσχημη» περιγραφή του πολιτισμού, ως έναν «κακιασμένο γέρο για καιρό βυθισμένο σε στάσιμα νερά […] ακίνητο και παρατημένο […] τόσο καιρό […] που θα έπρεπε να είναι ήδη ξεχασμένος, θα έπρεπε ήδη να αποσυντίθεται […]. Και εμείς ξέρουμε ότι εκεί κάτι σαπίζει γοργά αλλά μαθαίνουμε να συνηθίζουμε την μπόχα, γιατί την κρύβουμε πίσω από άοσμους υπολογιστές και ηλεκτρονικές συσκευές που χωράνε στην παλάμη μας». Και οι περιγραφές του ανθρώπινου είδους δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικές – αναδύεται μια άσχημη και απαισιόδοξη εικόνα. Θεωρείς πως είμαστε ένα παρασιτικό είδος;
Όχι, νομίζω πως πίσω από τις παρλάτες του Μαρκ κρύβεται μια απεριόριστη αγάπη για τον άνθρωπο και τις ανεξάντλητες δυνατότητές του για δημιουργία και ομορφιά. Το θέμα είναι να απελευθερωθούν αυτές οι δυνάμεις, να σπάσουν δηλαδή τα στεγανά του κοινωνικού συντηρητισμού και της οπισθοδρόμησης. 

«Έχουμε φύγει από την εποχή του φόβου» αναφέρει ο διευθυντής του μουσείου της Περγάμου. Μιλάει για μία άλλην εποχή από τη δική μας, μια μελλοντική, ίσως, εποχή. Εμείς ζούμε μέσα στον φόβο, αφού, όπως αναφέρεις, σχεδόν καθημερινά υπάρχει η υποψία ότι κάπου θα γίνει κάποια επίθεση. Θεωρείς ότι θα υπάρξει στο άμεσο μέλλον «καιρός ειρήνης»; 
Δεν θυμάμαι να έχει υπάρξει «καιρός ειρήνης», με την έννοια πως πάντα σε κάποια γωνιά του πλανήτη βρυχάται η πολεμική μηχανή. Για την ιστορία της «Συνωμοσίας» επιλέχθηκε μια συνθήκη στην οποία υπάρχει, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, «κοινωνική ειρήνη», ακριβώς για να καταδειχθεί πως ακόμα και να υπάρξει κάτι τέτοιο, θα είναι μάλλον επίπλαστο ή συγκυριακό. Νομίζω πως δεν έχει υπάρξει πιο αφελής, ανόητη και εν τέλει αποτυχημένη από την ίδια την πραγματικότητα σύλληψη από το περιβόητο «τέλος της ιστορίας» που γράφτηκε κάπου στις αρχές του ’90… 

Σε σχέση με την προηγούμενη ερώτηση, και στην περιγραφή του δικού μας παρόντος –όπως εγώ εξέλαβα πως αναφέρεσαι-, όσον αφορά την τρομοκρατία γράφεις (σελ. 89-90): «Ο κόσμος συμμετείχε στο φόβο, ήταν κοινωνός του. Άλλωστε ήταν το πρωτίστως θύμα. Ο εχθρός ήταν αδιόρατος, πολλές φορές εντελώς αφηρημένος. […] η τρομοκρατία υπήρχε επειδή υπήρχε, χωρίς προφανή πομπό και με φαινομενικά τυχαίο αποδέκτη». Και συνεχίζεις, επικρίνοντας τη στάση των κυβερνήσεων για την προστασία μας και την ανταπόκριση τη δική μας στη στάση αυτή. Θεωρείς πως δημιουργείται ένα γαϊτανάκι φόβου;
Ο φόβος είναι η λέξη-κλειδί της εποχής. Όχι μόνο στα μέρη μας. Είναι άλλωστε μια σπουδαία επένδυση. Φοβούμενος τον άλλο, τον διαφορετικό, τον γείτονα, τον συνάνθρωπο, φοβούμενος ένα «εφιαλτικό» μέλλον, είναι πολύ πιο εύκολο να συνθηκολογήσεις με ένα εφιαλτικό παρόν. Αν αρχίσεις να «ξεφλουδίζεις» μια σειρά από μεγάλα και κομβικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων, θα δεις πως στην καρδιά κάθε επιχειρήματος βρίσκεται ο φόβος. Η οικονομική πολιτική, η εξωτερική πολιτική, η περιβαλλοντική πολιτική, κάθε πολιτική χαράσσεται υπό το βάρος ενός «φόβου» για κάθε πιθανή εναλλακτική. Η ίδια η λέξη «μονόδρομος» έχει αποκτήσει μια έννοια που βρίσκεται σε συγκοινωνούντα δοχεία με τον φόβο. Ταυτόχρονα, ένας άνθρωπος φοβισμένος «εκπαιδεύεται» σε μια πολύ συγκεκριμένη κουλτούρα, σε μια στροφή στην απομόνωση και τον ατομισμό. Οπότε ναι, θεωρώ ότι ενορχηστρώνεται, σκηνοθετείται και συντηρείται ένα γαϊτανάκι φόβου. Όμως αυτό, όσα ευκαιριακά οφέλη μπορεί να έχει (να περάσει π.χ. μια απαράδεκτη πολιτική), είναι πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Ο Δρ. Φρανκεστάιν στο τέλος απορούσε με τη φρίκη του τέρατος που είχε δημιουργήσει, και ο φόβος είναι ικανός να γεννήσει τέρατα που ίσως να θεωρούσαμε πως είχαν εξαφανιστεί από την ιστορία… 

O Μαρκ είναι λάτρης της μουσικής και του χορού. Ιδιαίτερη αίσθηση μου έκανε το απόσπασμα για τους 3 ρυθμούς «El piano: το μυαλό μας, οι ιδέες μας, El repique: οι αισθήσεις μας, τα συναισθήματά μας, El chico: η καρδιά μας» και το πως «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άρρυθμοι […] δεν είναι σίγουροι ποιο ρυθμό να ακολουθήσουν». Είναι δικής σου έμπνευσης η «θεωρία» των τριών ρυθμών με ό,τι συνεπάγεται;
Η candombe είναι η παραδοσιακή μουσική της Ουρουγουάης που στηρίζεται πάνω σε τρία διαφορετικά κρουστά: κατά σειρά μεγέθους είναι το chico, το repique και το piano. Η αναγωγή τώρα της λειτουργίας τους στον «ανθρώπινο ρυθμό» είναι ένας αυτοσχεδιασμός του ήρωα, που ήθελε με τέτοιες σάλτσες να φλερτάρει το κορίτσι. Οπότε αυτοσχεδίασα και εγώ μαζί του. 

Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για το νέο σου βιβλίο;
Το βιβλίο «Αριάδνη δίχως μίτο» έρχεται στο τέλος της χρονιάς από τις εκδόσεις Κέδρος. Είναι ένα βιβλίο που (υπό άλλον τίτλο), έγραφα (και έσβηνα και ξαναέγραφα) από το 2012 περίπου, και μια ιστορία που αργούσε τόσο πολύ να ολοκληρωθεί που κάπως είχα πεισθεί ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Και όσο ανοιγόταν σε έκταση και στόχους, τόσο «έχανα» την αρχή του. Πριν κάμποσους μήνες αποφάσισα να ακολουθήσω την ανάποδη του χτισίματος διαδικασία και άρχισε η αφαίρεση. Επίπονο πράγμα το ψαλίδι: Ήρωες πεθαίνουν χωρίς πρώτα να «γεννηθούν» στο χαρτί, “darlings are killed”, ιστορίες εξαφανίζονται ως μη γενόμενες. Κανονική ανασκαφή. Αλλά βρήκαμε την φλέβα, και θα την παρουσιάσουμε εν καιρώ. Προέχει τώρα η επίσης επίπονη διαδικασία της επιμέλειας. 

Τέλος, θα ήθελα να μας παραθέσεις το αγαπημένο σου απόσπασμα από τη «Συνωμοσία της Βανίλιας».
Δεν ξέρω αν έχω αγαπημένο, αλλά παραθέτω αυτό, που θα μπορούσε να είναι και περίληψη:

..και όσο αυτοί λένε για το τέλος της ιστορίας, εμείς, οι κατεργαραίοι και ζαβολιάρηδες αυτού του κόσμου, δεν μπορούμε παρά να χαμογελάμε και να κλείνουμε συνωμοτικά το μάτι...

Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ

Η Συνωμοσία της Βανίλιας, του Πάνου Τσερόλα
Εκδόσεις Κέδρος
σελ. 376

1
Μοιράσου το