Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Ορφανά χέρια

feature_img__orfana-xeria
Υπήρχε μία έντονη μυρωδιά κλεισούρας και ιδρώτα, την αίσθηση της οποίας μοιράζονταν γύρω στα είκοσι άτομα, κάποια καθισμένα, κάποια όρθια. Μερικοί είχαν το βλέμμα τους μόνιμα ριγμένο κάτω με πρόθεση να το σηκώσουν μονάχα όταν θα έφταναν στη στάση τους. Άλλοι μιλούσαν στο κινητό τους ή έστελναν μηνύματα, άλλοι άκουγαν μουσική από το κινητό τους, μια κυρία τακτοποιούσε τις σακούλες που είχε μπροστά στα πόδια της. Ένα άντρας, που έμοιαζε λίγο κάτω από τα τριάντα αλλά ίσως ήταν και λίγο πάνω από τα είκοσι, κοιτούσε επίμονα τα χέρια της κοπέλας απέναντι του. Λευκά χέρια, όμορφα σχηματισμένα δάχτυλα, περιποιημένα νύχια. Τα χάζευε ενώ χάιδευαν αργά ένα τετράδιο που είχε πάνω στην αγκαλιά της. Δε σήκωσε καθόλου το κεφάλι του προς τα πάνω, έτσι ώστε μετά από λίγη ώρα τα χέρια απέκτησαν μία ύπαρξη αυτόνομη, δεν ανήκαν σε κανέναν, παρά μόνο στο τετράδιο που χάιδευαν.

Υπήρχε μία έντονη μυρωδιά κλεισούρας και ιδρώτα, την αίσθηση της οποίας μοιράζονταν γύρω στα είκοσι άτομα, κάποια καθισμένα, κάποια όρθια. Μερικοί είχαν το βλέμμα τους μόνιμα ριγμένο κάτω με πρόθεση να το σηκώσουν μονάχα όταν θα έφταναν στη στάση τους. Άλλοι μιλούσαν στο κινητό τους ή έστελναν μηνύματα, άλλοι άκουγαν μουσική από το κινητό τους, μια κυρία τακτοποιούσε τις σακούλες που είχε μπροστά στα πόδια της. Ένα άντρας, που έμοιαζε λίγο κάτω από τα τριάντα αλλά ίσως ήταν και λίγο πάνω από τα είκοσι, κοιτούσε επίμονα τα χέρια της κοπέλας απέναντι του. Λευκά χέρια, όμορφα σχηματισμένα δάχτυλα, περιποιημένα νύχια. Τα χάζευε ενώ χάιδευαν αργά ένα τετράδιο που είχε πάνω στην αγκαλιά της. Δε σήκωσε καθόλου το κεφάλι του προς τα πάνω, έτσι ώστε μετά από λίγη ώρα τα χέρια απέκτησαν μία ύπαρξη αυτόνομη, δεν ανήκαν σε κανέναν, παρά μόνο στο τετράδιο που χάιδευαν.

Το λεωφορείο ταλαντευόταν από τις στροφές, τα απότομα φρεναρίσματα, τα ξεκινήματα. Ήταν μέσα σ` αυτό πάνω από μια ώρα, είχε φτάσει στο τέρμα του μια φορά και το είχε ακολουθήσει στον κύκλο του ήδη δύο φορές. Αυτά τα χέρια όμως πήγαιναν πολύ, ήθελε να τ` αγγίξει και δε μπορούσε, δε μπορούσε να τα βλέπει να χορεύουν έτσι ανέμελα κι ανυποψίαστα. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να κατέβει, ν` απομακρυνθεί από αυτό το βάσανο. Θα περπατούσε λίγο κι ίσως έπαιρνε αργότερα ένα άλλο λεωφορείο. Όχι ίσως, σίγουρα αυτό θα έκανε.

Σηκώθηκε λίγο πριν στρίψει το όχημα στην κατηφόρα μπροστά, ενώ τα μάτια του ήταν ακόμα και συνεχώς κολλημένα πάνω σ` αυτό το ορφανό κι ανελέητο ζεύγος χεριών απέναντι του. Έπειτα, συνέβη κάτι αλλόκοτο, κάτι που διατάραξε εκείνη τη δυσβάσταχτη αρμονία που είχε αποκτήσει το σύμπαν για τα τελευταία εκείνα λεπτά. Τα χέρια έχασαν το στήριγμα τους, έχασαν μ` έναν βίαιο σχεδόν τρόπο το αντικείμενο του χαδιού τους. Εκείνο το άχαρο και ανίδεο τετράδιο, που ούτε καν το χρώμα του έβλεπε ο νεαρός, κύλησε με προκλητική αδιαφορία κάτω από τα δάχτυλα της κοπέλας, γλίστρησε δίπλα σ` ένα ζευγάρι σταυρωμένα πόδια και ακινητοποιήθηκε ακριβώς μπροστά στα πόδια του, αφήνοντας μια ανάσα ανακούφισης.

Τα πόδια δίπλα στο πεσμένο τετράδιο ξεσταυρώθηκαν. Η φαινομενική κάτοχος των ορφανών χεριών έγειρε να πιάσει το απαραίτητο στήριγμα την ίδια ώρα που ο νέος, ασυναίσθητα έσκυβε να κάνει το ίδιο. Το δικό του χέρι έφτασε πρώτα, ακούμπησε πάνω στο τετράδιο αλλά πριν προλάβει να το σηκώσει, ένα λευκό δάχτυλο άγγιξε τον αντίχειρα του, για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Απομάκρυνε αυτόματα το ντροπιασμένο μέλος του, τόσο κακοσχηματισμένο δίπλα στο έτερο, που έμοιαζε να είναι το ίδιο το φως. Δεν ήθελε να μολύνεται η εικόνα αυτή εξαιτίας του. Σήκωσε το κεφάλι του προς το σώμα των δαχτύλων, ενώ το δικό του παρέμενε ελαφρά σκυμμένο.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» Άκουσε μία φωνή που αισθάνθηκε πολύ μακρινή και άτοπη, παράλληλα όμως ήρθε σα χαστούκι στο πρόσωπο του, πέρα από αμφιβολία αληθινή. «Σε βλέπω εδώ και ώρα πού κοιτάς το τετράδιο μου στα μουλωχτά, άστο κάτω, δεν έχει τίποτα μέσα για σένα». Τα μάτια της κατόχου των χεριών ήταν ψυχρά κι εξαιρετικά ενοχλημένα. Άφησαν όλο τους το πράσινο χρώμα να ρεύσει, όχι στα μάτια, μα στο μέτωπο του νέου, ίσως και λίγο στα μαλλιά του. Έπειτα, μάζεψε τα πόδια της, ευθυγράμμισε το σώμα της, τοποθέτησε το τετράδιο στην τσάντα της και αφού χώρισε το ζεύγος των χεριών της, τα έκρυψε χώρια μέσα στις τσέπες του παλτού της.

Το λεωφορείο σταμάτησε, άνοιξαν οι πόρτες, ο νεαρός σήκωσε το βάρος του αμήχανα μα γρήγορα, έστριψε και κινήθηκε προς την πιο κοντινή από αυτές. Βγαίνοντας έξω, το κρύο του χάιδεψε τα μάγουλα απαλά, όπως έκανε πριν χρόνια η μητέρα του για να τον πάρει ο ύπνος. Με τα θεία της χέρια.

1
Μοιράσου το