Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία, του Χάινριχ Μπελ

feature_img__omadiko-portreto-me-mia-kiria-tou-xainrix-mpel
O Γερμανός νομπελίστας Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll, 1917-1985) ισχυριζόταν «πως συγγραφέας δεν είναι παρά εκείνος που όσοι επιθυμούν να τον διαβάσουν το μπορούν, ανεξάρτητα από την εκπαίδευση που έχουν δεχτεί, ανεξάρτητα από τα προνόμιά τους. Διαφορετικά, έλεγε, δεν υπάρχει συγγραφέας». Η παραπάνω φράση (μέρος ενός αφιερώματος με αφορμή την πρόσφατη επανέκδοση στα ελληνικά του magnus opus του «Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία») στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει η γνωριμία μου με το έργο του.

Όσο απλή είναι η γλώσσα του Ομαδικού πορτρέτου, τόσο αινιγματική είναι η δομή και το ύφος του. Δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, που μπορείς να το διαβάσεις διαγωνίως και καθέτως ή να το πάρεις μαζί σου στην παραλία λόγου χάρη. Για να συλλάβεις το πλήθος των πληροφοριών που επικαλείται ο Μπελ σε κάθε γραμμή, να παρατηρήσεις τα “minute things”*, να κατανοήσεις την αξία του βιβλίου και να ξεχωρίσεις τη μοναδικότητά του πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος. 

Η αφανής πρωταγωνίστρια του Μπελ στο Ομαδικό πορτρέτο είναι η Λένι Πφάιφερ, το γένος Γκρούϊτεν, 48 ετών, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Γερμανία του πρώτου μισού του 20ού αι. Μία απόκοσμη ηρωίδα, ένα «πλάσμα με ψυχή» που κινείται στα όρια του φανταστικού. Μια γυναίκα ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης που βιώνει την πραγματικότητα σύμφωνα με τις επιταγές του ενστίκτου και των αισθήσεών της, παραγκωνίζοντας ασύνειδα κοινωνικές επιβολές και που, μην έχοντας συναίσθηση των ιστορικών εξελίξεων που κατακρημνίζουν τις ζωές και μολύνουν τις ψυχές των συνανθρώπων της, θέτει ακούσια τη ζωή της σε κίνδυνο. Αναζητάει με πείσμα τον Κάφκα της, στέκεται στο πλευρό της Εβραίας μοναχής φίλης της, μέχρι να αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, ερωτεύεται με πάθος τον Σοβιετικό αιχμάλωτο Μπόρις και αν κάποιος προσπαθήσει να της εξηγήσει τη θανατική επικινδυνότητα των «επιλογών» της, αναμφίβολα θα απαντήσει: «Και λοιπόν;»

Όπως αναφέρει η Κ. «υπάρχει, κι ωστόσο δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει αλλά υπάρχει».

Η Λένι που ερωτεύεται οτιδήποτε της προσφέρει μία αίσθηση ελευθερίας ή/και εσωτερικής έκφρασης: την οδήγηση, τα αεροπλάνα, τον χορό, το πιάνο της. Η Λένι που αποδίδει δεξιοτεχνικά τα έργα του Σούμπερτ, που μελοποιεί ποιήματα του Γέιτς και του Χαίλντερλιν, σιγοτραγουδώντας στίχους με την κοντράλτο φωνή της, που το όνειρο της ζωής της είναι «να ζωγραφίσει πιστά την τομή μιας μόνο στοιβάδας του αμφιβληστροειδούς».

Η Λένι, ως η ενσάρκωση της αισθαντικότητας, «λιγομίλητη και συνεσταλμένη», «περήφανη και αμετανόητη», «μια γυναίκα στατική και επιβλητική σαν άγαλμα» που είναι «ανίκανη να γονατίζει» και που, στα χνάρια της δραματουργικής παράδοσης του Μπρεχτ, ίσως είναι η θηλυκή μυστικιστική φιγούρα που στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται το γερμανικό έθνος.** 

Μία γυναίκα που, σύμφωνα με τον Jean-Jacques Pollet, «ενσαρκώνει μια μορφή αντίστασης», προβαίνοντας σε μία πράξη «πολιτική», δίχως όμως να κατανοεί την πολιτική διάσταση της πράξης της. Προσφέρει καφέ, σαν με τελετουργικό τρόπο σε έναν Σοβιετικό αιχμάλωτο ενώπιον των ναζιστών συναδέλφων της.

Ο συγγρ., ο βασικός αφηγητής, για τον οποίο δεν μας δίνεται καμία επιμέρους πληροφορία, είναι ερωτευμένος μαζί της, όπως αναφέρει υπαινικτικά στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, παρόλο που την έχει «δει παρά μόνο δύο φορές, στον δρόμο, φευγαλέα, από το πλάι, ποτέ ανφάς». Μοναδική του επιθυμία να καταγράψει τη βιογραφία της, αμερόληπτα και αντικειμενικά, συλλέγοντας λεπτομερείς πληροφορίες. Μας παραθέτει, λοιπόν, δεκάδες μαρτυρίες προσώπων από το οικείο περιβάλλον της Λένι (οικογενειακό, εργασιακό, φιλικό και μη), αναπλάθοντας τις σημαντικές περιόδους της ζωής της, σκιαγραφώντας παράλληλα τα πορτρέτα των πρωταγωνιστικών ατόμων που την περιβάλλουν. Ξεκινάει από τα μαθητικά της χρόνια που συμπίπτουν με την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος, περνάει στα χρόνια της «πρώτης» ενηλικίωσης που λαμβάνει χώρα στη διάρκεια του Β’Π.Π. και ολοκληρώνει το έργο του με τη μεταμόρφωση της Λένι σε ώριμη γυναίκα και μητέρα, διατρέχοντας έτσι τα μεταπολεμικά χρόνια και τις πολιτικές εξελίξεις ως τα τέλη του ’60, την εποχή δηλαδή που τυγχάνει να τη συναντήσει και ο συγγρ. Με το πέρας των σελίδων, συνειδητοποιείς ότι κρατάς στα χέρια σου μία μυθιστορηματική ιστορική προσωπογραφία της ναζιστικής Γερμανίας «εκ των έσω», ένα έργο στο οποίο εξιστορείται η κόλαση του Ναζισμού μέσα από τα μάτια του γερμανικού λαού. Νοικοκυραίοι, εγκληματίες πολέμου, υπηρέτριες, εργολάβοι, μοναχές, προϊστάμενοι και υφιστάμενοι μικροεπιχειρήσεων και μεγαλοεπιχειρήσεων, στρατιώτες, αξιωματικοί, κηπουροί, βιομήχανοι, Σοβιετικοί, Εβραίοι, Κομμουνιστές, Ναζί, υψηλόβαθμα και χαμηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος, καιροσκόποι του πολέμου… Καθείς παρελαύνει, προσφέροντας το λιθαράκι του για την ολοκλήρωση του πορτρέτου της Λένι που αποτελεί τον πυρήνα μίας ευρύτερης συγγραφικής τοιχογραφίας που αναπαριστάνει ζωές ανθρώπων σε πτώση… εσωτερική, σωματική, ψυχική, ηθική, κοινωνική.

O ουμανιστής Μπελ θεωρούσε ότι «η ιστορία και η φαντασία πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται» στην εύρεση της «αλήθειας» και η αλήθεια, η «ανθρώπινη αλήθεια» μπορεί να κρύβεται σ’ ένα μυθιστόρημα. Αυτή του η πεποίθηση παίρνει σάρκα και οστά στο Ομαδικό πορτρέτο, όπου ένα αίσθημα αληθοφάνειας διαπερνάει το βιβλίο από την πρώτη κιόλας σελίδα, καθώς ξετυλίγεται η ανθρώπινη, κρυφή, ατομική, υπερβατική αλήθεια της Λένι. Το πλήθος ιστορικών-κοινωνικών-πολιτικών πληροφοριών που παραθέτει σε εναρμονισμένη σχέση με το στυλ γραφής που ακολουθεί, το «ντοκιμαντερίστικο», όπως το αποδίδουν οι κριτικοί λογοτεχνίας, εντείνουν το αίσθημα του πραγματικού. Παρόλο όμως που ο όρος «ντοκιμαντερίστικο» ίσως παραπέμπει σε άψυχη παράθεση μαρτυριών και δεδομένων, οι κατά βάση «λιτές» εξομολογήσεις των «πληροφοριοδοτών» στον συγγρ. διανθίζονται μ’ έναν αναπαίσθητο τόνο παραστατικότητας και γλαφυρότητας, έτσι που, σε συνδυασμό με τον αδιόρατο σαρκασμό στα σχόλια του αφηγητή, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να παρασυρθεί και να διακρίνει τόσο τους ήρωες όσο και τις αναρίθμητες εικόνες που συνθέτει ο Μπελ, επιλέγοντας με μαεστρία τις λέξεις, να λαμβάνουν μορφή εμπρός του. 

Σε αρκετά σημεία ζαλίστηκα, αφού ένιωσα να παραπαίω μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και κατά τόπους είχα ερωτηματικά που μάλλον θα μείνουν αναπάντητα: Γιατί αφιερώνει το βιβλίο του στη Λένι, τον Μπόρις και τον Λεβ; Γιατί ο βασικός αφηγητής της ιστορίας που από την πρώτη σελίδα κατονομάζεται ως συγγρ. στη συνέχεια αναφέρεται σε δύο-τρία σημεία ως συγγραφέας; Είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο; Γιατί υπάρχουν δύο ήρωες στο βιβλίο με το όνομα Χάινριχ; Ανούσιες ίσως απορίες, αλλά αν σκεφτώ ότι ο Μπελ υπολόγιζε το ειδικό βάρος, τη δυναμική και την κληρονομιά της κάθε λέξης, ίσως υπήρχε ιδιαίτερος λόγος πίσω από τις επιλογές του. 

Σε μία συνέντευξή του στο περιοδικό Paris Review αναφέρει σχετικά με την αξία των λέξεων και τη σημασία των ονομάτων που χαρίζει στους ήρωες των βιβλίων του:

Πίσω από κάθε λέξη, ένας ολόκληρος κόσμος είναι κρυμμένος που πρέπει να τον φανταστούμε. Κάθε λέξη κουβαλάει ένα τεράστιο βάρος αναμνήσεων, όχι μόνο από ένα άτομο αλλά από όλη την ανθρωπότητα. [...] Πολύ φοβάμαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις, σκορπώντας τες, χωρίς να συναισθάνονται το βάρος που εναπόκειται σε καθεμία από αυτές.

Δεν μπορώ να ξεκινήσω, αν δεν γνωρίζω το όνομα. [...] Το όνομα ενός χαρακτήρα είναι ιερό για μένα. Πολλά πράγματα καταστρέφονται, επειδή δεν μπορώ να βρω ένα όνομα. Μερικές φορές αυτοσχεδιάζω στη γραφομηχανή, όπως κάποιος αυτοσχεδιάζει στο πιάνο. Σκέφτομαι, λοιπόν, ξεκινάει με D, μετά προσθέτω ένα Ε και μετά ένα Ν και πάει λέγοντας.

Εγώ προσπαθώ να τον φανταστώ στο μικρό τραπέζι που αγαπούσε να γράφει, μπροστά στη γραφομηχανή του, μάρκας “Travelwriter Deluxe”, κατασκευασμένη εν έτει 1957, να συνθέτει αυτοσχεδιάζοντας το όνομα της υπερβατικής ηρωίδας του… «ξεκινάει με Λ, συνεχίζει με ένα Ε και μετά ένα Ν...»

*http://www.theparisreview.org/interviews/3078/the-art-of-fiction-no-74-heinrich-boll
**Pale mother, pale daughter? Some reflections on Boll’s LeniGruyten and Katharina Blum, by Moray McGowan, German Life and Letters 37, April 1984

Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία, του Χάινριχ Μπελ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πόλις, 2015
σελ. 523

1
Μοιράσου το